Ι ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ καθισμένοι
στὴ δροσερὴ βεράντα κι αὐτὸ τὸ βράδυ συζητοῦσαν φωνάζοντας, ἂν
καὶ δὲν ὑπῆρχαν διαφωνίες μεταξύ τους. Ὁ καθένας ἐξέθετε τὴν ἄποψή
του σὰν νὰ ἦταν ἡ ἀποκάλυψη ποὺ θὰ ἔσωζε τὸν τόπο καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο.
Σκέπαζαν ὁ ἕνας τὸ λόγο τοῦ ἄλλου καὶ ἦταν φανερὸ πὼς περισσότερο
ἄκουγαν μὲ εὐχαρίστηση τὸν ἑαυτό τους.
Τὸ Πράγμα ἀθόρυβα κυλώντας
πλησίασε στὸ τραπέζι κι ἀπόθεσε τὸ κέρασμα, τσίπουρο καὶ μεζεδάκια.
Ὕστερα ἀκούμπησε προσεχτικὰ στὴν ἄκρη μιᾶς καρέκλας ἕτοιμο νὰ
κυλήσει πάλι, ἂν χρειάζονταν. Οἱ ἄντρες ἐξακολουθοῦσαν τὴ ζωηρὴ
« συζήτηση» χωρὶς νὰ τὸ προσέξουν.
Τὸ Πράγμα ξεφύσησε σιγανά,
χαλάρωσε καὶ φωτίστηκε μ’ ἕνα ἁπαλὸ μώβ, ἀνάβοντας τὰ ἐσωτερικὰ
φωτάκια.
— Ἐγὼ νομίζω, εἶπε σιγανά,
πώς…
— Πάψε σὺ πρόσταξε μὲ δυνατὴ
ἐπιτιμητικὴ φωνὴ ὁ ἐξ ἀριστερῶν ἀνὴρ καὶ ἔτεινε τὸ χέρι του ἀπαγορευτικά,
σπρώχνοντας πρὸς τὰ πίσω τὸ Πράγμα.
Τὸ Πράγμα ἔσβησε στὴ στιγμὴ
τοὺς φωτισμοὺς καὶ βυθίστηκε στὸ σκότος.
Οἱ δυὸ ἄντρες συνέχισαν τὴ
συζήτηση. «Ἐγὼ τοὺς τὰ `πὰ ὅλ’ αὐτά, ἀλλὰ ποιὸς μ’ ἀκούει;» ὁ ἕνας,
«Τοὺς ἔδειξα τὸ χάρτη ποὺ σχεδίασα, ἀπὸ ποὺ πρέπει νὰ περάσει ὁ
δρόμος. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη λύση, πάει καὶ τέλειωσε!» ὁ ἄλλος, καὶ
χτύπησε μὲ δύναμη τὴν παλάμη του στὸ τραπέζι. Τὰ ποτηράκια ταλαντεύτηκαν
καὶ κουδούνισαν.
— Ἕνα τσιπουράκι ἀκόμα;
πρότεινε ὁ ἐξ ἀριστερῶν, καθὼς φαίνεται ὁ οἰκοδεσπότης, καὶ ἔτεινε
πάλι τὸ χέρι πρὸς τὸ Πράγμα δίνοντας τὸ ἄδειο μπουκάλι. Τὸ Πράγμα
τρεμούλιασε ἐλαφρὰ καὶ σηκώθηκε ἀμέσως δείχνοντας εὐγενικὰ τὴ
συμμόρφωση. Κύλησε πρὸς τὰ μέσα ἀθόρυβα, ὅπως ἀθόρυβα κυλᾶ μιὰ
ὑποψία ὑγρασίας. Σὲ λίγο ἐμφανίστηκε τρεμουλιαστὸ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς
κραδασμοὺς καὶ ἀκούμπησε τὸ δίσκο μὲ τὴν ἐπανάληψη. Μμμ… Ω..ἐα
μμ! ἀκούστηκε σὰν μουγκρητὸ ἡ φωνὴ τοῦ ἄλλου ἄρρενος, τοῦ ἐκ δεξιῶν.
Τὸ Πράγμα ἀποσύρθηκε γρήγορα στὰ ἐνδότερα σκοτεινιασμένο καὶ
ἄηχο.
Κι ἐνῶ οἱ ἄνδρες τρωγόπιναν,
μποροῦσε ν’ ἀκούσει κανεὶς ἀπὸ τὰ ἐνδότερα τὸν ἦχο τοῦ νεροῦ ποὺ
ρέει, τοὺς μεταλλικοὺς ἤχους ποὺ κάνουν μεταξύ τους τὰ μαχαιροπίρουνα
καὶ τοὺς γυάλινους των ποτηριῶν καὶ τῶν πιάτων, εὔθραυστη σύνθεση
τοῦ νεροχύτη.
Ὕστερα ἐπικράτησε σιωπὴ
μὲ μικροὺς ἀνεπαίσθητους ἤχους νύχτας κι ἔτσι τὸ Πράγμα ἀφοῦ τέλειωσε
καὶ κάτι ψιλοδουλειὲς πρόβαλε δισταχτικὰ νὰ δεῖ. Ὑπῆρχαν μόνο ἄδεια
ποτήρια καὶ πιάτα, κουκούτσια ἐλιᾶς πάνω στὶς χαρτοπετσέτες, ψαροκόκαλα
καὶ τρίμματα γύρω. Τέντωσε τὸ κεφάλι καὶ ἀφουγκράστηκε νὰ δεῖ τί
ἔγιναν οἱ δυὸ ἄντρες. Βαθὺ σκοτάδι ὁλόγυρα κεντημένο μὲ μικρὰ
φωτάκια στὸ βάθος, πανηγυρικοὺς ἤχους τζιτζικιῶν καὶ γρύλων, κοάσματα
διψασμένων βατράχων, ποὺ καὶ ποὺ καμιὰ σιγανὴ κρωξιὰ ἀπὸ κάποιο
ἐνοχλημένο νυχτοπούλι καὶ αἴφνης ἡ ἀναπάντεχη κραυγὴ τοῦ ὄρνιου.
Ἀπὸ μακριὰ ἔφταναν σὰν μουρμουρητὸ φωνὲς πολλῶν ἀνδρῶν μαζί. Φωνὲς
καφενείου.
Τὸ Πράγμα κάθισε σὲ μιὰ πολυθρόνα,
τέντωσε τὰ πόδια κι ἄναψε πάλι τὰ μώβ. Ὕστερα προσηλώθηκε στὴν ἀνατολικὴ
μεριὰ κοιτάζοντας τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ ἀπέναντι. Ἡ σελήνη ξεπρόβαλε
σὲ λίγο ἀργυρή, ὁλόφωτη καὶ μεγαλειώδης. Τὸ Πράγμα ἀναβόσβησε
μ’ ἕνα ροδαλὸ φῶς καὶ ἔτεινε τὰ χέρια του πρὸς τὰ `κεῖ. Σὲ λίγο μὲ
κυματιστοὺς μουσικοὺς ἤχους ἀνυψώθηκε σὰν νὰ `ταν δεμένο μὲ μυστικὴ
κλωστὴ μαζί της. Στάλες βροχῆς σὰν χοντρὰ δάκρυα ἔπεσαν στὸ σκοτεινὸ
ἄδειο της βεράντας.
Πηγή: Πρώτη
δημοσίευση.
Καίτη Παυλὴ (Λέσβος). Ζεῖ στὴν Ἀθήνα, σπούδασε στὸ πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων,
τμῆμα ΜΝΕΣ, καὶ ἐργάστηκε γιὰ πολλὰ χρόνια στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Ἔχει
ἐκδώσει τὴν συλλογὴ Ἀνοίγεις
τὸ παράθυρο (ποίηση, ἐκδ. ΑΩ, 2019), συμπερίληψη ποιήματος
στὴν ἀνθολογία «Τὰ ποιήματα τοῦ 2019» καὶ «Φύσηξε ἀγέρας καὶ σκόρπισαν-Μικρὲς
ἱστορίες, (διηγήματα, ἀφηγήσεις, ἐκδ. Παρέμβαση,
2023). Το διήγημα «Παγίδα» συμπεριλήφθηκε στην συλλογικὴ ἔκδοση Ὁ χρόνος ποὺ περνᾶ καὶ χάνεται,
ἔκδ. Παρέμβαση, 2023.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου