ΠΕΡΑΣΑΝ χρόνια ἀπὸ τότε, ἀλλὰ
ἡ εἰκόνα της μὲ ἐπισκέπτεται συχνά. Ἦταν τὸ πρῶτο μου ταξίδι
στὴν Ἀγγλία. Σὲ μιὰ ἐπαρχιακὴ πόλη τοῦ Νότου, ὄμορφη, λαμπερὴ
καὶ ἀλλόκοτη μιὰ κοπέλα στεκόταν στὴν εἴσοδο τῆς ἀνοιχτῆς ἀγορᾶς.
Ἀναρωτιόμουν ἂν ἦταν πραγματική —πρώτη φορὰ ἔβλεπα πάνκ—,
μαλλιὰ μισὰ μώβ, μισὰ πράσινα, χτενισμένα σὰν λοφίο, ροῦχα
παράταιρα, ἁλυσίδες, παπούτσια ἐξεζητημένα.
Δὲν μποροῦσα νὰ ξεκολλήσω τὸ βλέμμα μου ἀπὸ πάνω της. Τὴν
πλησίασα προσπαθώντας νὰ ἀρθρώσω τὰ σαστισμένα ἀγγλικά
μου:
«Δὲν ἔχω δεῖ πιὸ ὄμορφο κορίτσι. Γιατί κάνεις ὅ,τι μπορεῖς
γιὰ νὰ χαλάσεις τὸ δῶρο ποὺ σοῦ ἔδωσε ἡ φύση;»
«Βλέπεις τίποτε ὄμορφο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο; Παντοῦ ἀσχήμια…
Δὲν θέλω νὰ ξεχωρίζω.»
Καὶ ρούφηξε μὲ εὐχαρίστηση τὸ τσιγάρο της.
Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης (Ἀλεξάνδρεια, 1980). Σπούδασε στὸ
Τμῆμα Εἰκαστικῶν καὶ Ἐφαρμοσμένων Τεχνῶν τῆς Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν
τοῦ Α.Π.Θ. Ἀπὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀθήνα ὅπου παραδίδει μαθήματα
σχεδίου καὶ ζωγραφικῆς, καί, παράλληλα, ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀνάγνωση
καὶ τὴ γραφή.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου