Ο
Αντον Τσέχοφ (1860-1904) έζησε τα παιδικά του χρόνια στο λιμάνι Ταγκαρόγκ, που
είχε ιδρυθεί από το Μεγάλο Πέτρο και άλλοτε ευημερούσε. Την εποχή που έζησε ο
Τσέχοφ η πόλη ψυχορραγούσε. Οι έλληνες
έμποροι ήταν η αριστοκρατία, που είχε κάτω από τον έλεγχό της τις εξαγωγές
κυρίως αγροτικών προιόντων. Έτσι οι βαθύπλουτοι άρχοντες ονομαζόντουσαν
Βαλιάνος, Σκαραμαγκάς, Μουσούρης, Σφρέλος, αλλά ποτέ Πετρόφ, ή Ιβάνοφ. Οι
εκατομμυριούχοι του Ταγκαρόγκ έμεναν στην καλή συνοικία, έδιναν δεξιώσεις,
κυκλοφορούσαν με άμαξες, φορούσαν παριζιάνικες τουαλέτες, επιχορηγούσαν το
τοπικό θέατρο κι έστηναν στο ελληνικό νεκροταφείο μνημεία από παριανό μάρμαρο
για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Άλλωστε ο πιο πετυχημένος δήμαρχος
και εξωραιστής της πόλης ήταν ο μουσικός συνθέτης Αχιλλέας Αλλεφάκης.
Ο Πάβελ Εγκόροβιτς Τσέχοφ, έμπορος
θρησκόληπτος και σκληρός πατέρας είχε την έμπνευση να δώσει στους γιούς του τη
μόρφωση, πού -όπως σήμερα τα αγγλικά- θα αποτελούσε το διαβατήριο για τον κόσμο
των επιχειρήσεων.
Από το βιβλίο του Ανρί Τρουαγιά “Τσέχοφ”
(μετ Θωμά Σκάσση Libro1986) διαβάζουμε:
“Απογοητευμένος από την πενιχρή
απόδοση της δουλειάς του, ο Πάβελ Εγκόροβιτς αποφάσισε μια μέρα πως οι γιοι του
έπρεπε να ξεφύγουν από τη μοίρα του παντοπώλη. Έλεγε πως αφού οι πλούσιοι
έλληνες κυριαρχούσαν στην Ταγκαρόγκ, έπρεπε κι αυτοί να παίξουν το παιχνίδι
τους. Αντί να βάλει τον Αντόν και το Νικόλαο σε ρώσικο σχολείο, όπως τον
συμβούλευε δειλά η γυναίκα του, προτίμησε μ' ένα φιλόδοξο υπολογισμό να τους
στείλει σε ελληνικό, όπου θα μάθαιναν τη γλώσσα των επιχειρήσεων.
Αργότερα χάρη στη γνώση αυτής της γλώσσας, θάβρισκαν εύκολα δουλειά σε κάποιο
οίκο εισαγωγών- εξαγωγών και σκαλί- σκαλί θ' ανέβαιναν στις πιο ψηλές θέσεις.
Στο σχέδιό του τον ενθάρρυνε και ο
καθηγητής του σχολείου της ελληνικής παροικίας, ο Νικόλαος Βουτσινάς, ένας
άνδρας χοντρός και κοκκινογένης, φλύαρος και με νεφελώδες παρελθόν. Ήταν
μάλιστα τόσο πειστικός ώστε ο Πάβελ Εγκόροβιτς δέχθηκε -παρ' όλη τη φιλαργυρία-
να προκαταβάλει 25 ρούβλια για δίδακτρα. Ο Αντόν και ο Νικόλαος πήραν λοιπόν το
δρόμο για το εκπαιδευτήριο όπου, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Βουτσινά,
σμιλευόταν η εμπορική αφρόκρεμα της πόλης, κουβαλώντας στους ώμους τους τις
ελπίδες ολόκληρης της οικογένειας.
Στην πραγματικότητα το σχολείο ήταν όλο
κι όλο μια γκρίζα σαραβαλιασμένη αίθουσα όπου συνωστίζονταν 70 ελληνόπουλα, από
6-20 χρονών. Ήταν μοιρασμένα σε πέντε σειρές θρανίων αριθμημένες Ι, ΙΙ, ΙΙΙ κλπ
που καθεμιά τους αντιστοιχούσε σε μια τάξη. Οι μαθητές της Πρώτης σειράς
απάγγελναν δυνατά “άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα” την ώρα που, αυτοί της Πέμπτης
-κάτι γεροδεμένοι μαντράχαλοι με καλοκαμωμένα σώματα και ριγωτές ναυτικές
φανέλες, ψέλλιζαν την Ελληνική Ιστορία.
Ο Βουτσινάς ήταν ο μοναδικός δάσκαλος
του εκπαιδευτηρίου και δίδασκε όλα τα μαθήματα με την ίδια σιγουριά. Μόλις
τοποθέτησε τον εφτάχρονο αντόν και τον εννιάχρονο αδελφό του Νικόλαο στην
“προκαταρκτική σειρά” έδωσε στον καθένα από ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο “Νέο
Αλφαβητάριο” και τους είπε “Αύριο θα μου φέρετε 25 καπίκια για κάθε βιβλίο”.
Αυτή η ομάδα των καβγατζήδικων χαμινιών,
που μιλούσαν μεταξύ τους μιαν άγνωστη γλώσσα και ο δάσκαλος με την πυρόξανθη
γενειάδα, που πηγαινοερχόταν από τη μια
σειρά στην άλλη, μαλώνοντας τους μαθητές και επιβάλλοντάς τους εκπλεπτυσμένες
τιμωρίες -χτυπήματα με το χάρακα στις παλάμες ή το κεφάλι, στα γόνατα πάνω σε
χοντρό αλάτι, η στέρηση του μεσημεριανού φαγητού- τρομοκράτησαν από την πρώτη
στιγμή τους νεοφερμένους. Ο δάσκαλος παρατήρησε γρήγορα πως- παρά τις
επιπλήξεις του- οι δυο μικροί Τσέχοφ δεν είχαν αφομοιώσει το αλφάβητο κι έπαψε
να ασχολείται μαζί τους. Ο Αντόν και ο Νικόλαος είχαν πάρει θέση ανάμεσα στα
στουρνάρια κι έμεναν καθισμένοι με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος ακούγοντας
από τις 9 το πρωί μέχρι τις 3 το μεσημέρι να ξεσπά πάνω από το κεφάλι τους ένας
χείμαρρος λέξεων απ' όπου δεν
καταλάβαιναν τίποτε. Ήταν καλύτερα πάντως απ' ότι στο Παντοπωλείο ή την
εκκλησία.
Μοναδική έγνοια του Αντόν ήταν μήπως
μάθει ο πατέρας τους τις κακές μαθητικές του επιδόσεις. Όταν ο Πάβελ ζήτησε
λίγες βδομάδες αργότερα από το Βουτσινά να του πει τη γνώμη του για τους γιους
του, αυτός τον διαβεβαίωσε με θέρμη πως η διδασκαλία του είχε αρχίσει να
αποδίδει καρπούς. Για να ενισχύσει μάλιστα τα λεγόμενά του έδωσε στα δυο
αδέλφια πιστοποιητικά εξαιρετικής διάκρισης, τα λεγόμενα Βραβεία. Το βραβείο
του Νικόλαου το κοσμούσε το επίθετο “ευσεβής” ενώ ο Αντόν χαρακτηριζόταν
'επιμελής”.
Με την ευκαιρία των χριστουγεννιάτικων
διακοπών, ο Πάβελ Εγκόροβιτς προσκάλεσε μερικούς έλληνες φίλους του για να τους
επιδείξει την πρόοδο που είχαν κάνει οι γιοι του στη γλώσσα του Ομήρου.
Αλίμονο!! Ούτε ο “ευσεβής” Νικόλαος,
ούτε ο “επιμελής” Αντόν κατάφεραν να αρθρώσουν έστω και δυο λέξεις στα
ελληνικά! Ο Πάβελ Εγκόροβιτς, που γελοιοποιήθηκε στα μάτια των καλεσμένων του
ξέσπασε με ολύμπια μανία. Επειδή όμως είχε προπληρώσει τα μαθήματα, ξανάστειλε
τους ενόχους στο σχολείο του Βουτσινά ως το τέλος της σχολικής χρονιάς.”
Από το αυτοβιογραφικό “Η ζωή μου”
διαφαίνεται η θλιβερή εντύπωση του Τσέχοβ γι αυτή την πόλη όπου “Σ' ολόκληρη
την πόλη δε γνώριζα ούτε ένα τίμιο άνθρωπο” και που “Όπου αν πας δεν
ακούς παρά κούλιτ, αβγά, κρασιά Σαντορίνης και μωρά στο βυζί. Ούτε μια
εφημερίδα, ούτε ένα βιβλίο”
Σε
ολόκληρο το έργο του Τσέχοφ δε διακρίνουμε την αγάπη ή το θαυμασμό του για το
ελληνικό πνεύμα. Στα πολλά του ταξίδια ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει την
Ελλάδα, ενώ αυτός -ο λάτρης του Σαίξπηρ - δεν αναφερόταν στους μεγάλους
κλασσικούς μας δραματουργούς. Ήταν αρκετός ένας χρόνος καλής ελληνικής
εκπαίδευσης να προκαλέσει απέχθεια για οτιδήποτε ελληνικό, σε ένα ευαίσθητο
άνθρωπο, όπως ο Τσέχοφ; Ήταν ικανή η γνωριμία του με το εμπορικό δαιμόνιο της
ελληνικής φυλής να αποτρέψει το συγγραφέα από μια βαθύτερη γνωριμία με το
ελληνικό πνεύμα;
Πώς αυτός, ο κήρυκας του μέτρου στην
Τέχνη, δεν ξεδίψασε από τα αριστουργήματα της Τέχνης που -μόνο στην Ελλάδα-
θεοποίησε το Μέτρο, που καιο Τσέχοφ λάτρευε;
Πώς αυτός, ο Ιπποκρατικός γιατρός δεν
ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει καλύτερα την Ιατρική φιλοσοφία, που στην Ελλάδα
γεννήθηκε και που ο ίδιος εφάρμοζε; Γιατί -ας μη ξεχνάμε- ότι ο Τσέχοφ μονάχα
στην αρχή άσκησε την Ιατρική σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Ήταν η εποχή που
αρθρογραφούσε με ψευδώνυμα κι έγραφε στον αδελφό του : “Εκτός από την
Ιατρική, που είναι η νόμιμη σύζυγός μου, έχω και μιαν ερωμένη, τη Λογοτεχνία,
αλλά δεν την υπολογίζω, γιατί όσοι ζουν παράνομα, έτσι και θα χαθούν μέσα στην
παρανομία.”
Βέβαια
στην περίπτωση του Τσέχωφ οι όροι σύντομα αντεστράφησαν και η παράνομη ερωμένη,
η Λογοτεχνία, του προσπόριζε πλούσια τα προς το ζην, ενώ συνέχισε την άσκηση
της Ιατρικής δωρεάν για χάρη των μουζίκων. Αυτή η ανιδιοτελής προσφορά από έναν
άθεο σκεπτικιστή, από ένα μη στρατευμένο συγγραφέα, μόνο σαν συνέπεια του
Ιπποκρατικού ιδεώδους μπορεί να ερμηνευτεί.
Η ειρωνία είναι ότι αναφορά ελληνικού
ονόματος γίνεται και σε γράμμα του με ημερομηνία 7-19 Απριλίου 1887 όπου γράφει “Το δοχείο νυκτός δεν
επιτρέπεται παρά στα όνειρα ή τη φαντασία. Μόνο σε δυο ανθρώπους στο Ταγκατόγκ
επιτρέπεται αυτή η πολυτέλεια: στο διοικητή της φρουράς και στον Αλλεφάκη (σ.σ. Δήμαρχος της πόλης από το 1880).
Οι υπόλοιποι ή πρέπει να κατουρηθούν στα κρεβάτια τους ή να γκρεμοτσακιστούν
στην άκρη του κόσμου”.
Αυτά
την ίδια εποχή που έγραφε “To οικογενειακό
μου όνομα και το οικόσημο το αφιέρωσα στην Ιατρική, που δε θα την εγκαταλείψω
ποτέ μέχρι τον τάφο. ¨οσο για τη Λογοτεχνία, αργά ή γρήγορα θα την αποχωρισθώ.”
Είναι ευτύχημα που τελικά η Λογοτεχνία
δεν αποχωρίστηκε τον Τσέχοφ, ούτε και όταν η Φυματίωση τον ανάγκασε να
εγκαταλείψει την Ιατρική. Γιατί γιατρός γίνεσαι, ενώ λογοτέχνης και μάλιστα του
διαμετρήματος του Τσέχοφ, γεννιέσαι και καμιά πλαγία οδός δε θα σου δώσει τη
σφραγίδα αυτής της δωρεάς. Η Παράνομη αυτή αγάπη της Τέχνης του Λόγου ποτέ δε
χάνεται. Είναι η Μοίρα του συγγραφέα και μάλιστα με την έννοια του αρχαίου
ελληνικού λόγου. “Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον” Ακριβώς όπως τόσο αποκαλυπτικά
απεικονίζεται σε κάθε έργο αυτού του μεγάλου συγγραφέα. Και η αυλαία ποτέ δεν
πέφτει για τα οράματά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου