| planodion Ἰούν. 9 |
…ΧΙΛΙΟΕΙΠΩΜΕΝΕΣ ματαιότητες: Ποιός ἔχει τί, καὶ ποῦ τὰ βρίσκει, καὶ ποιός εἶναι φίλος
μὲ ποιόν, καὶ ποῦθε κρατᾶ ἡ σκούφια του, καὶ πόσες γενιὲς βαστάει
τὸ τάδε τζάκι, καὶ ἂν ἡ Ἀνάστασις εἶναι ἐντὸς ἢ ἐκτός μας, καὶ ἂν ὁ
Ἔρως εἶν΄ ἔτσι ἢ ἂν εἶναι ἀλλιῶς... Ἡ ἴδια φάρσα καὶ πάντα,
πάνω ἀπ’ ὅλα, τὸ ἴδιο πάντα ψέμα.
Ἔσκυβα σιωπηλὸς στὰ δίχως ἀγάπη μαγειρεμένα φαγητὰ καὶ κατάπινα
μὲ δυσκολία τὶς μπουκιές, ὥσπου ὁ μικρὸς μελαψὸς λακὲς —ποιός ξέρει
ποῦ τὸ ψάρεψαν καὶ τὸ μασκάρεψαν ἔτσι τὸ παιδὶ— γεμίζοντας κρασὶ
τὸ ποτήρι μου, συνάντησε τὸ βλέμμα μου. Μισὴ στιγμὴ τὰ εἴπαμε ὅλα·
ἔσκασαν δυὸ λακκάκια στὶς ἄκρες τῶν χειλιῶν του κι ἔφυγε. Καὶ στὸν
ἑπόμενο γύρο, γεμίζοντας πάλι τὸ ποτήρι μου κρασί, ἀπίθωσ’ ἐπιδέξια
πάνω στὴν πετσέτα μου ἕνα φασόλι. Κανεὶς δὲν εἶδε τίποτα,
γιατί μιλούσανε γιὰ τὴν Ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Τὸ πῆρα στὴ χούφτα μου κι ἔβαλα
τὸ χέρι στὴν τσέπη. Τὸ φασόλι ἀκούμπησε μαλακὰ πάνω σε μία φλέβα
καὶ μοῦ ἔστελνε τὶς ἀνάσες του: …«Ἦταν, ἔλεγε, ἕνα χωράφι
γεμάτο φασολιὲς καὶ ζουζούνια καὶ σαλιγκάρια καὶ μέρα καὶ νύχτα
καὶ κρύο καὶ ζέστη καὶ πουλιὰ καὶ βροχὴ καὶ ἥλιο καὶ καλάμια ποὺ τὶς
στήριζαν. Κι ὅταν μὲ τὰ πολλὰ οἱ φασολιὲς ἔφτιαξαν τὰ φασόλια
τους, ἤρθανε χέρια καὶ τὰ μάζεψαν. Καὶ τὰ ’βαλαν σ’ ἕνα τσουβάλι.
Καὶ τὸ τσουβάλι τὸ ἄφησαν στὸ μαγαζί. Κι ἐρχότανε ἡ σέσουλα καὶ
κάθε τόσο ἔπαιρνε φασόλια καὶ τὰ ’βαζε σὲ σακοῦλες. Καὶ ἀπὸ μιὰ
σακούλα, ἀπὸ μιὰ τρύπα· ἕνα ἔπεσε. Ἔπεσε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου κι
ἔμεινε μόνο του, κάτω ἀπὸ κάτι παπαροῦνες. Κι ὅταν ἔμεινε ἔτσι
μόνο, θυμότανε τὸ περιβόλι μὲ τὶς φασολιὲς κι ὅλα ὅσα εἶχε ζήσει
ἴσαμε τώρα. Μὰ τώρα νόμιζε πὼς τίποτα δὲν τοῦ θύμιζε τὴ ζωή του.
Τίποτα. Τώρα ἤτανε μόνο. Κατάμονο. Καὶ τὸ κοφίνι μὲ τὴ σακούλα
ποὺ εἶχε τ’ ἄλλα φασόλια, ξεμάκραινε πάνω στὴ ράχη ἑνὸς γαϊδουριοῦ.
Τὸ φασόλι πάγωσε. Φώναξε· κανεὶς δὲν ἀπάντησε. Ξαναφώναξε· κανένας.
Δάκρυσε καὶ βάλθηκε νὰ κλαίει. » Ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ἔκλαιγε.
Μὲ τὶς μέρες ἔκλαιγε... Ὥσπου ἀπ’ τὸ κλάμα ἡ γῆς γύρω του ἄρχισε νὰ
νοτίζει, νὰ μουσκεύει, καὶ τὸ φασόλι φύτρωσε.» «Μὴ χειρότερα!» εἶπα. Ἄνοιξα
τὴν παλάμη, κι ἔβγαλα τὸ χέρι ἀπ’ τὴν τσέπη καὶ σήκωσα τὸ ποτήρι
μου, κάτι νὰ εὐχηθῶ κι ἐγὼ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Μετά· πάλι στὴν τσέπη,
ἔπιασα τὸ φασόλι, τό ’σφιξα. Μὰ δὲν μοῦ ἔστελνε τίποτα. Τίποτα.
Οὔτε μίαν ἀνάσα. Δαγκώθηκα· γιατί ἔτσι; Ὅταν φεύγαμε, ὁ μικρὸς λακὲς
ἔσπευσε χαρούμενος νὰ μὲ βοηθήσει νὰ βάλω τὸ πανωφόρι μου. Μὲ
κοιτοῦσε λάμποντας. «Εἶναι πολὺ ἀνόητη ἱστορία»
τοῦ εἶπα. Εἶχα πειραχτεῖ γιατὶ τὸ φασόλι τὰ εἶπε ἔτσι ξερὰ κι ὕστερα
σταμάτησε νὰ μοῦ λέει. Τὸ χαμόγελό του ἔσβησε. Μὲ κοίταξε σοβαρά,
σκοτεινιασμένος, μὲ ὀδύνη: «Μά· ξέρετε πόσο πονάει ἕνα
φασόλι ποὺ ἀρχίζει νὰ φυτρώνει, ὕστερ’ ἀπὸ τόσο κλάμα;» Ὅμως εἶχα ἤδη φορέσει τὸ ἕνα
μανίκι τοῦ πανωφοριοῦ μου. Ἔπρεπε νὰ φορέσω καὶ τ’ ἄλλο. Καὶ οἱ ἄλλοι
ἔφευγαν. Δὲν εἶχα καιρό.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου