Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Ο ποιητικός λόγος του Βάσου Λυσσαρίδη


 
Του Μανώλη Μ. Στεργιούλη,Φιλολόγου – Σχολικού Συμβούλου

Από την «Φιλολογική», Τεύχος 120, Δεκέμβριος 2012

 

Ο Βάσος Λυσσαρίδης ως πολιτική και πνευματική προσωπικότητα έχει ξεπεράσει τα όρια του ελληνισμού. Η ζωή του είναι ταυτισμένη με την αναζήτηση της ελευθερίας, όχι μόνο της Μεγαλονήσου, αλλά και των όπου γης καταπιεζομένων και αγωνιζομένων λαών. Το ήθος, η συνέπεια, η συναίσθηση  ευθύνης και η  πολιτική ευθυκρισία του εξακολουθούν να επηρεάζουν επί πολλές δεκαετίες τον ρου της Ιστορίας της Κύπρου.

Η   πολυσχιδής δράση του, οι υπηρεσίες στην πατρίδα  και το πνευματικό του έργο στο χώρο της ποίησης και της ζωγραφικής δεν είναι δυνατόν να χωρέσει στο πλαίσιο της μικρής αυτής αναφοράς. Όσα λοιπόν ακολουθούν, ας εκληφθούν ως μία προσπάθεια ακροθιγούς παρουσίασης  του ποιητικού  του έργου.

Η ποιητική παραγωγή του Βάσου Λυσσαρίδη αριθμεί περίπου χίλια ποιήματα. Γράφει από την ηλικία των δεκαεπτά χρόνων. Το μεγαλύτερο μέρος των ποιημάτων αυτών παραμένει ανέκδοτο. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι δεν προέβη στην  έκδοσή τους, γιατί περίμενε να γράψει κάτι καλύτερο. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η  ποίησή του περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αξιόλογη ποίηση.

Στο διάστημα 2009-2010, εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, στις οποίες αποτυπώνονται γεγονότα που έζησε ο ίδιος και προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Τα γεγονότα αυτά, όπως ήταν φυσικό, επηρέασαν την προσωπική του πορεία και η μετατροπή τους σε στίχους εντάσσονται στην προσπάθεια απολογισμού του παρελθόντος, επαναπροσδιορισμού του παρόντος και οραματισμού του μέλλοντος.

Η πρώτη του συλλογή με τίτλο Ποιήματα παραπέμπει σε γεγονότα που συντελέστηκαν στη νήσο κατά την περίοδο του αγώνα, αλλά και τις επόμενες δεκαετίες. Ανακαλούνται στη μνήμη κορυφαίες στιγμές και πρόσωπα της Ελληνικής Ιστορίας, όνειρα που δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα, αγωνίες, ελπίδες και  γίνονται αφορμή για αναπόληση, προβληματισμό και διαμαρτυρία. Γεγονότα και πρόσωπα μετατρέπονται σε ποιητικά σύμβολα, που αντιτάσσονται στη φθορά και υποδεικνύουν το χρέος και το καθήκον.


Η συνάντηση με πρόσωπα των οποίων η ζωή είναι συνδεδεμένη με την ιστορική διαδρομή της Μεγαλονήσου και η περιδιάβαση σε τόπους φορτωμένους με δόξες από το παρελθόν, λειτουργούν λυτρωτικά, γιατί απομακρύνουν, έστω και παροδικά, από τη σύγχρονη καταθλιπτική πραγματικότητα. Παράλληλα όμως, ενδυναμώνει τη θέληση να διατηρηθεί με κάθε τρόπο η διατήρηση της ελληνικής συνείδησης και να μην χαθεί η επαφή με τις πατρογονικές ρίζες. Η Λάπηθος, οι Σόλοι, η Σαλαμίνα και όλες οι αλυσοδεμένες σήμερα από τους «ειρηνοποιούς» του Αττίλα περιοχές υπήρξαν αιωνίως ελληνικές και πρέπει να ξαναβρούν την ελληνικότητά τους.

Κι αν το ΠΙΚΡΟΠΡΟΔΟΜΕΝΟ

το βορινό το άψυχο κύμα

μολύνει του Κανάρη στη Λάπηθο

                     τ’ αχνάρια

Κι αν στο αρχαίο θέατρο στους Σόλους

φιμώθηκε η αρχαία λαλιά

Κι αν της Σαλαμίνας τα πληγωμένα

αγάλματα αλυσοδένουν αλλόφωνες

                                        ορδές

Κι αν των Αχαιών οι ρίζες

στο Ριζοκάρπασο ποτίζονται

με πίκρα κι αφιόνι

Και αν ο Κίμωνας νεκρός

Ξεχάστηκε στον αιώνιο ύπνο

Κι αν στη μητρόπολη

Αμέριμνοι αγναντεύουν

τους νέους Πέρσες

να διαφεντεύουν το χτες, το

σήμερα και ν’ απειλούν το αύριο

Ένα σου λέω

Εμείς τα αχνάρια αμόλυντα

θα τα κρατήσουμε.

Στην Έπια θα ξανακούσουμε

 τη γνώριμη λαλιά

Στη Σαλαμίνα θα ζωντανέψουμε

τους Ολύμπιους θεούς

Τις ρίζες θα κρατήσουμε

με πείσμα ζωντανές

Τον Κίμωνα απ’ τον ύπνο

εμείς θα τον ξυπνήσουμε

Κι εγώ αφού δεν θα σε

ξαναδώ στην ξεχασμένη

τώρα πια μητρόπολη

Το μήνυμα θα ρθω να μεταφέρω

Πώς το αιώνιο παραμένει

αιώνιο

Και το αιώνιο θα είναι

                    Ελληνικό.

Η αναγωγή στο εντόπιο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ποιητικής γραφής του Βάσου Λυσσαρίδη. Ο τόπος βρίσκεται σε μια διαρκή σύνδεση με την Ιστορία, αλλά η  σημασία του δεν είναι μόνο γεωγραφική. Είναι και υπαρξιακή, αφού σχετίζεται με την ιστορική αλήθεια που θέλει ένα συγκεκριμένο λαό να δρα και να δημιουργεί στο συγκεκριμένο χώρο επί αιώνες. Η απομάκρυνση, επομένως, του λαού από οποιοδήποτε τμήμα του χώρου αυτού και πολύ περισσότερο η απομάκρυνση  που έρχεται ως επακόλουθο ένοπλης επέμβασης, ακρωτηριάζει την ψυχή του, του δημιουργεί τραυματικές εμπειρίες που μπορούν να επουλωθούν μόνο με επιστροφή και επανεγκατάσταση.

Ο διαμελισμός της Κύπρου και ο τρόπος αντιμετώπισής της από τους ισχυρούς  της γης διαμόρφωσαν μια κατάσταση, η έξοδος από την οποία απαιτεί ακατάπαυστη προσπάθεια και πολλές θυσίες. Για να λάμψει ο ήλιος της δικαιοσύνης, χρειάζεται επαγρύπνηση, δράση και αντίσταση στον κατακτητή. Αυτόν τον δρόμο δείχνουν όσοι, σε καιρούς χαλεπούς, έπεσαν στο πεδίο της τιμής και του καθήκοντος, όσοι έγραψαν την ιστορία αυτού του τόπου, υπερβαίνοντας  εαυτούς σε τόλμη, ανδρεία και αρετή. Και δεν πρόκειται να αναπαυθούν, αν ο τόπος δεν επανενωθεί, αν δεν επανέλθει στην αρχική του μορφή. Παράλληλα όμως, υποδεικνύουν αντίσταση και σε όσους αποστασιοποιούνται από το παρελθόν, σε όσους αρκούνται στον ευδαιμονισμό του παρόντος. Γιατί η μη γνώση  για το παρελθόν κάνει το μέλλον αβέβαιο και δημιουργεί τον κίνδυνο να γίνει το ξερίζωμα που βιώνουν τώρα οι πρόσφυγες και ξερίζωμα από την Ιστορία τους.

Την απομάκρυνση αυτού του κινδύνου προτείνει ο Βάσος Λυσσαρίδης με την ποίησή του. Προβάλλει την πολυαίωνη ιστορική διαδρομή της Κύπρου, διεκτραγωδεί τις δοκιμασίες της, μελαγχολεί για την κάμψη του αντιστασιακού φρονήματος και τη διαμόρφωση συμπεριφορών χαλαρότητας, αμύνεται στη λησμονιά και αναρωτιέται:

Πού’ ναι το ηφαίστειο της λεβεντιάς

που γέννησε το βράχο;

Διαβλέπει όμως ότι με χρόνια και  καιρούς η δικαίωση θα επέλθει νομοτελειακά. Μπορεί τώρα στον Πενταδάκτυλο, …Σημαίες ξένες / και κακόφωνη λαλιά να προσπαθούν …να φιμώσουν την αρχαία/ γραφή και να ξεγράψουν μόνιμα/ τοπολαλιές και μνήμη, αλλά είναι βέβαιος ότι ο αγώνας για την εθνική αποκατάσταση θα συνεχιστεί, όσες θυσίες και αν απαιτηθούν. Τα καρφιά που κρατούν σταυρωμένο τον Πενταδάκτυλο θα αφαιρεθούν.

Εγώ και μόνος θενά πορευτώ

όσο μπορώ κι όπως μπορώ

τους ήλους να ξηλώσω.

Κι αν το γλικό της θάλασσας νερό

δεν σού’ πλυνε το μούτρο

Το αίμα μου χρωστώ να σου  

δανείσω

δροσιά στην αφιλόξενή σου

συντροφιά.

          Στίχοι, όπως οι προηγούμενοι, ευαγγελίζονται το ποθούμενο, ενισχύουν την αισιοδοξία και ανοίγουν δρόμο προς το όνειρο. Γράφονται από ένα άνθρωπο που έχει βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του τις σελίδες δόξας που έγραψαν οι αντάρτες της ΕΟΚΑ 1955-1959, στην οποία εντάχθηκε με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα. Γι αυτό και οι απροσκύνητοι ηρωομάρτυρες της ελευθερίας, όπως και οι τόποι στους οποίους διέλαμψαν, είναι συνεχώς παρόντες στην ποίησή του. Συχνά επικοινωνεί μαζί τους και υπενθυμίζει ότι η παρακαταθήκη τους αποτελεί οδηγό και κήρυκα για τους νυν και τους έπειτα. Λέει στον τελευταίο των απαγχονισθέντων Ευαγόρα Παλληκαρίδη:

Δεν βρήκες, Ευαγόρα, της λευτεριάς

το μονοπάτι στα δεκαεφτά

Κι εμείς λαχανιασμένοι νοερά

σ’ ακολουθούμε έφηβε πατριάρχη

ν’ ανοίγεις λεωφόρους λεβεντιάς

στα μαρμαρένια αλώνια

με το θάνατο νεκρό.

Πώς να πεθάνεις, Ευαγόρα,

αφού δεν γέρασες ποτέ.

          Τα είκοσι τρία ποιήματα της δεύτερης συλλογής, Της Ταβέρνας, μας γυρίζουν και αυτά στο παρελθόν και μας βοηθούν να γνωρίσουμε τον Βάσο Λυσσαρίδη ως ένα απλό, καθημερινό άνθρωπο. Τόπος η Αθήνα και χώρος κυρίως η ταβέρνα του Βελή, στα Πατήσια, όπου με αγαπημένους φίλους συζητούσε τις ανησυχίες της νεανικής ηλικίας. Η μνήμη γυρίζει νοσταλγικά σε ευχάριστες και ανέμελες στιγμές, στα στενά της Πλάκας, στην Καισαριανή, στο υπόγειο της Ζωοδόχου. Επιστρέφει στα χρόνια κατά τα οποία, παρά τις όποιες δυσκολίες υπήρχαν περιθώρια αισιοδοξίας. Ο χορός, το τραγούδι και η εύθυμη διάθεση προβάλλονται συχνά στα ποιήματα αυτά. Ωστόσο, δεν απουσιάζουν  τα στοιχεία που θα παρακολουθήσουν την κατοπινή του δράση, αφού και τα τραγούδια που με τις φιλικές του συντροφιές έλεγε στις ταβέρνες, συχνά για αντίσταση μιλούσαν.

          Η τελευταία ποιητική συλλογή με τίτλο Κραυγές αφήνει να διαφανεί περισσότερο ότι  ο Βάσος Λυσσαρίδης ως προσωπικότητα ετάχθη στην υπηρεσία  της πατρίδας και όρισε κέντρο των σκοπών και των στόχων του την ενότητα της Κύπρου, την προστασία αρχών και αξιών που αποτελούν τα αγκωνάρια της διαχρονικής της πορείας, μιας πορείας ανεξίτηλα σφραγισμένης από ελληνικότητα στην πιο καλή της έκφραση, όπως έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης. Αντιπροσωπεύει επίσης, η συλλογή αυτή τον Βάσο Λυσσαρίδη ως άνθρωπο που μάχεται την αδικία, υπερασπίζεται με πάθος τις ιδέες του, αντιστέκεται στη βία και την αυθαιρεσία, καταγγέλλει την υποκρισία και το ψεύδος των ισχυρών, στιγματίζει τον εφησυχασμό, αποδοκιμάζει τους συμβιβασμούς, αγωνιά για το αύριο του τόπου και αποφασίζει να μείνει στην πρώτη γραμμή ως το τέλος.

          Η εμμονή του αυτή αποτυπώνεται σε πολλά ποιήματα, εντονότερα όμως και πιο καθαρά στο ποίημα Να πεθάνω χωρίς να γονατίσω.

          Όχι! Δεν δέχομαι να γονατίσω.

          Όχι! Με καρτερούν οι σύντροφοι στο συρματόπλεγμα

          κι οι νεκροί στον Πενταδάκτυλο. Όχι!

          Να πεθάνω ναι! Να γονατίσω όχι!

          Βεβαίως, με το θάνατο έχει λύσει τους λογαριασμούς του προ πολλού. Δεν τον φοβάται. Τον συνάντησε πολλές φορές και θα πει γι’ αυτόν:

          Η μάσκα του γελοία κι όχι φοβερή

          κι εγώ ακόμα νιος δεν του’ στρεψα την πλάτη

          αυτός δειλός έχασε την τρομαχτική θωριά

          και φυγομάχησε.

          Η αφοβία του θανάτου, το υψηλό φρόνημα, η μαχητικότητα, η αγωνιστική διάθεση, επακόλουθα όλα της φλογερής φιλοπατρίας, του ενισχύουν το πάθος με το οποίο συνεχίζει να οραματίζεται για τον Πενταδάκτυλο.

          Εγώ ξένος διαβάτης

δεν θα πορευτώ

στο ξεραμένο κεφαλόβρυσο

ή στην καντάρα.

Μια του χρωστάω επίσκεψη

χωρίς δεσπότες

και χωρίς δεσμώτες.

Είναι φυσικό, η ποίηση του Βάσου Λυσσαρίδη να είναι βαθιά επηρεασμένη από όσα εξυφαίνονται στην Κύπρο τις τελευταίες δεκαετίες. Η τουρκική εισβολή και οι καταστροφές που ακολούθησαν, η βαρβαρότητα, το ξερίζωμα, οι χαμοί και η αδικία είναι καταστάσεις που αποτυπώθηκαν έντονα στη γραφή του. Δεν είναι εύκολο για έναν άνθρωπο που έζησε τα ηρωικά χρόνια της ΕΟΚΑ 1955-1959, να αποδεχθεί τη ματαίωση του ονείρου για μια ελεύθερη πατρίδα και να μην αντιδρά στη συμφορά του σήμερα.

Η ποίησή του λοιπόν, που ξεκινά από πολύ μακριά και φθάνει στα πολύ κοντινά, υμνεί την ελευθερία και την πατρίδα ως τα μεγαλύτερα αγαθά. Εμπνέεται από τους ήρωες που χάθηκαν «ποτέ από το χρέος μη κινούντες», από τους δίκαιους και ίσιους «σ’ όλες των τες πράξεις», από όσους μιλούσαν πάντοτε την αλήθεια, από τα σπασμένα αγάλματα και  τα θρυμματισμένα αγγεία. Πλάθεται  με τα υλικά που προστέθηκαν πρόσφατα στο οικοδόμημα της Κυπριακής ελευθερίας. Από τον θάμνο που έκρυβε τον Χαράλαμπο Μούσκο στο Μερσινάκι, τα άχυρα της καλύβας στο Λιοπέτρι, τις καπνισμένες πέτρες των κρησφύγετων του Γρηγόρη Αυξεντίου στο Μαχαιρά και του Κυριάκου Μάτση στο Δίκωμο. Οι αγωνίες της όμως προεκτείνονται και στο μέλλον, από το οποίο δεν θα απουσιάσει ο δημιουργός της, έστω και αν πεθάνει.

Μαζί σας θ’ αγωνίζομαι

ζωντανός ή νεκρός

ωσότου λεύτεροι

πορευτούμε στον

λεύτερο Πενταδάκτυλο

Ως τότε μη με

αναζητήσετε στους

απόντες

Οι αγώνες δεν

τελειώνουν  με τον

θάνατο

αλλά με τη δικαίωση.

Αγώνας και Ελευθερία λοιπόν, είναι τα κεντρικά στοιχεία της ποίησης του Βάσου Λυσσαρίδη. Η συχνή επίκληση του αρχαιοελληνικού μύθου και η  υπόμνηση της δόξας του παρελθόντος λειτουργεί ως προσπάθεια αναζήτησης εκείνων που θα αποκαταστήσουν την πληγωμένη αξιοπρέπεια, θα παλινορθώσουν το όνειρο και θα ξαναγράψουν μελωδικά τροπάρια για την ελληνική Μεγαλόνησο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου