ΚΙ ΑΝ Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ τοῦ Μονρεάλε ἔχει ἕξι
χιλιάδες τετραγωνικὰ μέτρα ψηφιδωτά, ἐσὺ στὸ περιστύλιο ἀνάσανες.
Τὸ περιστύλιο τῆς μεγάλης αὐλῆς, κάτω ἀπὸ τὶς ἀραβικὲς ἁψίδες μὲ
τὰ γεωμετρικὰ μοτίβα καὶ τὶς σκηνὲς τῆς Γραφῆς χαραγμένες στὰ κιονόκρανα
τῶν ὑπόλευκων μαρμάρινων δίδυμων κιόνων, φαντάζεσαι τοὺς κρατοῦντες
τοῦ ναοῦ βυθισμένους στὶς συνομωσίες· ἀπὸ καιρὸ οἱ αὐστηρὲς συμβουλὲς
καὶ οἱ πιεστικὲς παραινέσεις τοῦ Πάπα στὴ Ρώμη εἶναι λαλίστατες,
καιρὸς νὰ τὰ μαζεύουν οἱ ἄπιστοί τοῦ Ἰσλὰμ ἀπὸ τὴν Σικιλίγια. Μπροστά
σου δυὸ γυναῖκες περπατοῦν, χάνονται στὶς κολῶνες καὶ φανερώνονται
στὶς εἰσόδους τοῦ Ναοῦ, μήπως καὶ ἐσύ, τώρα εἶσαι ἕτοιμη νὰ ἀντέξεις
τόση ὀμορφιά;
Κι ἂν ἔλειψες λίγα ἑπτά, τὸ ἐκκλησιαστικὸ
ὄργανο τὰ ἔχει ὅλα ἀλλάξει. Ἴσως ὁ μαγευτικός του ἦχος καθὼς ὑψώνονταν
πρὸς τὴν ξυλόγλυπτη χρωματιστὴ ἀραβικὴ στέγη ἢ ἀνηφόριζε νὰ συναντήσει
τὸν αὐστηρὸ Παντοκράτορα τοῦ κεντρικοῦ σηκοῦ, ἔσπρωξε τοὺς ἐπισκέπτες
νὰ σταθοῦν ξαφνιασμένοι στὴν ἀρχὴ καὶ ἀμέσως μετὰ νὰ στηθοῦν στὸ
κεντρικὸ διάδρομό τοῦ ναοῦ. Μαζὶ κι ἐσύ. Τώρα, μεσημέρι Σαββάτου,
μποροῦσαν ὅλοι ν’ ἀντικρίσουν τὰ κάνιστρα σὲ δυὸ παράλληλες γραμμές,
δεξιὰ καὶ ἀριστερά τοῦ διαδρόμου, κάνιστρα φορτωμένα ἡλιοτρόπια,
τριαντάφυλλα, κρίνους καὶ ζέρμπερες. Τοὺς συγγενεῖς νὰ καταφθάνουν
φορώντας τ’ ἀκριβά τους ροῦχα, τὶς κυρίες νὰ ἰσορροποῦν πάνω στὶς
λουστρινένιες γόβες καὶ τὰ μικρὰ νὰ θέλουν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὰ σφιχτὰ
πιασίματα τῶν χεριῶν τοῦ παπποῦ καὶ τῆς γιαγιᾶς. Ἀκολούθησε μὲ τὴν
ἐνδεδειγμένη καθυστέρηση τὸ ζεῦγος τῶν μελλονύμφων. Τούλια, μουσελίνες,
οὐρές, παράνυμφοι, κοστούμι καὶ παπιγιόν, ἀμηχανία, ἀγωνία, χαμόγελα,
οἱ γνωστὲς κινήσεις τῆς μαμᾶς ποὺ αὐτοεπιβεβαιώνεται στρώνοντας
τὸ βέλο τῆς νύφης καὶ ἡ ἄλλη ἰσιώνοντας τὸ πέτο τοῦ γαμβροῦ, καὶ ἄλλα
τινά, προϊόντα ὅλα τῆς μυθολογίας ποὺ καλεῖται τελετὴ γάμου. Ὁ ἱερέας
ἀναγιγνώσκει μὲ βαθιὰ καθαρὴ φωνὴ στὴν λατινικὴ γλώσσα. Προσκαλεσμένοι,
καὶ ἀπρόσκλητοι ἐσεῖς, οἱ τυχαῖοι του Ναοῦ ἐπισκέπτες, σὲ ρόλο ἀκροατηρίου.
Τὸ ἁρμόνιο πάλι. Ἡ μουσικὴ ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς νέου ἀγοριοῦ, πλησιάζοντας
ἀπὸ τὸ πλάι βλέπεις πὼς δὲν εἶναι πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνων, χαϊδεύει
τὰ πλῆκτρα, ὀνειρεύεται ἄραγε τὴν καλή του; Ἡ ἀκουστική τοῦ χώρου
συντελεῖ τὸ ὑπόλοιπό τοῦ θαύματος.
Οἱ δυὸ γυναῖκες, ξανὰ μπροστά
σου. Πάνω κάτω γύρω στὰ ἑξῆντα. Ἄγνωστες, καλοστεκούμενες,
εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένες. Ἀκοῦς τ’ ἀγγλικά τους, δὲν δίνεις σημασία,
μόνο νά, ἡ περιγραφὴ τῆς τελετῆς τραβᾶ σὲ μάκρος, ἡ μία ἀφηγεῖται
στὴν ἄλλη μὲ κάθε λεπτομέρεια, πράγματα ποὺ ἤδη εἶδες, κι ἄλλα ποὺ
δὲν θυμᾶσαι νὰ πρόσεξες, τόση σαφήνεια, τέτοια λεπτομερὴ περιγραφή,
τόση φλυαρία, Θεέ μου, ἕνα βῆμα μπροστὰ καὶ στρέφεσαι πρὸς τὸ μέρος
τους, λίγη ἡσυχία καλές μου κυρίες, θέλεις νὰ πεῖς ἀνάμεσα στὴν αὐστηρότητα
καὶ τὴν εἰρωνεία, ἢ ἔστω ἕνα ἐπιτιμητικὸ βλέμμα, τίποτα ἀπὸ τὰ
δύο δὲν ἔλαβε χώρα, τώρα ἤθελες νὰ γίνεις μικρή, τόση δά, νὰ χαθεῖς,
νὰ λιώσεις μπροστά τους, τώρα ἀντίκριζες δυὸ γυναῖκες, ἡ μιὰ μὲ τὰ
σπινθηροβόλα μάτια της νὰ ἀφηγεῖται τὰ τεκταινόμενα ἐνώπιόν
σας, ἡ ἄλλη, ἡ τυφλή, ν’ ἀκούει προσεκτικά. Τυφλή. Ἀκούει προσεκτικά,
χαμογελᾶ μόνο ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, σοβαρεύεται, χαμόγελο καὶ
πάλι, ἔχει ἕνα πρόσωπο ποὺ λάμπει. Καὶ τὸ βλέμμα, ναί, τὸ βλέμμα, τῆς
τυφλῆς ποὺ ταξιδεύει σὲ εἰκόνες, καὶ οἱ ἦχοι γράφουν μέσα της τὴν ἱστορία.
Κι ἐσὺ θὰ χαθεῖς στὴν ἔξοδο. Σὲ
ὑποδέχεται ἡ πόρτα αὐτὴ ἡ ἴδια ποὺ δὲν εἶχες πρὶν προσέξει. Τεράστια,
βαριά, μὲ σαράντα δύο ἐλάσματα νὰ ἱστοροῦν τὴν Ἁγία Γραφή, τώρα
πάνω στὸ χαλκό, χυμένο ἀπὸ τὸν Ἰταλὸ μάστορα Μπονάνο Πιζάνο. Εἶναι
ἐδῶ ποὺ μπορεῖς νὰ χαϊδέψεις στὸ μέταλλο τὶς φιγοῦρες τοῦ Ἀδὰμ καὶ
τῆς Εὕας, τὰ ἕξι πρόβατα ποὺ χώρισαν καὶ μάτωσαν τὸν Ἄβελ καὶ τὸν Κάιν.
Εἶναι ἐδῶ ποὺ θέλεις νὰ ἐπιστρέψεις στὸ ναὸ καὶ μὲ τὸ βλέμμα νὰ ψάξεις,
ὄχι τὰ περίφημα ψηφιδωτὰ πιά, μὰ τὶς δύο γυναῖκες. Ὅμως φεύγεις.
Δὲν θέλεις νὰ δεῖ κανεὶς τὴ βροχὴ στὰ μάτια σου.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Νίκη (Κουκουνάκη) Τρουλλινοῦ (Χανιά,
1953). Ἔκανε νομικὲς σπουδὲς στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν στὰ χρόνια
τῆς δικτατορίας. Ἀπὸ τὸ 1979 ζεῖ στὸ Ἡράκλειο. Ἄσκησε τὴ μάχιμη
δικηγορία καὶ δίδαξε (ΤΕΙ Ἡρακλείου) γιὰ χρόνια. Πέρασε βιαστικὰ
ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο, τὸ θέατρο, τὴν ποίηση (Ἀνθολογία Παν/μίου Πατρῶν).
Σήμερα ἀσχολεῖται ἐπαγγελματικὰ μὲ τὸν ἀγροτουρισμό. Πρώτη της
συλλογὴ διηγημάτων, τὸ 1995, τὸ Ἕνα
μολύβι στὸ κομοδίνο. Ἀκολούθησαν οἱ συλλογὲς Μαρὰλ ὅπως Μαρία καὶ Καὶ φύσηξε νοτιάς… (ἐκδόσεις
Ροδακιό). To 2009 ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Κέδρο τὸ μυθιστόρημά της Μ’ ἕνα καφάσι μπύρες.
Τὸ ἔργο της περιλαμβάνει ἀκόμη τὸ βιβλίο Crete, No man is an island (κείμενα
στὶς φωτογραφίες τῆς Π. Μασούρη).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου