.
του Πέτερ Ἄλτενμπεργκ
.
ΑΘΟΤΑΝ
ΝΥΧΤΑ, ἐξουθενωμένη, τόσα σκαλιὰ πάνω-κάτω, τόσες φροντίδες γιὰ
ξένους ἀνθρώπους, ἔγνοιες γιὰ ξένες ἐπιθυμίες· καθόταν στὸ
θυρωρεῖο, μετροῦσε ἕνα μάτσο φιλοδωρήματα στὴν ποδιά της. Ἤξερα
ὅτι εἶχε ἕνα γοητευτικὸ τρίχρονο κοριτσάκι, ὁ δὲ σύζυγος
ἄφαντος.
Τὴ ρώτησα: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, Μαρία;!»
«Ἀπὸ τὸ Kέρντεν.»
«Θὰ ἤσουν κάποτε ἡ ὀμορφιὰ τοῦ χωριοῦ - - - .»
«Ἤμουνα, ναί!»
«Καὶ οἱ νεαροὶ ὅλοι θὰ σὲ ζητοῦσαν σὲ γάμο - - -.»
«Μὲ ζητοῦσαν.»
«Καὶ τότε σὺ ἔπρεπε νὰ διαλέξεις ἀκριβῶς τὸν
κατάλληλο;!»
«Αὐτὸς διάλεξε μένα!»
«Καὶ εἶσαι τόσο ἤρεμη, τόσο βέβαιη - - -.»
«Σ’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀντιδράσει. Εἶναι τῆς μοίρας!»
«Ὄχι, ἡ ἀνοησία ἦταν, ἡ στενοκεφαλιά - - -.»
«Ἔτσι μᾶς εἶναι γραφτό!»
Ἀργότερα μοῦ εἶπε: «Μὴ μὲ ἀγγίζετε, δὲν μοῦ ταιριάζει. Γιατί μοῦ
χαϊδεύετε τὰ μαλλιά; Δὲν εἶμαι ’γὼ πιὰ γιὰ χάδια - - -.»
Τῆς ἔδωσα μιὰ κορόνα.
«Γιατί μοῦ τὸ δίνετε;!»
«Γιὰ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ἤσουν κάποτε τοῦ χωριοῦ!» τῆς ἀπάντησα. Τότε
ἄρχισε νὰ κλαίει.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου