|
planodion
Ἰούν. 30
|
ΑΜΑ ΕΙΣΑΙ ΜΠΑΛΟΝΑΣ, βλέπεις πάντα ἐκεῖνο
τ’ ὄνειρο, ἴδιο κι ἀπαράλλαχτο κάθε φορά. Τὰ μπαλόνια σὲ σηκώνουν
καὶ πετᾶς στὸν οὐρανό. Κι ὅταν κάποιο πρωὶ στὸν Ἅγιο Σάββα σοῦ λένε
«οἱ πιθανότητες εἶναι λίγες, πρέπει νὰ φανεῖτε δυνατός», ξέρεις
πὼς ὅπου νά ΄ναι τ’ ὄνειρο θὰ βγεῖ. Καὶ γυρίζεις σπίτι.
Τ’ ἀπούλητα μπαλόνια τῆς περασμένης
Κυριακῆς εἶναι στὶς θέσεις τους. Ὁ τυραννόσαυρος Ρὲξ στὴν κρεβατοκάμαρα
πετᾶ πάνω ἀπ’ τὸ ξέστρωτο κρεβάτι, ὁ σπάιντερμαν στὸ σαλόνι
σκαρφαλώνει στὴ βιβλιοθήκη καὶ τὸ σκυλάκι Δαλματίας γυροφέρνει
στὸ χώλ, πάντα ἀνυπόμονο γιὰ βόλτα. Τὸ παπὶ στὴν τουαλέτα, τὸ δελφίνι
στὴ μπανιέρα. Ὁ Μίκυ στὴν ἀποθήκη. Στὸ μπαλκόνι δεμένη μιὰ μηχανὴ
κι ὁ κεραυνὸς Μακουίν. Τὰ μαζεύεις ἕνα-ἕνα, τὰ δένεις γερὰ μὲ
σπάγκο κι ἀνεβαίνεις στὴν ταράτσα.
Τσιγάρο γιὰ νὰ ξυπνήσει ἡ
μνήμη, νὰ σοῦ φέρει τὰ δῶρα της. Πρῶτο-πρῶτο, τὸ χωριό σου. Στὴν κεντρικὴ
πλατεία, κάτω ἀπ’ τὸν μεγάλο πλάτανο, πιτσιρικάς, κλοτσᾶς τὴ
μπάλα. Τὰ πόδια σου μπερδεύονται, πέφτεις, ματώνεις τὰ γόνατα. Στὸ
σπίτι ἡ μάνα σὲ ξυλοφορτώνει λὲς κι ἤτανε δικό σου τὸ φταίξιμο.
Μὲ παγωτὸ Σικάγο τὰ ξεχνᾶς ὅλα. Μὲ τὴ γλώσσα παλεύεις νὰ ξεκολλήσεις
τὰ καβουρντισμένα ἀμύγδαλα ἀπ’ τὰ δόντια σου.
Ὕστερα στὸ Κάρπαθος, τὸ τζενεραλάδικο.
Βάρδια στὸ κατάστρωμα, τέσσερις-ὀχτώ. Παρέα τὰ στιχάκια τοῦ Κόλια
σου. Κεῖνος τὰ φταίει ποὺ μπαρκάρισες. Φυσᾶς τὸν καπνό σου στὴ νύχτα.
Ψηλὰ στὸν οὐρανό, ὁ Σταυρὸς τοῦ Νότου φέγγει ἀδιάφορος, κι ἄς τό
‘χες ὄνειρο νὰ τὸν δεῖς μὲ τὰ μάτια σου. Σκληρὸ κι ἀδιάφορό το Σύμπαν.
Ξέρεις. Σὰν τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ ὥρα περνᾶ, τὸ τσιγάρο
τελειώνει. Τσουρούτικο, σὰν τὴ ζωὴ κι αὐτό. Ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα.
Πλατεία Βάθης, παρκάρεις ὅπως πάντα ἔξω ἀπ’ τὸ τυροπιτάδικο τῆς
Σωκράτους. Ἡ Φραντσέσκα, ἡ μόνη ποὺ ἀντέχει τὴν καραβίσια μυρωδιά
σου, σοῦ χαϊδεύει τὸ πρόσωπο τὴν ὥρα ποὺ ξαλαφρώνεις. Τινάζεσαι.
Τὰ χάδια πονᾶνε ὅταν τὰ πληρώνεις. Δὲν θὰ ξαναπᾶς.
Πετᾶς τὸ τσιγάρο. Ὁ ἀέρας
φυσᾶ, ὁ σπάγκος σοῦ τραβὰ τὸ χέρι. Εἶναι ἡ ὥρα. Σὲ λίγο τα μπαλόνια
σου θὰ σκορπίσουν στὸν οὐρανό. Τὰ παιδιὰ θὰ σηκώσουν τὸ βλέμμα, θὰ
δείξουν μὲ τὸ δάχτυλο. Θὰ στέκονται γιὰ ὥρα καὶ θὰ κοιτάζουν. Θ’ ἀναρωτιοῦνται
ἀπὸ ποῦ ἔρχονται ὅλα αὐτὰ τὰ μπαλόνια καὶ ποῦ στὸ καλὸ πηγαίνουν.
Κι ἴσως, τότε, κάποιος τοὺς πεῖ πὼς πᾶνε νὰ βροῦν ἐκείνους ποὺ φανήκανε
τελικὰ δυνατοί.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἐλευθερία Τελειώνη (Ἀθήνα,
1983). Σπούδασε Ὀργάνωση καὶ Διοίκηση Ἐπιχειρήσεων στὸ Πανεπιστήμιο
Πειραιά, Ἑλληνικὴ Φιλολογία στὸ ΕΚΠΑ καὶ εἶναι κάτοχος MPhil(B)
Modern Greek Studies ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Birmingham στὴν Ἀγγλία.
Ἐργάζεται ὡς ἐπιμελήτρια κειμένων. Παρακολούθησε τὰ μαθήματα
δημιουργικῆς γραφῆς τοῦ Χρήστου Οἰκονόμου στὸν ΙΑΝΟ. Διηγήματά
της ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ διάφορα ἠλεκτρονικὰ περιοδικά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου