"Ένα από τα πιο παράξενα βιβλία που
έχουν ποτέ γραφτεί, είναι οι σημειώσεις με φράσεις από όνειρα «Μια χρονιά που τη μίλησε η
νύχτα» του Πέτερ Χάντκε. Αποτελείται από περίπου 500 σύντομες
προτάσεις, εκκλήσεις, διαλόγους και ιστορίες μινιατούρες. Είναι περίεργες,
βαθυστόχαστες και συχνά τελείως παράλογες. Η ανάγνωσή τους επιφυλάσσει μια
ιδιαίτερη περιπέτεια: αρχίζει κι o ίδιος ο αναγνώστης να ονειρεύεται, να
συλλογίζεται και –όχι λίγες φορές– να κρυφογελά:
«Moυ κουβάλησα αυτή τη γυναίκα στο σπίτι ειδικά για τη νύχτα: σύζυγος. Και
τώρα εσύ την προσβάλλεις». Και: «Αυτή χρειάζεται είκοσι δευτερόλεπτα για να
πέσει. Ο δικός μας έχει πέσει χάμω σε ένα». Υπάρχουν προτάσεις που
περιγράφουν μια ολόκληρη ιστορία: «Πολύ αργά. Είναι τα πάντα κλειστά. Τι να
κάνουμε; Στο σπίτι μου δεν μπορούμε να πάμε». Ή: «Έχει αέρα εδώ.» - «Από κάθε
άποψη.» - «Τι θα κάνεις απόψε το βράδυ;» - «Θα πάω στο Λένμπαχ.» - «Πού είναι
το Λένμπαχ;».
Πιο όμορφες είναι όμως οι σκηνές ενός ελεύθερου και ελαφρού παραλογισμού: «Τι
ψάχνεις ανάμεσα στις καστανιές;» - «Την Αλίκη» - «Να την, εδώ!» - «Όχι, αυτή
η καστανιά είναι πολύ γέρικη – δε μπορεί να είναι αυτή η Αλίκη».
Εύκολα μπορεί να ειπωθεί ό, τι δεν είναι αυτό το βιβλίο: μια συλλογή με
αφορισμούς, μια εικονοπλαστική πρόζα. Είναι ένα βιβλίο για τα όνειρα, τρελό
και λογικό όπως κι αυτά, όμορφο και στοιχειωμένο όπως η πτήση των σκέψεων μες
στο κεφάλι μας, λίγο πριν να ξυπνήσουμε. Στο μισόφωτο της νύχτας βλέπει
κανείς με άλλο τρόπο απ’ ό ,τι στο φως της ημέρας.
Ε: Στο βιβλίο σας περιέχονται
προτάσεις που έχετε ονειρευτεί. Πώς τις βρήκατε;
Π.Χ.: Με ξύπνησα.
Ε: Βάλατε το ξυπνητήρι;
Π.Χ.: Όχι, αφουγκράστηκα μέσα μου κατά κάποιο τρόπο και ξύπνησα – κάποιες
φορές μέσα στη νύχτα, άλλοτε νωρίς το πρωί. Σκέφτηκα αρχικά τις προτάσεις και
τις εικόνες κι ύστερα τις κατέγραψα. Αργότερα τις έστρωσα μόνο γραμματικά.
Κατά τα άλλα δεν έκανα καμιά άλλη παρέμβαση πάνω τους.
Ε: Πρόκειται για υλικό ερμηνείας
ονείρων;
Π.Χ.: Κάτι τέτοιο δεν το έχω σκεφτεί. Με απασχολούν οι σημειώσεις, γιατί
αφορούν τη γλώσσα των ονείρων – μια προλογοτεχνική φόρμα. Έχω συχνά για μέρες
στο μυαλό μου τέτοιες νυκτερινές προτάσεις, όπως για παράδειγμα: «Το φως θα
έπρεπε να στέκει πάνω απ’ όλους τους ανθρώπους, όπως σ’ έναν Ντακότα».
Ε: Τι είναι αυτό;
Π.Χ.: Δεν ξέρω.
Ε: Έχει να κάνει με έναν Ινδιάνο –
έναν Ντακότα;
Π.Χ.: Ίσως.
Ε: Γνωρίζετε άλλα βιβλία που να
μπορούν να συγκριθούν με το δικό σας;
Π.Χ.: Νομίζω, πως δεν έχει γράψει κανένας ως τώρα κάτι τέτοιο. Υπάρχει όμως
μια αθέλητη, μια τυχαία συγγένεια με τον Κάφκα.
Ε: Κάποια πράγματα στο βιβλίο σας είναι το ίδιο παράδοξα όπως στον Κάφκα.
Π.Χ.: Ο Κάφκα δεν είναι παράδοξος. Συνεχίζουν να λένε, πως οι ακροατές του
γελούσαν, γιατί η πεζογραφία του ήταν αστεία. Όχι, δεν γέλαγαν με το αστείο,
αλλά με την αλήθεια. Όταν κάτι είναι χτυπητό, τότε γελάμε. Σύμφωνα με τον
Γκαίτε, το χιούμορ είναι το γνώρισμα μιας τέχνης που μειοδοτεί. Η τέχνη του
Κάφκα είναι τόσο αγνή, που θέλει κανείς να γελάσει.
Ε: Δεν σας αρέσει το χιούμορ;
Π.Χ.: Όχι στην λογοτεχνία. Στον θεμελιωτή δεν υπάρχει χιούμορ – ούτε καν
ειρωνεία.
Ε: Και ο Τόμας Μαν;
Π.Χ.: Τον ξαναδιάβασα πριν λίγο καιρό. Δεν μου αρέσει αυτή η υπεροπτική,
μακάρια μέσα στην ομορφιά της, πεζογραφία. Προϋποθέτει βέβαια κι αυτή
ικανότητες, μα μέσα της δεν φυσά το παραμικρό αεράκι – Θέλετε τσάι;
Πηγαίνει στην κουζίνα για να ετοιμάσει το τσάι. Κατοικεί στο Σαβίλ, ένα
προάστιο στην νοτιοδυτική πλευρά του Παρισιού. Στο πλάι μιας πολύβουης οδού
ανοίγεται ξαφνικά μεταξύ διώροφων κατοικιών ένας ιδιωτικός δρόμος με κωνοφόρα
που οδηγεί σε μια πύλη σκεπασμένη με πυκνό κισσό. Δύσκολα μπορεί κανείς να
φανταστεί το όμορφο σπίτι που βρίσκεται πίσω από το φράχτη στο κέντρο μιας
έκτασης με μηλιές, χτισμένο γύρω στα 1900.
Το παλιό τραπέζι φαγητού που καθόμαστε, βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο χώρο που
καταλαμβάνει όλο το ισόγειο και αφήνει σχεδόν από κάθε πλευρά οπτική πρόσβαση
στον κήπο. Τα γειτονικά σπίτια δε φαίνονται σχεδόν.
Δεν θα μπορούσε να πει κανείς πως το δωμάτιο είναι επιπλωμένο. Υπάρχει ένας
καναπές, μερικές καρέκλες, κάποιο κιλίμι ενδιάμεσα, παντού όμως υπάρχουν
στήλες, σαν βωμοί από βιβλία και κάδρα, χτισμένοι με διάφορα ευρήματα και
αναμνηστικά. Έχει κανείς την αίσθηση πως εδώ κατοικεί ένα πνεύμα αισθησιακό,
κάποιος που δίνει σημασία στα χρώματα, τις φόρμες και τις οπτικές γωνίες.
Πάνω στο τραπέζι βρίσκονται παράλληλα μεταξύ τους απλωμένα μολύβια γραφής και
σχεδίου και παραδίπλα, κολλημένα πάνω σε ένα πάτο για μπύρα, κάποια παράξενα
γεωμετρικά σχήματα που θυμίζουν παγόδες. Είναι σπόροι ευκαλύπτου, απαντά στην
απορία μου ο Χάντκε.
Ε: Γιατί συναντήσατε το 1996 τον
διεθνώς καταζητούμενο για εγκλήματα πολέμου Κάραζιτς;
Π.Χ.: Ήθελα να πληροφορηθώ για αγνοούμενους Βόσνιους Μουσουλμάνους. Του
παρέδωσα μια λίστα με ονόματα κι εκείνος υποσχέθηκε πως θα ενδιαφερθεί για
την υπόθεση. Δεν έγινε όμως κάτι. Η αποστολή μου έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, γι’
αυτό και δεν έγραψα τίποτα για το συγκεκριμένο θέμα - δεν αρνήθηκα όμως να
μιλήσω γι’ αυτό σ’ όποιον ζήτησε να μάθει.
Ε: Κάνατε αρκετές προσπάθειες τέτοιου
είδους.
Π.Χ.: Ναι, συνάντησα ένα Σέρβο στρατηγό στο Σαράγιεβο που είχε πολεμήσει στο
πλευρό των Μουσουλμάνων. Επιπλέον ήθελα να μιλήσω με τον μουφτή της πόλης – η
συνάντηση όμως ματαιώθηκε εξαιτίας πίεσης χρόνου. Τίποτα σ’ αυτό το ταξίδι
της συνάντησης με τον Κάραζιτς δεν ήταν συνωμοτικό, όπως υποστηρίχτηκε μέσα
από τις επιφυλλίδες των εφημερίδων. Ακόμη γράφτηκε πως παρασημοφορήθηκα –
κάτι που δεν συνέβη, όπως εξάλλου ούτε και το ότι άφησα ένα τριαντάφυλλο πάνω
στο φέρετρο του Μιλόσεβιτς. Το να γράφεται κάτι τέτοιο είναι σαν να θέλει να
ρίξει κάποιος λάδι στη φωτιά.
Ε: Το νέο θεατρικό σας έργο «Η θύελλα
διαρκεί ακόμη» διαπραγματεύεται το θέμα των Σλοβένων προγόνων σας -
αναφέρεται στον πόλεμο, στην αντίσταση κατά των Ναζί, στις συγκρούσεις μέσα
στην οικογένεια. Έχει επίσης το χαρακτήρα μιας αντιπαράθεσης με τη σύγχρονη
ιστορία.
Π.Χ.: Αντιπαράθεση; Είναι μια θύελλα κατά της ιστορίας, κατά της ιστορίας σαν
προοδευτική κατηγορία.
Ε: Οι νεκροί εμφανίζονται σαν να είναι
ακόμη εν ζωή, και εσείς, ο συγγραφέας και απόγονος, μιλάτε μαζί τους.
Π.Χ.: Είμαι ένας υποστηρικτής της λατρείας των προγόνων. Θα ήθελα να
συνομιλήσω μαζί τους, γιατί ήταν σπουδαίοι άνθρωποι που καταστράφηκαν. Γι’
αυτό κι αισθάνομαι υποχρέωση απέναντί τους.
Ε: Στο ημερολόγιο σας «Χθες καθ’
οδόν», η μητέρα και η γιαγιά σας κοιτάζουν στη γη απ’ τον ουρανό και βρίσκουν
διασκεδαστικές τις αδιάκοπες πεζοπορίες σας. Λένε: «Μα τί κάνει πάλι αυτός;»
και μετά από ένα διάλειμμα προσθέτουν: «Ε, έτσι είναι αυτός…». Στα βιβλία σας
οι πρόγονοι εμφανίζονται συχνά. Από πότε αρχίσατε να ενδιαφέρεστε γι’ αυτό;
Όσο είναι κανείς νέος, συνήθως δεν τον απασχολούν οι γέροι.
Π.Χ. Εμένα με απασχολούσαν. Αυτό το οφείλω στη μητέρα μου, η οποία μίλαγε
πολύ για τους νεκρούς, για τους αδελφούς της που υπεραγαπούσε και οι οποίοι
είχαν πέσει στον πόλεμο. Μίλαγε και μίλαγε – με κάθε λεπτομέρεια. Η ζωή των
νεκρών με απασχολούσε πάντα και ήδη οι «Σφήκες», το πιο παλιό μου
μυθιστόρημα, βασίζονται σε μια ιστορία που μου είχε διηγηθεί η μητέρα μου,
την οποία είχα μάλιστα αργότερα και ονειρευτεί.
Ε: Στο βιβλίο της θύελλας βρίσκονται
στο επίκεντρο οι πρόγονοι από την πλευρά της μητέρας σας. Ο πατέρας σας
παρουσιάζεται μόνο στο περιθώρι.
Π.Χ.: Αυτό θα ήταν μια άλλη ιστορία. Πρόσφατα έγραψα ένα διήγημα, του οποίου
ο ήρωας είναι ένας ηθοποιός που τον απασχολεί πολύ ο πατέρας του.
Ε: Όταν λέτε τη λέξη «πατέρας», ποιόν
έχετε στο μυαλό σας; Τον πατριό σας Μπρούνο Χάντκε ή το βιολογικό σας πατέρα;
Π.Χ. Τον γεννήτορά μου – ό, τι όνομα κι αν του δίνει κανείς.
Ε: Τον γνωρίσατε;
Π.Χ.: Τον είχα μερικές φορές επισκεφθεί και είχαμε μάθει να σεβόμαστε ο ένας
τον άλλο. Ήταν ένας κάπως νευρικός άνθρωπος, καλός χορευτής - ένας γυναικάς.
Μου άρεσε. Ήταν τραπεζίτης και είχε μια μεγάλη Μερσεντές. Ζούσε στη Βόρεια
Γερμανία.
Ε: Τί ηλικία είχατε τότε;
Π.Χ.: Περίπου 19.
Ε: Επιδιώξατε εσείς τη συνάντηση;
Π.Χ.: Ναι, ήθελα να τον γνωρίσω και εξαιτίας των εμπειριών που είχα με τον
πατριό μου.
Ε: Με τον οποίο δεν τα πηγαίνατε
ιδιαίτερα καλά…
Π.Χ. Ήμουν στην εφηβεία και ο αλκοολισμός του ήταν κάτι τρομακτικό. Δεν είχε
πατρίδα. Κατάγονταν από το Βερολίνο και οι πρόγονοι του από το Σλέζιεν. Το
όνομα Χάντκε προέρχεται από εκεί. Υπάρχει μάλιστα κι ένας Μπαρόκ ζωγράφος από
την ίδια περιοχή που ονομάζεται έτσι. Εξαιτίας της βερολινέζικης προφοράς του
έζησε στην Αυστρία σαν περιθωριακός - ήταν τελείως μόνος. Τώρα το
αντιλαμβάνομαι σωστά, δηλαδή το αντιλήφθηκα όταν επρόκειτο να πεθάνει. Ήμουν
άδικος μαζί του. Σαν παιδί τον συμπαθούσα πολύ, μου άρεσε η μυρωδιά του –
ήταν επιπλοποιός και μύριζε ξύλο. Όμως ύστερα είδα πώς έπινε τα χρήματα, ότι
κυριάρχησε η φτώχια, ότι χτύπαγε τη μητέρα μου. Θα ήμουν έντεκα ή δώδεκα
χρονών όταν άκουγα τον ήχο από τα χαστούκια στο διπλανό δωμάτιο. Δε μπορώ να
το ξεχάσω.
Ε: Είστε ακόμη θυμωμένος μαζί του;
Π.Χ.: Δεν του κρατάω κακία. Η δυστυχία
των ανθρώπων είναι τόσο μεγάλη! Μακάρι να μπορούσε κάποιος να τους αγκαλιάσει
όλους! Δεν υπάρχει όμως κανένας που να το μπορεί. Κι επειδή τώρα μιλάμε για
τον πατριό μου και τα σχετικά: μια από τις πιο όμορφες προτάσεις που έχω
διαβάσει στον John Cheever είναι: η διήγηση δεν είναι επαναδιήγηση. To tell a
story is revelation, είναι αποκάλυψη. Μέσα σε κάθε ιστορία, ακόμη και σε
αυτήν που δεν έχει υπάρξει – για ν’ αποφύγω το «δεν είναι ρεαλιστική» –
πρέπει να υπάρχει μια αποκάλυψη. Το βλέμμα του αναγνώστη πρέπει να μπορεί ν’ ανακαλύψει
κάτι απ’ τον άνθρωπο, κάτι που είχε ίσως προαισθανθεί, αλλά που δεν του ήταν
ξεκάθαρο. Αλλιώς δεν πρόκειται για βιβλίο, ούτε και για διήγηση. Σας τα λέω
αυτά γιατί έχω την αίσθηση πως θέλετε να με οδηγήσετε στα ίχνη της
επαναδιήγησης. Διήγηση σημαίνει αποκάλυψη ακόμη και γι’ αυτόν που διηγείται:
πρέπει κι ίδιος να εκπλαγεί με αυτό που διηγείται.
Ε: Μια και μιλάτε για αποκάλυψη – η λέξη έχει και θρησκευτικό περιεχόμενο.
Π.Χ.: Χωρίς αποκάλυψη δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Χωρίς αυτήν δεν θα είχε το γράψιμο
για μένα νόημα. Ίσως δεν είναι «αποκάλυψη» η πιο κατάλληλη λέξη, αλλά η
«έκπληξη» δεν αρκεί σαν λέξη. Η λέξη αποκάλυψη δεν έχει μόνο θρησκευτικό
περιεχόμενο. Έχει να κάνει με την ανακάλυψη του ανθρώπου. Για μένα οι πιο
όμορφες στιγμές στο διάβασμα ή και στον κινηματογράφο είναι, όταν μαθαίνω πως
ο άνθρωπος που μοιάζει να έχει προσδιοριστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,
γίνεται ξαφνικά κάποιος απόλυτα διαφορετικός. Ίσως θα ήταν προτιμότερο, αν
αντί για αποκάλυψη λέγαμε revelation.
E: Μα σημαίνει το ίδιο ..!
Π.Χ.: Βέβαια. Ο Cheever ήταν ένας ευλαβής άνθρωπος. Δεν υπάρχει πιο εσωτερική
θρησκευτική πεζογραφία απ ‘ αυτήν του Cheever. Είναι κάτι μεγαλειώδες.
Ε: Είστε ένας θρήσκος συγγραφέας;
Π.Χ.: Δεν θα απαντήσω στην ερώτηση.
Ε: Το θρησκευτικό στοιχείο, ακόμη κι
αν δεν είναι πάντα άμεσα έκδηλο, εμφανίζεται στο έργο σας συνεχώς.
Π.Χ.: Μόνο φευγαλέα μπορεί να το θίξει κανείς. Μου δίνει στα νεύρα όταν
κάποιος λέει απλά μόνο ότι είναι θρήσκος, όταν δεν διηγείται τί σημαίνει κάτι
τέτοιο; Το καθοριστικό είναι η διήγηση. Όταν συμμετέχω στη Θεία Λειτουργία
είναι για μένα μια στιγμή εξαγνισμού χωρίς προηγούμενο. Όταν ακούω τα λόγια
της Αγίας Γραφής, τις Επιστολές των Αποστόλων, τα Ευαγγέλια, όταν ζω από
κοινού τη Μετουσίωση, τη Μετάληψη, όταν στο τέλος ακούω την ευλογία
«Πορευθείτε εν ειρήνη», σκέφτομαι τότε, ότι πιστεύω στη Λειτουργία. Δεν ξέρω
αν πιστεύω στο Θεό, αλλά στη Λειτουργία πιστεύω. Η Θεία Ευχαριστία είναι για
μένα πιο συναρπαστική, τα δάκρυα, η χαρά που νιώθει κανείς είναι πιο αληθινά,
πιο πραγματικά από την επίσημη θρησκεία. Ξέρω πως όταν μιλάω έτσι έχω διαβεί
μια λεπτή διαχωριστική γραμμή – όμως, το υπερασπίζομαι αυτό το εγχείρημα.
Ε: Προτιμάτε την παλιά ή τη νέα μορφή Θείας Λειτουργίας;
Π.Χ.: Δεν έχω μια ιδεολογική άποψη πάνω σ’ αυτό. Το Μυστήριο της πίστης,
σύμφωνα με τη Μετουσίωση, μπορεί να βιωθεί από τους ανθρώπους αν ο ιερέας
στρέφεται, αν απευθύνεται στους ανθρώπους. Μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι
πικραίνονται που έχει χαθεί η μη προσιτότητα του ιερέα ως μεσολαβητή. Είναι
παράδοξο: ο μη προσιτός μεσολαβητής. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να μείνει
απρόσιτος αν απευθύνεται στην κοινωνία των πιστών.
Ε: Όση ώρα, δηλαδή, υπάρχει η αίσθηση
πως εκείνη τη στιγμή είναι ένα άλλο άτομο.
Π.Χ.: Αυτό είναι το καίριο. Όταν ο ιερέας αρχίζει να γίνεται οικογενειακός, η
αποκάλυψη με εγκαταλείπει. Η ιερή στιγμή χάνεται. Ο Martin Mosenbach έχει
γράψει ένα ωραίο δοκίμιο για τις αγιογραφίες, όπου παρουσιάζει πως κύριο
μέλημα των ζωγράφων – μοναχών ήταν να διατηρήσουν, να συγκρατήσουν το Ιερό,
την καθαρότητα του προσώπου. Η βίωση ενός προσώπου μπορεί να είναι για μένα η
σωτηρία, είναι μια αποκάλυψη κι έχει σαν αποτέλεσμα το ότι γράφω. Το
καθοριστικό κατά τη γνώμη μου είναι το πρόσωπο του άλλου.
Ε: Είναι απαραίτητο να τον γνωρίζετε;
Π.Χ. Όχι - και βέβαια όχι. Μπορεί να τον γνωρίζω και ίσως να μου παραείναι
μάλιστα γνωστός, αν τον βλέπω όμως πραγματικά τότε αυτή η γνωριμία δεν
υπάρχει, γιατί μου γίνεται γνώριμος με άλλο τρόπο. Αυτό συμβαίνει καμιά φορά,
δε μπορεί όμως κανείς να το ψάξει παρά μόνο να το βρει.
Ε: Θα έλεγα πως αυτή είναι μια σκέψη
φιλική προς τον άνθρωπο.
Π.Χ. Ναι, νιώθω όμως, καθώς τα χρόνια περνούν, πως υφέρπει μια μισανθρωπία κι
αυτό είναι κάτι που δε μου αρέσει σε μένα – είναι η μικρή μου πάλη.
Ε: Από τί προέρχεται;
Π.Χ. Από την ερεθιστικότητα που πάντα υπήρχε ή γιατί κανείς πιστεύει πως έχει
ήδη δει πάρα πολλά, ενώ στην πραγματικότητα κανένας δεν μπορεί να δει αρκετά.
Το να βλέπεις δεν είναι και τόσο απλό, όσο κανείς σκέφτεται.
Ε: Σ’ ένα βιβλίο σας λέτε: «Κοίτα
λοιπόν! Κοίτα!... Δεν κοίταξες…».
Π.Χ.: Πρέπει να φτάσει κανείς στο σημείο να κοιτάζει το ίδιο όπως φτάνει και
στο να περπατά: με το να πηγαίνει, δεν προχωρεί ακόμη κανείς αλλά αρχίζει το
βάδισμα. Έτσι κι όταν κάποιος κοιτάζει, δεν κοιτάζει ακόμη αλλά αρχίζει το
κοίταγμα. Όπως λέει ο Γκαίτε: «από τη θεώρηση προέρχεται η θεωρία». Αυτό δεν
έχει να κάνει με την προοπτική που έχει κανείς ψηλά από πύργους – το κοίταγμα
είναι δυνατό κι απ’ την προοπτική του βατράχου: ένας που βρίσκεται στο χώμα,
βλέπει συχνά πιο μακριά από κάποιον που στέκεται στα τεντωμένα του πόδια.
Ε: Αναγνωρίζει κανείς ευκολότερα ένα
πρόσωπο αν ήταν για μεγάλο διάστημα μόνος; Στη μεγαλούπολη υπάρχουν τόσα
πολλά πρόσωπα, που συχνά δεν τα βλέπει κανείς πια.
Π.Χ. Μπορεί να συμβεί παντού. Κανένας δεν ξέρει πού.
Ε: Είναι δυνατόν να εξασκηθεί κανείς
σ’ αυτό;
Π.Χ.: Όχι. Όμως μπορεί να νουθετήσει τον εαυτό του, να μην αφεθεί να
βουλιάξει στη μισανθρωπία, στην ερεθιστικότητα. Για μένα είναι σημαντικό αυτό
να το σταματήσω. Όμως δεν έχει να κάνει με κάτι από Γιόγκα και δεν ξέρω, αν
βελτιώνεται με το να είναι κάποιος μόνος.
Ε: Εσείς ήσασταν για τρία χρόνια σε
διαρκή κίνηση – πάντα κάπου πηγαίνατε – και πάντα μόνος.
Π.Χ.: Ναι, αλλά δεν είχα ποτέ μοναξιά. Όσο μεγαλώνει κανείς νιώθει συχνά
μοναξιά, ακόμη κι όταν είναι με άλλους: πάει σ’ ένα πάρτι και σε πέντε λεπτά
έχουν συζητηθεί όλα τα θέματα της ημέρας: οι «τόποι», όπως λέει ο Doderer.
Μετά απ’ αυτό αρχίζει κανείς τις ρητορίες. Τότε προκύπτει το συναίσθημα της
μοναξιάς, κι εγώ σκέφτομαι: μα τί κάνω εδώ;
Ε: Στο ημερολόγιο σας διηγείστε τη
σκηνή που κοιτάζετε από ένα χειμωνιάτικο δρόμο στο Κέιμπριτζ μέσα σ’ ένα
ζεστό δωμάτιο και παρατηρείτε πώς φιλά μια γυναίκα τον άνδρα της που κάθεται
σε μια πολυθρόνα και διαβάζει. Δεν αισθανόσασταν τότε μοναξιά; Δεν νιώθετε
φθόνο τέτοιες στιγμές;
Π.Χ.: Όχι, αντιθέτως χαίρομαι. Το πολύ να σκεφτώ πως δεν αξίζει στον άνδρα
μια τόσο όμορφη γυναίκα, όμως αυτό δεν είναι φθόνος – το βρίσκω μόνο άδικο. Ο
φθόνος είναι αναπόφευκτος. Δεν είμαι εναντίον του φθόνου αλλά ενάντια στην
τσιγγουνιά. Όταν οι άνθρωποι λένε πως δεν αισθάνονται φθόνο, δεν τους
πιστεύω. Πρέπει να παίξει κανείς και μ’ αυτόν: μέσα του υπάρχει η ανωτερότητα
που απορρέει από την αποδοχή της ύπαρξής του επειδή κάποιος τον έχει βιώσει.
Ο Γκαίτε έλεγε, πως το μόνο που βοηθά ενάντια στα προσόντα του άλλου είναι το
να τα αγαπήσει κανείς. Αυτό ίσως να είναι λιγάκι υπερβολικό, όμως θα όφειλε
κανείς να τα αναγνωρίσει και να χαίρεται γι’ αυτά. Προσωπικά, αυτό δε μου
έχει συμβεί πολύ καιρό με κάποιο βιβλίο, στον Cheever ήταν όμως έτσι.
Ε: Σας αρέσουν οι Αμερικάνοι συγγραφείς;
Π.Χ.: Όχι οι σύγχρονοι. Σκέφτομαι συχνά πόσο όμορφη θα ήταν η λογοτεχνία
χωρίς όλα αυτά τα ιστορικά, οικογενειακά και κοινωνικά μυθιστορήματα. Ίσως
στην εποχή του Fontane να ήταν θεμιτό, σήμερα όμως είναι μια μορφή ενός
πολιτισμού σε κάμψη. Έχω μεταφράσει Walker Percy – πρόκειται για έναν
θαυμάσιο συγγραφέα. Και επίσης αγαπώ τον Thomas Wolfe. Τα βιβλία τους έχουν
ένα λυρικό στοιχείο – κάτι το οποίο είναι απαραίτητο. Κάτι που στον Jonathan
Franzen π.χ. δεν υπάρχει καθόλου, γιατί ακολουθεί μια πεπατημένη, ένα σχήμα.
Ακόμη και ο Philip Roth είναι ένας conferencier σε τελική ανάλυση. Το
διάβασμα είναι μια περιπέτεια. Σε ένα βιβλίο, ακόμη και σ’ ένα κοινωνικό
μυθιστόρημα, πρέπει να περιέχεται η κίνηση της αναζήτησης. Δεν υπάρχει επική
λογοτεχνία χωρίς λυρικό στοιχείο. Κι αυτό είναι κάτι που έχει πλήρως χαθεί
από την αμερικάνικη λογοτεχνία. Πρέπει να υπάρχουν εκρήξεις και όχι αυτό το
γράψιμο κατόπιν συνταγής. Κάτι πρέπει να ξεκινά από τον συγγραφέα κάτι που να
προέρχεται από την αίσθηση της δικής του απώλειας ή του πόνου του. Δεν αρκεί
αν κάποιος βλέπει μόνο την κατασκευή, το στήσιμο.
Ε: Όμως και η τεχνική είναι μέρος του
συνόλου…
Π.Χ.: Η τεχνική υπηρετεί μόνο στο να μην κάνει κάποιος κάτι. Προϋπόθεση είναι
να αγαπά ο συγγραφέας τα πρόσωπα που χρησιμοποιεί. Ο Stendhal, για
παράδειγμα, αγαπά τους ανθρώπους του και αυτό είναι ακριβώς εκείνο που κάνει
τη διαφορά στα μυθιστορήματά του.
Ε: Αγαπά ο Flaubert τη Μαντάμ Μποβαρύ;
Π.Χ.: Δεν ξέρω. Όμως «Νοέμβριος», το πρώτο βιβλίο του, διαπνέεται από έναν
απίστευτο ερωτισμό. Ο τρόπος που περιγράφει ένα γυναικείο σώμα υπερβαίνει
κάθε πίνακα του Gourbet, ενώ στην ουσία περιγράφει μόνο το ρίγος της
γυναίκας. Πιστεύω πως ο Flaubert φοβήθηκε τότε τόσο πολύ τη γυναίκα που
έπρεπε να γράψει τη Μαντάμ Μποβαρύ, όμως με τέτοιο τρόπο λες κι ο ίδιος
βρισκόταν σ’ ένα άλλο αστέρι.
Ε: Πώς δημιουργούνται τα βιβλία σας,
έχετε κάποιο πλάνο;
Π.Χ.: Είναι σαν να μπαίνει κανείς σε ένα δρόμο και να τον προχωρά. Μοιάζει
σαν μια καταβύθιση σε ένα άλλο στοιχείο.
Ε: Αυτό γίνεται κατόπιν μιας εντολή;
Π.Χ.: Ναι, είναι μια αόριστη εντολή που την μετατρέπω ενώ προχωρώ σε αξίωμα.
Ε: Ποιός δίνει την εντολή;
Π.Χ.: Σίγουρα όχι ο Πάπας ή ένας ομοσπονδιακός προπονητής - αλλά ούτε και
κάποιος πολιτικός. Θα μπορούσα να σας αναφέρω ένα σωρό από αυτούς που σίγουρα
δεν είναι…
Ε: Κάνετε μια διάκριση ανάμεσα σ’ αυτό
που απασχολεί εσάς κι αυτό που απασχολεί τον αναγνώστη;
Π.Χ. Με σκέφτομαι σαν να ήμουν αναγνώστης.
Ε: Φέρνετε μπροστά στα μάτια σας τον ιδανικό αναγνώστη;
Π.Χ. Μπροστά στα μάτια μου, όχι. Τώρα, ας πούμε, που σας βλέπω δε σκέφτομαι:
αυτός είναι ο ιδανικός αναγνώστης. Ο ιδανικός αναγνώστης θα μπορούσε όμως να
υπάρχει αλλά δεν θα τον είχα ποτέ μπροστά μου: είναι μάλλον ένα αστρικό σώμα,
μια αστρική μορφή, κάτι ενεργειακό. Για μένα είναι ο αναγνώστης και όχι ο
ποιητής η ανώτατη αρχή στην λογοτεχνία.
Ε: Κάποιοι συγγραφείς φαντάζονται έναν αναγνώστη για τον οποίο γράφουν κάτι
που θα όφειλε να έχει επίδραση πάνω του.
Π.Χ.: Κι εγώ θα ήθελα να έχω επίδραση – πρέπει όμως η λογοτεχνία να είναι
στην υπηρεσία του αναγνώστη; Δεν ξέρω. Οι εποχές άλλαξαν. Ο Τολστόι και ο
Ντοστογιέφσκι έγραφαν σε περιοδικά. «Οι Κοζάκοι» έχουν τόσο σύντομα κεφάλαια
όσο έπρεπε να είναι και το μήκος των άρθρων του περιοδικού. Σέβομαι απολύτως
αυτό που έκαναν, δεν θα μπορούσα να το κάνω όμως εγώ.
Ε: Θα μείνετε πια στο Παρίσι;
Π.Χ. Ναι, ζω εδώ πάνω από 20 χρόνια – για την ακρίβεια 20 χρόνια και επτά
μήνες.
Ε: Έχετε επαφές με άλλους λογοτέχνες στο Παρίσι;
Π.Χ. Συμβαίνει κι αυτό κάποιες φορές – κάθε δυο χρόνια ίσως.
Ε: Πολλοί συγγραφείς στη Γερμανία
πηγαίνουν να ζήσουν στο Βερολίνο ελπίζοντας να βρουν εκεί ερεθίσματα από
άλλους συγγραφείς, εκδοτικούς οίκους και διανοούμενους.
Π.Χ.: Ερεθίσματα από …εκδοτικούς οίκους; Εγώ έχω περισσότερα από τις σφήκες!
– Διαβάζω κι αυτό μου είναι αρκετό σαν επαφή.
Ε: Τί σημαίνει «πατρίδα» για σας; Πού
αισθάνεστε στο σπίτι σας;
Π. Χ.: Στο γραφείο – συχνά, αλλά όχι πάντα. Η επικίνδυνη πατρίδα μου είναι το
γράψιμο. Η πατρίδα πρέπει να είναι επικίνδυνη: ακούγεται παράδοξο, αλλά δεν
είναι ένα επιπόλαιο παράδοξο όπως έλεγε ο Νίτσε, αλλά ένα έγκυρο. Σε ένα έργο
μου ο παππούς ωρύεται κατά της λέξης πατρίδα: έχει χορτάσει πια απ’ αυτή τη
λέξη και του αρέσει περισσότερο, όπως κι εμένα άλλωστε, η λέξη εστία.
Σημείωση: Συνέντευξη στον δημοσιογράφο
Ούλριχ Γκράινερ, που δημοσιεύτηκε στη γερμανική εφημερίδα die Zeit, την 1η
Δεκεμβρίου 2010.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου