[Στέλλας Βοσκαρίδου Οικονόμου«μικρομηχανισμοί», εκδόσεις
εντευκτηρίου 2022]
του Άντη Ροδίτη
Η
λέξη που εμφανίζεται πιο συχνά στη νέα έκδοση ποιημάτων της Στέλλας Βοσκαρίδου
είναι η «λέξη».Εξίσου πρώτο ρόλο παίζουν τα ρήματα «μιλώ» ,
«συνομιλώ», «παραμιλώ», «ακριβολογώ», «τραγουδώ», «ανιστορώ», «γράφω»,
«ονομάζω», όπως και τα ουσιαστικά «λόγος», «άλφα», «αλφάβητο», «άσμα»,
«ποίημα», «ρήμα», «γλώσσα», «φωνήεν», «μήνυμα», «αφήγηση», «γραφή», «στίχος»,
«ψίθυρος», «φθόγγος», ακόμα και τα «σημεία στίξης».
Είναι εμφανές από όλους τους στίχους που περιλαμβάνονται
στην έκδοση ότι η Στέλλα μπαίνει σε ένα αγώνα ή ζεσταίνεται για να μπει στον αγώνα
διατύπωσης του άρρητου ή σύλληψης του ασύλληπτου, που είναι βέβαια μια χαμένη
υπόθεση. Το σύμπαν δεν έχει όρια επειδή δεν θα ήταν καν «σύμπαν» αν είχε. Δεν
ορίζεται, δεν νοείται, δεν… συλλαμβάνεται. Είναι αστείο και μόνο να το
σκέφτεται κανείς.
Νομίζω
είναι ο σοφότατος Βίτγκενσταϊνπου είπε ότι «τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια
του κόσμου» ή της σκέψης ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, κι είπε επίσης ότι τα μόνα
που έχουν πραγματική σημασία είναι πέρα από την αντίληψή μας, εκτός της λογικής
μας. Έτσι, είναι ιδιαίτερα δικαιολογημένη η επιθυμία μας να εννοήσουμε ό,τι μας
ξεπερνά – που είναι και το εκ καταβολών αμάρτημά μας.
Η Στέλλα βάζει ως προμετωπίδα και το επαναλαμβάνει ξανά
προς το τέλος του βιβλίου της τη λατινική φράση credoquiaabsurdumest (πιστεύω στο παράλογο), που αποδίδεται και ως certumest,
quiaimpossibile, «είναι βέβαιο το αδύνατον», προς επίρρωση των διαθέσεών
της απέναντι στον κόσμο αλλά και της ποιητικής της αποστολής, όπως -για την
ώρα- τη συλλαμβάνει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι στη διάρκεια αυτής της παρούσας ποιητικής
της περιπέτειας δεν διαπιστώνει και δεν απογοητεύεται είτε από τη δική της
αδυναμία είτε επειδή δεν είναι πάντα και τόσοέγκυρο το παράλογο ή τόσο βέβαιο
το αδύνατον
Αυτά, πάντως, θυμίζουν κι έναν άλλο σοφό και τα σπουδαία του λόγια, που αφορούν στην εδώ δική μας γήινη αιωνιότητα κι αφήνουν ήσυχη εκείνη του «σύμπαντος», που είναι άλλη, η εντελώς άλλη «ιστορία» πέρα για πέρα, πέρα από τις δυνάμεις μας. Κι εννοώ τον Μάρτιν Χάιντεγκερ που παραδέχτηκε ευθέως ο άνθρωπος ότι τρόμαξε κυριολεκτικά όταν (1966) είδε τις φωτογραφίες της γης από τη σελήνη!
Επρόκειτο, όπως δήλωσε, για ακόμα ένα σύμπτωμα της εγκατάλειψης, τού ξεριζώματος του ανθρώπου από τη γη με ειρηνικά μέσα (γιατί αυτό θα μπορούσε να γίνει και με ατομικές βόμβες) δια της Τεχνικής, η οποία έχοντας οργανώσει και «διευθετήσει» τα πάντα επί της γης μπήκε τώρα και με πολύ σοβαρές διαθέσεις μάλιστα (έχοντας αφήσει πίσω της για καλά τα παλιά, σκέτα ονειροπολήματα) στο εκ του σύνεγγυς ψάξιμο του διαστήματος, εκεί δηλαδή που δεν υπάρχουν απαντήσεις στο καθ’ αυτό πρόβλημα του ανθρώπου, το γήινο, το οποίον ας μην το αφήνουμε στην αοριστία, δεν είναι άλλο από την εγκληματικότητά του, την εκτροπή που κουβαλά από καταβολής, το προπατορικό του αμάρτημα. Επισήμανση που είχε κάμει και ο Μπωντλαίρένα αιώνα πριν, ότι«ο αληθινός πολιτισμός δεν είναι στο φυσικό αέριο, στην ατμομηχανή ή στους φωνογράφους (ή στην τηλεόραση ή στα… κινητά, τα τάμπλετκ.ο.κ.), αλλά στον περιορισμό της κυριαρχίας του προπατορικού αμαρτήματος».Ας
μείνουμε, όμως, στον μέγα επιστήμονα της φιλοσοφίας -ποιητικών διαθέσεων-Χάιντεγκερ,
ο οποίοςκαταφεύγει στα λόγια ενός μοναχάποιητή, του Ρενέ Σαρ, για να εκφραστεί
με ακρίβεια: «Το ξερίζωμα του ανθρώπου από τη Γη σημαίνει το τέλος, αν η σκέψη
και η Ποίηση δεν ανακτήσουν για μία ακόμη φορά μια εξουσία που δεν συνεπάγεται
βία».
Αχ
και να γινόταν αυτή η διαπίστωση του Σαρνα βάλει σε σκέψεις όχι μόνο τους
δικούς μας τεχνοκράτες και τους πολιτικούς μας, αλλά και τους ίδιους τους
ποιητές μας, αλλά πού τέτοια τύχη;
Γι’ αυτή την άνευ βίας εξουσία του λόγουπρέπει να
υποθέσει κανείς ότι οπλίζει η Στέλλα αφού «χαϊδεύοντας βάζει τους φθόγγους στην
κάννη»!
Ταυτόχρονα
«χάνομαι», λέει, «μέσα στη λέξη σαρξ».Σαρξ το εμπόδιο και σαρξ το μέσο για την
επικράτηση της άνευ βίας «εξουσίας» της ποίησης, που είναι επίσης το όραμα.
Αλλά δεν είναι η «σαρξ» που επανέρχεται, που κρατά τα σκήπτρα, που είναι πάντα
στην πρώτη γραμμή, που με την ηγεσία της διεξάγεται ο αγών, όχι. Είναι η
λέξη.Και γνωρίζει καλά η χειρίστριά της πόσο υστερεί:
«σταθερά υστερώ
στο
απέραντο φως
υπεριώδης
ήττα».
Κι
ούτε όλ’ αυτά διεξάγονται σ’ ένα πεδίο εκτός τόπου και χρόνου, δεν πρόκειται
για καμιά φαντασίωση αλλά γι’ αναμέτρηση επί του πεδίου, με απόλυτη επίγνωση από
τη μια τού τι δύναται ο ποιητής, ο άνθρωπος-ποιητής, που από την άλλη δεν παύει
ούτε στιγμή να βρίσκεται σ’ επαφή με τον άνθρωπο-άνθρωπο εαυτό τουκαι τον
κυρίαρχο άλλο, που αγρόν ηγόρασε περί του αγώνος. Λύπη, λύπη και παραδοχή:
«(κι εσύ, πουλί
που τα φτερά σου τσάκισες δοκιμάζοντας
τεχνικές
βαδίσματος»).
Στο
μεταξύ, το πρώτο πράγμα που εμπίπτει στην αντίληψη τού αναγνώστη των
«μικρομηχανισμών» είναι οι παρηχήσεις, οι συνηχήσεις, οι παρονομασίες (ερουρέμ
και έρημη μέρα, ερουρέμ και ήρεμη ή μαρμάρινη μέρα, τεριρέμ και τρεμάμενη
μοίρα, η ρητή αορτή, το ιδρωμένο δόρυ, η εποχή-αποχή, ο άθλος-λάθος, το πέλαγος-άλγος-λαγός,
η έρημη μήτρα, το πέπλο-πηλός-πύλη, ο ανοδικός ωδικός άνεμος, με τα χίλια
ξέφτια / να μιλήσω, να μιλήσω / με τα χείλια ξέφτια,κ.ο.κ.), πράγμα που κάνει τον
αναγνώστη να διερωτάται αν αυτή είναι μια «φόρμουλα»προσέγγισης του άρρητου,
όπωςταυτόχρονα και διεξαγωγής του αγώνα επικράτησης της εξουσίας της ειρήνης
δια της ποιήσεως ή αν όλ’ αυτά στοχεύουν παράλληλα και σε μια άλλη, νέα «μουσική»,
που θέλει να βλέπει τη συλλαβή ως «νότα» και τη νότα ως «συλλαβή», πράγμα που
πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να διαχωρίσει από την ειδικότητα της μουσικολόγου,που
είναι η σπουδή της ποιήτριας.
Υπάρχει,
όμως, και η γνώση ότι «άλλη η δουλειά της μουσικής κι άλλη η δουλειά της λέξης».
Γιατί η λέξη είναι το μέσο διατύπωσης νοήματος κι η νότα το μέσο εξωτερίκευσης συναισθήματος.
Χώρια η άποψη ενός γίγαντα της λογοτεχνίας (Τόμας Μαν) ότι η μουσική εκτός από
το να διεγείρει, μπορεί να ναρκώνει και ν’ αποκοιμίζει, είναι δίσημη και
«πολιτικά ύποπτη»!
Κι ίσως, πάλι, με τόση τέχνη του λόγου στο παρελθόν του
ανθρώπου, να είναι η ώρα να θυμηθούμε και το άλλοτέρας της, τον ΈζραΠάουντ, τονmigliorfabbro, τον
καλύτερο τεχνίτη, δάσκαλο του Έλιοτ, και την άποψή του για τιςτέχνες: «Η ειρήνη
είναι επίτευγμα της επικοινωνίας… Όλη η μεγάλη τέχνη είναι αγώνας επικοινωνίας.
Όλα όσα της εναντιώνονται είναι σατανικά, είτε πρόκειται για ανόητους
χλευασμούς είτε για παρεμποδιστικά πρόστιμα. Κι αυτή η επικοινωνία δεν έχει
τίποτε να κάμει με ισοπέδωση, δεν είναι απάλειψη της διαφορετικότητας, μα
αναγνώρισή της, αναγνώριση του δικαιώματος στη διαφορετικότητα και της αναζήτησης
της διαφορετικότητας. Η Κουλτούρα είναι βδέλυγμα, η φιλολογία είναι βδέλυγμα,
όλη η εξομοιωτική, καταπιεστική μόρφωση είναι σατανική».
Πράγμα
που με φέρνει στη δυσάρεστη θέση να διατυπώσω το ερώτημα και υπεύθυνα «κάθομαι
κάτω από τη μπάρα»: Μήπως η εξαιρετική μουσική μόρφωσητης Στέλλας μπλέκεταιμάλλον
ανώφελαστην ποιητική της αποστολή;
Αν
πρέπει να αποφασίσει κανείς στο τέλος-τέλος «πού το πάει η ποίηση», δεν έχει
επιλογή. Εφόσον παραδεχτεί ότι ο Μπωντλαίρ ψάχνει να υπερβεί την ανθρώπινη
εγκληματικότητα κι ο Πάουντπιστεύει στην επικοινωνία ως το μέσο επίτευξης της
ειρήνης -στην ουσία στοχεύουν το ίδιο- πώς η επικέντρωση στη διάρρηξη του μυστηρίου
τού σύμπαντος (η επιδίωξη μιας τέτοιας νίκης – «αλίμονο, επιθυμώ τη νίκη», είναι
ένας στίχος που εμφανίζεται πέντε φορές στη σύνθεση)και μάλιστα με βασική μια
«φόρμουλα» χρήσης ρημάτων και ουσιαστικών με εντελώς απρόσμενα και ασύνδετα
μεταξύ τους στην καθημερινή χρήση άλλα ουσιαστικά (που φαίνεται να συγκεντρώνει
την προτίμηση της «ποίησης» στα νεότερα χρόνια), κατορθώνει την επικοινωνία-ειρήνη,
αφού το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι το αίνιγμα, που μπορεί και να μην
σημαίνει τίποτε στην κοινή αντίληψη;
Η παραδοχή
ότι «σταθερά υστερώ / στο απέραντο φως / υπεριώδης ήττα», δεν λύνει το
πρόβλημα, δεν καταργεί το ερώτημα. Αντίθετα δείχνει ότι ο αληθινός ποιητής δεν
αποτυγχάνει να συλλάβει το γεγονός της αποτυχίας. Όσο κι αν «λάμπει σαν έρμα»,
φυσιολογικά «πέφτει το ποίημα».
Ίσως
ο βασικότερος μύθος που ξέρουμε ή επινοήσαμε για να ερμηνευτούμε να είναι
εκείνος της πτώσης. Ο άνθρωπος νιώθει πόσο καλύτερος θα μπορούσε να είναι και
οδύρεται για το κατάντημά του. Ένα από τα καλύτερα μέσα που διαθέτει για ν’
αναζητήσει τη σωτηρία του είναι ο λόγος.
Έχοντας επισημάνει από την
πρώτη της ποιητική συλλογή ότι η Στέλλα Βοσκαρίδου Οικονόμου είναι μια ξεκάθαρη
ποιητική ιδιοφυΐα, έγραψα για την 383 στίχων ποιητική σύνθεση της «Σκαλαπούνταροι»
(Τεχνοδρόμιον 2013) ότι πρόκειται για τον ειδικό «εθνικό ύμνο» της Κύπρου,
επειδή ακριβώς δεν είναι της απελευθέρωσής της αλλά της σκλαβιάς της, των
δοκιμασιών και των μαρτυρίων τής Κύπρου το εικόνισμα. Κι ότι, παράλληλα, είναι
ο ύμνος και ο θρήνος του ανθρώπου στον αγώνα του να ξεπεράσει την παγίδα στην
οποία συνεχώς μπλέκεται, της ολοένα αυξανόμενης, κατά τα φαινόμενα, αδυναμίας
του να καταφύγει στα προσιτά μέσα διεκδίκησης της αληθινής του ελευθερίας και
της ειρήνης, βέβαια.
Κι ακόμα έγραφα τότε, κατά λέξη:
«Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανθρώπινη κοινωνία των “Σκαλαπουντάρων” είναι
το ίδιο με εκείνο που αντιμετωπίζεται στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, το
ίδιο που αντιμετωπίζει η κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας, οι θεατές των τραγωδιών
του Σοφοκλή, του Αισχύλου, του Ευριπίδη. Το ίδιο που αντιμετωπίζει κάθε μεγάλο
έργο του Λόγου και της Τέχνης: Η διαρκής κρίση την οποία περνά η εν ειρήνη
επιβίωση των ανθρώπων».
Ως
εκ τούτου δεν μπορώ να δεχθώ ότι ένα έργο όπως οι «μικρομηχανισμοί»
ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές που έθεσε η ίδια οι ποιήτρια με το προηγούμενο
έργο της, όσο κι αν το διατρέχει το ίδιο πνεύμα μιας εξαιρετικής ποιητικής
ιδιοφυίας. Οι «Σκαλαπούνταροι» έχουν τις ρίζες τους σε μια τοπική αλλά
μακραίωνη παράδοση, αναφέρονται άμεσα στη σύγχρονη ζωή και τις αγωνίες του
τόπου και των ανθρώπων του, με τους προβληματισμούς τους να προεκτείνονται ως
εκεί που φτάνουν τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κλείνοντας
αυτό το σημείωμα θα ήθελα να εκφράσω τη βεβαιότητά μου ότι ο στίχος:
«κρίνομαι
ανεπαρκής για ανάσταση, ζητάω απόσπαση – »
δεν πρόκειται, όσο κι αν
αργήσει, να είναι ο τελευταίος λόγος της Στέλλας Βοσκαρίδου.
Άντης
Ροδίτης
Ιούλιος
2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου