Σε ένα σκηνικό «νεοφιλελληνισμού», όπου η Ελλάδα έρχεται στο προσκήνιο σαν
ο μικρός ασθενής του 21ου αιώνα, η συζήτηση για τον «παλαιοφιλελληνισμό»
και τη φυσιογνωμία του Λόρδου Βύρωνα αποκτά καινούριο ενδιαφέρον… Η χρονική απόσταση
των δυο αιώνων κάνει δύσκολο το ψυχογράφημα αυτού του ιδιότροπου αντιήρωα , καθώς μάλιστα
ενεδρεύει ο κίνδυνος των αυθαίρετων γενικεύσεων
επί τη βάσει κάποιων
επιβεβαιωμένων στοιχείων : Όμως ο λόγος της
Σώτης Τριανταφύλλου συνθέτει ένα λαμπρό
αφήγημα και μια εξαιρετική βάση - για αμφισβητήσεις ή για παραπέρα εμβάθυνση στα
δρώμενα, ενός ατόμου και μιας σημαντικής για τον Ελληνισμό εποχής … Oi υπογραμμίσεις επί του κειμένου είναι δικές μου ....Γ.Σχ.
Αντίο λοιπόν Οράτιε, που σε μίσησα τόσο,
Όχι για τα δικά σου σφάλματα, αλλά για τα δικά μου. (Childe Harolde, 4)
Τι κρίμα, έλεγε η Κάρεν Μπλίξεν, να χάσει
ένας άνθρωπος το όνομά του, προτού χάσει τη ζωή του. Ο λόρδος Μπάιρον, αν και
πέθανε νωρίς, έχασε το όνομά του, παρόλο που το όνομα, η φήμη του, τον
ενδιέφεραν περισσότερο από τη ζωή του· έπειτα, ξεχάστηκε μαζί με τους ποιητές
της Λίμνης και ολόκληρο τον αγγλικό ρομαντισμό, που έγινε «passé» στην εποχή
της βασίλισσας Βικτορίας και του Άλφρεντ Τένισον.
Το
ρομαντικό πάθος, η κοινωνική αντισυμβατικότητα, τα ερωτικά σκάνδαλα και η ηθική
αμφισημία δεν είχαν θέση στη βικτοριανή περίοδο, κατά την οποία εξυμνούνταν ο
ευρωπαϊκός χριστιανισμός και η μεγαλοσύνη της αυτοκρατορίας. Χρόνια αργότερα, ο
Μπάιρον δοξάστηκε: όμως, το κοινό, οι κριτικοί, οι βιογράφοι ενδιαφέρθηκαν
λιγότερο για το έργο και περισσότερο για το σώμα του.
Ο Τζορτζ Γκόρντον Νόελ Μπάιρον υπήρξε ο
δημιουργός ενός προσωπικού μύθου, άρα, ήταν επιρρεπής στη βεβήλωση, στις
διαστρεβλώσεις, στην απομυθοποίηση: οι μύθοι κατασκευάζονται για να
κατεδαφιστούν. Σχετικά με τον Μπάιρον, μπορεί να διαλέξει κανείς ανάμεσα στην
αλήθεια και το ψέμα, ανάμεσα στα ιδιωτικά βίτσια και τις δημόσιες αρετές· όπως
άλλωστε συμβαίνει με τους μεταγενέστερους Έρνεστ Ντάουζον και Όσκαρ Γουάιλντ.
Το φιλοθεάμον κοινό διαλέγει το πρώτο: ένας ερωτικός ήρωας έχει περισσότερο
ενδιαφέρον από μια άθυμη, «βυρωνική» φιγούρα. Συχνά, ο Μπάιρον θεωρείται
–κυρίως από μη Βρετανούς κριτικούς– προϊόν μιας προνομιούχας τάξης, γόνος της
κακομαθημένης αγγλικής αριστοκρατίας του Διαφωτισμού: στην πραγματικότητα, ο Τζορτζ
Γκόρντον Νόελ, αν και προερχόταν από παλιά νορμανδική οικογένεια -τους Buron–
μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια. Ο πατέρας του, γνωστός ως «τρελο-Τζακ» ήταν
στρατιωτικός και τρελός για δέσιμο· η μητέρα του, κληρονόμος σκοτικής
καταγωγής, επίσης θεότρελη κι επιπλέον ανάγωγη κι ανυπόφορη. Εξάλλου, ο «Τζακ»,
αφού της έφαγε όλη την περιουσία, αποδήμησε όταν ο γιος του ήταν μόλις τριών
ετών. Όλο το σόι είχε λόξα: η μητέρα Μπάιρον κορόιδευε το παιδί γιατί είχε
γεννηθεί με μια ελαφριά παραμόρφωση στα πέλματα («ελαφρά» παραμόρφωση, αλλά
«βαριά» πλατυποδία: «Κούτσαβλε!» τον αποκαλούσε) κι ο θείος, από τον οποίο o
Τζορτζ Γκόρντον κληρονόμησε τον τίτλο του λόρδου όταν έκλεισε τα δέκα του
χρόνια, είχε το παρατσούκλι «μοχθηρός λόρδος» ή «κακιασμένος λόρδος». Ο θείος
ζούσε σαν ερημίτης σ’ έναν ερειπωμένο πύργο, στο Νιούστεντ, μαζί με τα
φαντάσματα. Όσο για τον μικρό Μπάιρον, ήταν το μοναχοπαίδι του δεύτερου γάμου
του Τζακ, ο οποίος είχε ήδη μιακόρη, την Αυγούστα, από το γάμο του με τη λαίδη
Καρμάρθεν. Ο Τζορτζ Γκόρντον πέρασε τα δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια στο
Άμπερντιν της Σκοτίας, ενώ ο θείος, από τον οποίο κληρονόμησε τον τίτλο,
μάθαινε τους γρύλους να υπακούουν στις διαταγές του: αυτό ήταν το χόμπι του
«μοχθηρού λόρδου». Όταν πέθανε, το 1798, ο Τζορτζ Γκόρντον και η νευρασθενική
του μάνα έμεναν στο Νότινχαμ, μια θλιβερή γκρίζα πόλη, όπου δεν άργησαν να
βγάλουν το κακό όνομα: η κυρία Μπάιρον έσπαγε πορσελάνες στο κεφάλι του γιου
της και κράδαινε εναντίον του πυρακτωμένες μασιές για το τζάκι («Κούτσαβλε!»).
Ωστόσο, με τη μικρή κληρονομιά που πήρε από τον θείο, ο Τζορτζ Γκόρντον
κατάφερε να σπουδάσει στο Χάροου: τη χρονιά που μπήκε στο Χάροου –το 1801–
συνάντησε για πρώτη φορά την ετεροθαλή αδερφή του, ενώ το 1803 γνώρισε τον
ρομαντικό έρωτα (χωρίς ανταπόκριση) στο πρόσωπο της Μαίρη Τσόγουερθ,
μικρανιψιάς ενός ανθρώπου που ο «μοχθηρός λόρδος» είχε σκοτώσει σε μονομαχία.
Τα
πρώτα χρόνια της νιότης του σημαδεύτηκαν από το θάνατο: τρεις φίλοι του πέθαναν
ξαφνικά, και ο Μπάιρον εξέλαβε τα τραγικά γεγονότα σαν οιωνούς: «Μια κατάρα με
κυνηγάει» δήλωσε, πράγμα που φάνηκε να επιβεβαιώνεται όταν πέθανε ξαφνικά ο
σκύλος του, τον οποίο υπεραγαπούσε. Η ζωή τού φαινόταν ζοφερή και, όπως έλεγε αργότερα, περνούσε τον καιρό
του «κάτω από ένα σύννεφο». Από το Χάροου αποφοίτησε αφού έκλεισε τα δεκαεφτά
χωρίς να διαπρέψει σε τίποτα εκτός από τη ρητορική και το κολύμπι. Τον Οκτώβριο
του 1805 γράφτηκε στο Κέιμπριτζ (παρόλο που προτιμούσε την Οξφόρδη), όπου
άρχισε να υφαίνει το μύθο του: ένας δανδής που πίνει σόδα για να μην παχύνει
(οι Μπάιρον είχαν τάση προς την παχυσαρκία) και που αναπτύσσει σχέσεις στοργής
μ’ ένα νεαρό μέλος της χορωδίας, ονόματ Έντλεστον. Το 1821, όταν ο Μπάιρον
βρισκόταν στη Ραβένα και βαριόταν θανάσιμα, αναπολούσε εκείνο το καλοκαίρι του
1806: «ήταν η πιο ρομαντική περίοδος της ζωής μου [...] ζούσα ένα βίαιο, αγνό,
ερωτικό πάθος...»· κι εκτός από το πάθος, ζούσε την ανδρική φιλία που
έμελλε να τον αλλάξει για πάντα και να τον συντροφέψει σε μια ζωή γεμάτη
διακυμάνσεις.
Στο Κέιμπριτζ, γνώρισε τον Τζον Καμ
Χόμπχαους, τον καλύτερο φίλο της ζωής του, ο οποίος, αν και δεν ενέκρινε το
ντύσιμό του –άσπρο καπέλο και γκρίζο πανωφόρι– ενθουσιάστηκε με τους πρώτους
του στίχους που εκδόθηκαν το καλοκαίρι του 1807 με τον τίτλο Ώρες αδράνειας.
Το βιβλιαράκι επαινέθηκε από κριτικούς και δούκισσες, τονώνοντας το ηθικό τού
φτωχού Μπάιρον, του οποίου η μόνη αληθινή περιουσία ήταν ένας ουρανοκατέβατος
τίτλος ευγενείας κι ένα πόδι που σερνόταν. Η επιτυχία των Ωρών τού
προκάλεσε οράματα μεγαλείου: ονειρευόταν ν’ αποκτήσει καθαρόαιμα άλογα και μια
ερωμένη που θα μπορούσε να επιδεικνύει στο Μπράιτον, την πόλη του ξεφαντώματος.
Επιζητούσε τη χλιδή και
την κοινωνική αναγνώριση, αλλά, φεύγοντας από το Κέιμπριτζ, βρέθηκε με χρέη
δώδεκα χιλιάδες λίρες: ήταν κιόλας ένας σνομπ που έπρεπε, πάση θυσία, ν’
αποφύγει τους δανειστές του. Έτσι, ο Μπάιρον μεταμορφώθηκε σιγά σιγά
στον Τσάιλντ Χάρολντ, τον ήρωα του επικού του ποιήματος, τον μεγάλο ταξιδευτή,
τυχοδιώκτη και καρδιοκατακτητή: το καλοκαίρι του 1808 αποφάσισε να εγκαταλείψει
την Αγγλία. Ήδη, η οικογένεια Μπάιρον είχε βγάλει έναν επαγγελματία ταξιδιώτη,
έναν ναύαρχο με το παρατσούκλι «κακοκαιρισμένος Τζακ» γιατί, περιέργως, όπου
πήγαινε συνέβαιναν θεομηνίες. Προτού επιβιβαστεί στο πλοίο για τη Νότια Ευρώπη,
ο Τζορτζ Νόελ Γκόρντον έμεινε στο γοτθικό αββαείο του Νιούστεντ (το κάστρο του
νεκρού θείου), όπου έγραψε τη σάτιρα Άγγλοι βάρδοι και Σκότοι κριτικοί
κι όπου είδε, όχι χωρίς ματαιοδοξία, τον εαυτό του να γίνεται, εκτός από
επίδοξος Τσάιλντ Χάρολντ, ένας ασυνήθιστα ωραίος, εκκεντρικός και επιτυχημένος
ποιητής.
Τον Ιούλιο του 1809 ο Μπάιρον βρισκόταν
κιόλας στην Πορτογαλία μαζί με τον Χόμπχαους. Για πρώτη φορά ένιωθε
ευτυχισμένος· «ο κόσμος απλώνεται στα πόδια μου» έγραψε στη μητέρα του, που
είχε εγκατασταθεί στο Νιούστεντ (μαζί με τα φαντάσματα). «Όσο για τα μελλοντικά μου
σχέδια, ίσως εργαστώ στο αυστριακό ή στο τουρκικό διπλωματικό σώμα, αν βρω τους
τρόπους τους ελκυστικούς.» Ο Μπάιρον ονειρευόταν να γίνει ένας ευγενής
μισθοφόρος, ένας ρομαντικός ποιητής που παίζει με πιστόλια και γυρίζει τον
κόσμο ιππεύοντας άλογα ράτσας. Πράγματι, μαζί με τον Χόμπχαους, διέσχισαν την
Πορτογαλία και την Ισπανία με άλογα, κι έπειτα πέρασαν με μια σκούνα στη Μάλτα
για να καταλήξουν στη Φλωρεντία. Ο μύθος του Τσάιλντ Χάρολντ ήταν σχεδόν
έτοιμος: στον δρόμο για την Ανατολή, το καράβι ναυάγησε· ο Μπάιρον επέδειξε
τόλμη, το θάρρος του Τσάιλντ, και μαζί μια μεταφυσική πίστη στη μοίρα. Ο
Μπάιρον και ο Χόμπχαους έφτασαν στην Αθήνα μετά από πολλές περιπέτειες,
καπρίτσια, εκρήξεις, ασκήσεις θάρρους και στιγμές μικροπρέπειας (μεταξύ άλλων, ο
Μπάιρον σκότωσε ένα άλμπατρος, χάριν γούστου). Στην Αθήνα, έμειναν δέκα
εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Μπάιρον κατάφερε να ερωτοτροπήσει με
τρεις αδελφές –όλες ανήλικες– και να προχωρήσει το ποίημα τού Τσάιντ Χάρολντ.
Το Μάρτιο του 1810, στη Σμύρνη, τελείωσε τα δύο πρώτα κάντος.
Τα ταξίδια του Μπάιρον και οι επιδείξεις
ανδρισμού αποτέλεσαν μεγάλο μέρος της ύπαρξής του: αν και η ψυχική του διάθεση κυμαινόταν από την
ευφορία ώς την αβυσσαλέα απελπισία και τούμπαλιν, δεν παρέλειψε να διασχίσει
κολυμπώντας τον Ελλήσποντο, να πέσει και να τσακιστεί στην
Κωνσταντινούπολη –υπό τα όμματα του πλήθους– ν’ αποχαιρετήσει στην Τζια τον
Χόμπχαους με δάκρυα στα μάτια και να συνεχίσει ακάθεκτος τις περιπλανήσεις του.
Μετά από δυο χρόνια απουσίας από την Αγγλία, επέστρεψε στα μέσα Ιουλίου του
1811, κουβαλώντας μαζί του δυο τρεις χελώνες, δυο τρεις υδρίες, δυο τρία κρανία
και ένα φιαλίδιο κώνειο· λάφυρα μιας εξωτικής εμπειρίας. Προτού φτάσει στο
Νιούστεντ, η κυρία Μπάιρον πέθανε, με λίγες μέρες διαφορά από τον φίλο του
Μάθιους που πνίγηκε σ’ ένα χαντάκι. Το αντιστάθμισμα της δεύτερης τραγωδίας
(έτσι κι αλλιώς, ο Μπάιρον δεν έτρεφε αισθήματα στοργής για τη μάνα του) ήταν η
επιτυχία των δύο κάντος του Τσάιλντ Χάρολντ, που τον έφερε κοντά στην
καλή κοινωνία, καθώς και στους Γουίγους, το κόμμα που υποστήριζε, μιας και είχε
δει με τα μάτια του την αθλιότητα της βιομηχανικής Αγγλίας.
Ο Τσάιλντ Χάρολντ άλλαξε τη ζωή του
και τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο: «Μια μέρα ξύπνησα» είπε, «κι ήμουν
διάσημος.» Το ποίημα τού Τσάιλντ Χάρολντ είναι μια προβολή της δικής του
οδύσσειας: κάθε σκηνή μοιάζει με σκιά της μαγικής λατέρνας του βυρωνικού
ταμπεραμέντου· κάθε στροφή συμβάλλει στο πανόραμα του «μελαγχολικού πλάνητα»,
του ξένου με την «καρδιά από μάρμαρο», με τον οποίο ο Μπάιρον ταυτίστηκε στην
κοινή συνείδηση. Η Βρετανία του 1812, όπου ο βασιλιάς Γεώργιος ο ΙΙΙ είχε
χαρακτηριστεί «ανίκανος», διερχόταν την περίοδο της Αντιβασιλείας. Ο Μπάιρον έμοιαζε να στέκεται
αμήχανος στην άκρη ενός πλήθους αριστοκρατών που στροβιλίζονταν σε χορούς και
επιδίδονταν σε εξωφρενικές σπατάλες, ενώ στις φτωχογειτονιές πολλαπλασιάζονταν
τα θύματα της βιομηχανικής επανάστασης. Εκείνη την εποχή, ο ποιητής του Τσάιλντ
Χάρολντ μεταμορφώθηκε ξανά: αυτήν τη φορά, σε ακούραστο εραστή· οι ερωτικές
του περιπέτειες, καθώς και μερικά μικροσκάνδαλα, συνέβαλαν στο μύθο του. Η
σχέση του με τη λαίδη Καρολάιν Λαμ έγινε το αγαπημένο θέμα κουτσομπολιού τη
υψηλής κοινωνίας, και ο Μπάιρον θεωρήθηκε –όχι εντελώς άδικα– συμφεροντολόγος,
καθώς χρησιμοποιούσε κατάφωρα τη γοητεία του για να εδραιώσει τη θέση του στους
αριστοκρατικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Κατά κάποιον τρόπο, έπαιζε,
ασυνείδητα, το ρόλο του Βαλμόν στις Επικίνδυνες σχέσεις· συμπεριφερόταν
με σκληρότητα στις γυναίκες και οι γυναίκες τού γίνονταν βάρος. Ένιωθε θήραμα,
αλλά προφανώς δεν ήταν. Ήταν νάρκισσος, σπάταλος, απερίσκεπτος και υποκριτής, ο
ακάματος κατασκευαστής μιας δημόσιας εικόνας για την οποία μπορούσε να θυσιάσει
τα πάντα. Ακόμα και την άνεσή του: για να φαίνεται ψηλότερος, περπατούσε στις
μύτες των ποδιών, πράγμα που μπορούσε να καταλήξει σε ελαφρώς γελοίο θέαμα.
Την εποχή της τρικυμιώδους σχέσης του με
τη λαίδη Καρολάιν Λαμ, ο Μπάιρον γνώρισε την Αναμπέλα Μίλμπανκ –που έμελλε να
γίνει γυναίκα του– και σχετίστηκε στενότερα με την ετεροθαλή αδελφή του, που έμελλε
να παίξει πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή του. Οι δυο τους έμοιαζαν με την Κάθριν και
τον Χίθκλιφ από τα Ανεμοδαρμένα ύψη, αν και το μυθιστόρημα δεν είχε
γραφτεί ακόμα. Στο μεταξύ, τα χρέη συσσωρεύτηκαν πάλι, κι ο Μπάιρον έφυγε για
την Ιταλία. Τα γεγονότα της προσωπικής του ζωής τον είχαν πείσει πως η φυλή των
Μπάιρον ήταν βάναυση και καταδικασμένη, και πως η Αγγλία ήταν το πιο
καταθλιπτικό μέρος στον κόσμο.
Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, ο Μπάιρον
εξέδωσε το «τουρκικό παραμύθι» του με τίτλο Η νύφη της Αβύδου (Νοέμβριος
1813), ενώ, λίγους μήνες αργότερα, η Αυγούστα γέννησε ένα κοριτσάκι, τη
Μεντόρα, που πήρε το επώνυμο του νόμιμου συζύγου της Τζορτζ Λι, αλλά θεωρήθηκε
παιδί του Μπάιρον. Η διακριτικότητα δεν ήταν ποτέ χαρακτηριστικό του, όμως,
μετά τη γέννηση της Μεντόρα, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του και τη γλώσσα
του– για να τροφοδοτήσει το σκάνδαλο. Το αποτέλεσμα ήταν αφόρητη κοινωνική
πίεση, που εκτονώθηκε κάπως μετά την επιτυχία του Κουρσάρου, ο οποίος
κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1815. Ωστόσο, το ισχυρότερο αντίδοτο στην
κατακραυγή ήταν ο γάμος του με την πολύ καθωσπρέπει Αναμπέλα Μίλμπανκ, ένας
γάμος γεμάτος αμφιβολίες –από την πλευρά του Μπάιρον–, σκοτεινές σκέψεις και
πικρές συγκρούσεις. Ο μήνας του μέλιτος εξελίχθηκε σε εφιάλτη, πράγμα σχεδόν
αναμενόμενο μιας και οι νεόνυμφοι είχαν την ατυχή ιδέα να τον περάσουν στα
βαλτοτόπια του Γιόρκσαϊρ και μάλιστα μέσα στο καταχείμωνο (Ιανουάριος 1815).
Όμως, δεν έφταιγε ούτε ο καιρός, ούτε το ζοφερό τοπίο: σύμφωνα με τη
μεταγενέστερη μαρτυρία της λαίδης Μπάιρον, σ’ όλη τη διάρκεια του μήνα του μέλιτος ο ποιητής
αλληλογραφούσε με την Αυγούστα και περιπλανιόταν στα έλη μοναχός του· στις
ιδιωτικές τους στιγμές συμπεριφερόταν σκληρά και ειρωνικά· βαριόταν εύκολα,
έκανε δηλητηριώδη σχόλια και περιφρονούσε τις αγγλικές συνήθειες του τσαγιού
και της ψιλοκουβέντας· δεν έχανε ευκαιρία να προσβάλλει τη λαίδη
Μπάιρον, την αγγλικότητά της και τους πουριτανικούς της τρόπους. Ο μήνας του
μέλιτος τελείωσε στο σπίτι της Αυγούστα στο Σιξ Μάιλ Μπότομ του Κέιμπριτζσαϊρ,
όπου, παρά την καλοσύνη και την ευγένεια της οικοδέσποινας, η λαίδη Μπάιρον
υπέφερε τα πάνδεινα: ο λόρδος Μπάιρον φερόταν σαδιστικά, στα όρια της
παραφροσύνης. Αν και τη φήμη του τρελού είχε ο Σέλεϊ, ο Μπάιρον φαινόταν να τον
συναγωνίζεται. Η κόρη του, που γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1815, βαφτίστηκε
Αυγούστα Άντα, γεγονός που οδήγησε, με διαδοχικές εκρήξεις, στη διάλυση του
γάμου με την Αναμπέλα. Παρ’ όλ’ αυτά, η Αναμπέλα πίστευε πως ο σύζυγός της
έπασχε από νοσηρή φαντασία, πως η ανεξέλεγκτη συμπεριφορά του, η ροπή του προς
τη μελαγχολία και οι αυτοκτονικές του διαθέσεις δεν ήταν παρά συμπτώματα
κάποιας ιάσιμης εγκεφαλικής διαταραχής. Ο χωρισμός προκάλεσε ένα ακόμα
σκάνδαλο: ο Μπάιρον χαρακτηρίστηκε μισάνθρωπος και διεφθαρμένος· όπου πήγαινε
–στην όπερα, σε κοινωνικές εκδηλώσεις–, τον παρατηρούσαν σαν παράξενο κι
επικίνδυνο ζώο που θα έπρεπε να μπει σε κλουβί. Εκτός από την Αυγούστα, ένιωθε
πως δεν είχε κανέναν άλλο με το μέρος του.
Δεν ήταν αλήθεια: ο Μπάιρον διήγε πάντα
μέσα στη φιλία και δεν ήταν λίγοι όσοι μαγνητίζονταν από τα δαιμονικά του
ένστικτα. Κι όπως συνήθως, όταν η κατάσταση επιδεινωνόταν, ο Μπάιρον έφυγε πάλι
από την Αγγλία: από τις Κάτω Χώρες, έφτασε στη Γενεύη ακολουθώντας το Ρήνο,
όπου συνάντησε τον Σέλεϊ, έναν «απελπισμένο άθεο», σύντροφο στη βλασφημία και
τις άνομες απολαύσεις. Ο Σέλεϊ αγαπούσε τον Μπάιρον, αν και τον θεωρούσε «τρελό
σαν τον άνεμο» και «σκλάβο σε ποταπές και χυδαίες προκαταλήψεις»· η φιλία τους
αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας της αγγλικής ποίησης κι ένα σημείο
των καιρών· κι ακόμα, ένδειξη του θλιμμένου μεγαλείου και των δυο τους: η
πλήρης απουσία οποιασδηποτε άμιλλας, η εξιδανίκευση του ενός από τον άλλον, η
συντροφικότητα σε ερωτικές και ταξιδιωτικές περιπέτειες· τέλος, οι καβγάδες, οι
συμφιλιώσεις.
Το
τρίτο κάντο του Τσάιλντ Χάρολντ εκδόθηκε το 1818, αλλά,στο μεταξύ ο Μπάιρον είχε γράψει το
Μάνφρεντ και τον Φυλακισμένο της Τσιλόν, που ο Σέλεϊ πήρε μαζί
του γυρίζοντας στην Αγγλία τον Αύγουστο του 1816. Η παραμονή τού Μπάιρον στη
λίμνη της Γενεύης ήταν η παραγωγικότερη περίοδος της ζωής του, αν και φοβόταν
διαρκώς τα γηρατειά και το θάνατο: «Έχω ζήσει, κι όχι μάταια· ο νους μου
ίσως χάσει το σφρίγος του, το αίμα μου τη φλόγα του· κι ίσως το κορμί μου χαθεί
μες στο θανάσιμο πόνο...» έγραφε στο τρίτο κάντο του Τσάιλντ
Χάρολντ, ενώ οι στίχοι του, τόσο στον Χάρολντ, όσο και στον Δον
Ζουάν, μοιάζουν ακόμα και σήμερα πυρετικοί, όπως ταιριάζει σ’ έναν
ρομαντικό ποιητή. Πράγματι, στο πρόσωπο του Μπάιρον, ο ρομαντισμός είχε βρει
τον πιο χαρακτηριστικό του εκπρόσωπο, έναν «showman», όπως γράφει ο καθηγητής
και κριτικός Πίτερ Κουένελ στον πρόλογο των απάντων του. Ο «showman»
εκδηλωνόταν με θεαματικές χειρονομίες (ο δόκτωρ Πολιντόρι διηγείτο ότι, το
1816, μόλις έφτασε με τον Μπάιρον στην Οστάνδη, ο ποιητής «έπεσε πάνω στην
καμαριέρα σαν κεραυνός»), εξίσου χονδροειδείς υπερβολές (σε επιστολή του από το
πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα έγραφε: «Το σκορ μέχρι σήμερα είναι διακόσιες γυναίκες») και όχι
λιγότερο εντυπωσιακές επιδόσεις στην ποίηση και στις εναλλαγές ψυχικών
διαθέσεων.
Αν και ο Μπάιρον θαύμαζε τον «κλασικιστή»
Αλεξάντερ Πόουπ, κατέληξε ίνδαλμα του ρομαντικού κινήματος, το οποίο απέρριπτε
τον κλασικισμό ως συνώνυμο του πολιτικού συντηρητισμού. Ο Μπάιρον, μολονότι αυθόρμητα και αναπόφευκτα
εξεγερμένος, δεν ήταν επαναστάτης: θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
διχασμένος ανάμεσα στον ατομισμό και στα κοινωνικά πάθη, ανάμεσα στον σνομπισμό
και τη συναισθηματική και ηθική αναρχία, στον ενθουσιασμό και την έμμονη ιδέα
της πατροπαράδοτης κατάρας. Στο μέτωπό του, όπως έλεγε ο Ρόμπερτ Σάουδι,
έμοιαζε να είναι χαραγμένο το στίγμα του Κάιν: όταν τον πρωτοείδε η λαίδη Ρόουζμπερι,
λιποθύμησε· το ίδιο κι ένας ηλικιωμένος ψευτοδιανοούμενος, που κατέρρευσε μόλις
τον αντίκρισε. Ο Σάουδι αποδίδει τις αντιδράσεις αυτές στη δυσπιστία που
απέπνεε το πρόσωπο του Μπάιρον, «που έκανε αδύνατο το να τον εμπιστευτείς». Ο
ίδιος έλεγε πως κατέστρεφε «ό,τι τον πλησιάζει», διαπίστωση που δείχνει τόσο
την αυταρέσκεια, όσο και τον αυτο-οικτιρμό που τον συνόδευαν, ιδιότητες με
συχνά φαρσικά αποτελέσματα.
Τα μεγάλα βάσανα και οι μικροί άθλοι του
Μπάιρον συνεχίζουν να επισκιάζουν το ποιητικό του έργο: η βιογραφία του, όπως
συμβαίνει και με τον Σκότο ποιητή Ρόμπερτ Μπερνς, αποτελεί λαϊκό ανάγνωσμα,
αντίθετα από την ποίησή του. Εξάλλου, στην εποχή του, λίγοι ήταν οι «σοβαροί» κριτικοί που
ασχολήθηκαν μαζί του, ακόμα λιγότεροι εκείνοι που αντιλήφθηκαν την επιρροή την
οποία θα ασκούσε στους μεταγενέστερους. Είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς
πως η ποίηση του Ρόμπερτ Μπράουνιγκ είναι ανεπηρέαστη από τον Δον Ζουάν,
αν και για τον Μπράουνιγκ το ποιητικό υπόδειγμα ήταν πάντα ο Σέλεϊ.
Παρά τη «ρομαντική υπερβολή», ο Μπάιρον
περνούσε μεγάλα διαστήματα ηρεμίας και πεζότητας. Όταν ταξίδεψε με τον
Χόμπχαους στις Άλπεις, η διάθεσή του ήταν λυρική: κρατούσε ημερολόγιο για χάρη
της Αυγούστα, όπου περιέγραφε τους παγετώνες σαν «παγωμένους τυφώνες» κι όπου
της δήλωνε την αγάπη του, «την εγκληματική του επιθυμία», όπως τη χαρακτήριζε η
λαίδη Μπάιρον. Το 1819, ο Μπάιρον έγραφε στην Αυγούστα ότι δεν μετάνιωνε για
τίποτα εκτός από «εκείνο τον καταραμένο γάμο»: «Τι ηλίθια που φέρθηκα!»
συνέχιζε. «Θα μπορούσαμε να ζήσουμε οι δυο μας, ανύπαντροι· δεν θα βρω καμιά
σαν εσένα, ούτ’ εσύ σαν εμένα. Ξέρω, ακούγεται ματαιόδοξο, αλλά είμαστε
προορισμένοι ο ένας για τον άλλον.» Η προσήλωσή του στην Αυγούστα δεν τον
εμπόδισε να επιδοθεί σε κραιπάλες στη Βενετία και τη Ραβένα: όταν ο Σέλεϊ τον
συνάντησε στη Βενετία, τρόμαξε από τη φθορά του σώματός του, από το γέρασμα και
την απόγνωση που δεν μπορούσε πια να κρύψει. Ωστόσο, έγραφε τον Δον Ζουάν,
ένα ακόμα επικό ποίημα από το οποίο δεν έλειπε η σάτιρα και το χιούμορ, πράγμα
φαινομενικά παράδοξο μιας και ο ποιητής έγραφε παράλληλα στην Αυγούστα: «Δεν
έχω ησυχία στη θάλασσα, δεν έχω ησυχία στη στεριά.»
O
Μπάιρον δεν είχε σαφή πολιτική ιδεολογία, όπως δεν είχε ποιητική θεωρία: αν και
στην Ιταλία συνδέθηκε με το κίνημα των Καρμπονάρων, που ήθελαν να ανατρέψουν
την αυστριακή εξουσία, παρέμεινε ένας ευφάνταστος μεγαλομανής· ένας ταξιδιώτης που κουβαλούσε όπου
πήγαινε μια κάποια ιδέα για την ελευθερία, όσο κι ένα ολόκληρο θηριοτροφείο:
όταν έφυγε άρον άρον από την Πίζα μαζί με την οικογένεια Γκάμπα, την οποία η
αστυνομία κυνηγούσε για την ανατρεπτική της δράση, ο Μπάιρον μετέφερε στη Βενετία δέκα άλογα, οκτώ
θεόρατα σκυλιά, τρεις πιθήκους, πέντε γάτες, πέντε παγόνια, έναν αετό, μια
κουρούνα, ένα γεράκι, δυο φραγκόκοτες κι έναν αιγυπτιακό πελαργό. Η εκκεντρικότητά
του είχε φτάσει στο απόγειό της και είχε καταντήσει βάσανο για τον Σέλεϊ, ο
οποίος προσπαθούσε μάταια να τον πείσει να αναλάβει την κόρη που είχε αποκτήσει
με την Κλερ Κλέρμοντ. Τελικά, το κοριτσάκι, με το ειρωνικό όνομα Αλέγκρα,
πέθανε σ’ ένα μοναστήρι κοντά στη Ραβένα. Ο θάνατος της κόρης του προκάλεσε
στον Μπάιρον σοβαρή υπαρξιακή κρίση και οι σχέσεις ανάμεσα στην Κλερ Κλέρμοντ,
τον Σέλεϊ, τη Μαίρη Σέλεϊ έγιναν πιο προβληματικές και μπερδεμένες από ποτέ. Ο
Μπάιρον άρχισε να ολισθαίνει όλο και περισσότερο στη μοναξιά, ενώ όλα του τα
ελαττώματα –η τεμπελιά, η φιλαργυρία, ο κυνισμός, η νωθρότητα (έτσι κι αλλιώς,
πίστευε πως με την ποίηση ασχολούνται μονάχα οι αργόσχολοι)– διογκώθηκαν.
Εξάλλου, τα ποιητικά του δράματα Μαρίνο
Φαλιέρο, Σαρδανάπαλος και οι Οι δυο Φοσκάρι απογοήτευσαν τον
εκδότη του και η αντίδρασή του προκάλεσε στον ποιητή νευρική δυσπεψία και
δυσθυμία. Ξαφνικά, το ελευθεριάζον στιλ της ζωής των Σέλεϊ άρχισε να τον
ενοχλεί, η προκλητική τους αθεΐα τού φαινόταν σκανδαλώδης. Ωστόσο, ο Σέλεϊ δεν
τον εγκατέλειψε και μέσω αυτού ο Μπάιρον απέκτησε τους δυο τελευταίους φίλους
της ζωής του: τον Έντουαρντ Τρελόνι και τον Λι Χαντ, οι οποίοι έμελλε να
καλύψουν το κενό που άφησε ο Σέλεϊ όταν πνίγηκε, στις 8 Ιουλίου του 1822, κοντά
στη Λα Σπέτσα. Το πτώμα του ξεβράστηκε δέκα μέρες αργότερα στο Βιαρέτζο και
κάηκε στην παραλία παρουσία του Μπάιρον, του Χαντ και του Τρελόνι. Ο Μπάιρον
ήταν συντετριμμένος. Όλες του οι μεταμφιέσεις, εκείνη του βαμπίρ (όπως
διαφαίνεται στο ποίημα του Ο Γκιαούρ), εκείνη του πειρατή (Ο
Κουρσάρος), του νεκρομάντη (Μάνφρεντ) και του έκπτωτου αγγέλου (Κάιν)
κατέληξαν σε μια ερεβώδη ψυχική κατάσταση, έναν εφιάλτη για τη συντέλεια του
κόσμου (όπως φαίνεται στο ποίημα «Σκοτάδι»).
Η
απελπισία δεν κράτησε πολύ: στην πραγματικότητα, το μόνο που ενδιέφερε τον
Μπάιρον ήταν η λογοτεχνική και κοινωνική του επιτυχία. Μια συνεργασία με τον Χαντ στην
εφημερίδα «The Liberal» ναυάγησε: μεταξύ άλλων, έπαιξαν ρόλο τα εφτά παιδιά του
Χαντ τα οποία, κατά την παραμονή της οικογένειας Χαντ στην Ιταλία, προκάλεσαν
στον Μπάιρον νευρική κρίση. Τα παιδιά τον έκαναν έξω φρενών, ιδιαίτερα τα
απειθάρχητα βλαστάρια των Χαντ τα οποία του θύμιζαν, όπως είπε, τους Yahoos από
τα Ταξίδια του Γκάλιβερ.
Ο Μπάιρον ολοκλήρωσε τον Δον Ζουάν στη
Γένοβα όπου έπληττε και γκρίνιαζε ώσπου έφτασαν στην πόλη οι Μπλέσινγκτον, μια
οικογένεια ευγενών από το Λονδίνο, τους οποίους υποδέχτηκε με μάλλον αξιολύπητο
ενθουσιασμό. Η λαίδη Μπλέσινγκτον έγραψε αργότερα ότι ο ποιητής φαινόταν
περισσότερο κουτσομπόλης κοσμικός παρά καλλιτέχνης, και πως το άλογό του ήταν
στολισμένο με τα πιο φανταχτερά διακοσμητικά αντικείμενα, σαν μασκαράς. Αν και ο Μπάιρον επιζητούσε
πάντα το καλό γούστο, δεν κατάφερε ποτέ να το κατακτήσει. Όπως έλεγε ο
Γκαίτε, ο Μπάιρον καταλάβαινε τον εαυτό του «αμυδρά»: τώρα, το 1822,
καταλάβαινε «αμυδρά» πως είχε γίνει ένα ασυνάρτητο μείγμα δύναμης κι αδυναμίας,
συναισθηματισμού και αγριότητας, ανευθυνότητας και τραγικής βαρύτητας· ο μύθος
του έπεφτε βαρύς στους εύθραυστους ώμους του. Ο Μπάιρον είχε παγιδευτεί στον
ιστό που είχε υφάνει και η αγάπη για τη ζωή είχε δώσει τη θέση της στη λαχτάρα
για το θάνατο. Η ποίησή του ήταν συχνά«παραφορτωμένη»: το ανυπέρβλητο, το
εξωτικό και σατιρικό στοιχείο μεγεθύνονταν επικίνδυνα· οι στίχοι του
χαρακτηρίζονταν από φρενήρη μελαγχολία και μια μορφή comic relief, λείψανο της
παραδοσιακής αγγλικής ποίησης του 17ου αιώνα, αν όχι κληρονομιά της Ars
Poetica του Οράτιου. Συχνά, όπως γράφει ο κριτικός Ντάγκλας Νταν, ο Μπάιρον
μετέτρεπε τα ποιήματά του σε τσίρκο· όπως ο Φίλιπ Λάρκιν αργότερα, φαινόταν να
μην παίρνει την ποίηση στα σοβαρά: κι όπως ο ίδιος, οι στίχοι του είναι γεμάτοι
αντιφάσεις. Μερικές φορές, για τον σύγχρονο αναγνώστη, ποιήματα σαν το «So,
We’ll Go no More A-roving» μοιάζουν με στίχους ροκ τραγουδιών· άλλες, όπως μέρη
από τον Δον Ζουάν, μοιάζουν με μονολόγους «progressive» καλλιτεχνών της
δεκαετίας του 1980. Τέλος,
η ποίηση του Μπάιρον βρίθει από στίχους που θυμίζουν παιδικά τραγούδια,
ευφάνταστα νανουρίσματα: «Στην κομητεία του Νότινχαμ, στο Σουάν Γκριν, ζει
μια μάγισσα κακιά, γριά σαν κουφάρι, κι όταν πεθάνει, ελπίζω γοργά, θα πάει
στο φεγγάρι.»
Μέσα στο κλίμα του οριενταλισμού που
χαρακτήριζε τον 19ο αιώνα, ο Μπάιρον στράφηκε προς την Ανατολή: αντίθετα
απ’ ό,τι πιστεύεται, ο Μπάιρον δεν είχε σαφείς στόχους· λογάριαζε ν’ αγοράσει
κτήμα στη Νότιο Αμερική, στη Χιλή, ή στο Περού. Ωστόσο, τα ταξίδια στο Λεβάντε
και η επίκληση της Ελλάδας (στα ποιήματα του Σέλεϊ, του Κητς, του Γουίλιαμ
Χέιγκαρθ, του Βικτόρ Ουγκό), καθώς και οι ταξιδιωτικές μαρτυρίες του
Σατομπριάν, του Η. Ντ. Κλαρκ και μιας σειράς αρχαιοκάπηλων, είχαν δημιουργήσει
ένα κύμα προς τις επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μέρη εξωτικά και
πολύπαθα. Γράφει σχετικά ο Ορφεύς Καραβίας, σε έναν πρόλογο μεταφρασμένων
ποιημάτων του Μπάιρον: «Ένας απ’ αυτούς τους αληθινούς, τους ειλικρινείς και
ασυγκράτητους [που άφησαν την πέννα τους να ξεχυθεί ελεύθερα] ήταν κι ο Τζορτζ
Γκόρντον Λορντ Μπάιρον. Εμείς οι Έλληνες, εκείνο που ξέρομε καλύτερα από τη ζωή
του Βύρωνος είναι ότι ήλθε, επολέμησε κ’ εσκοτώθηκε για την Ελλάδα κατά την επανάσταση
του Εικοσιένα. Εκείνο δηλαδή που μας ενδιαφέρει μονόπλευρα ως Έλληνες. Μα αυτό
είναι ολόκληρη η ζωή του, αυτό είναι ολόκληρο το έργο του, αυτό και ολόκληρη η
σκέψη του, η ψυχοσύνθεσή του... Ο Βύρων γεννήθηκε με την επανάσταση στην ψυχή
του, με τη φλόγα της αγάπης για τη Λευτεριά, με το μίσος το άσπονδο για κάθε
δουλεία. Γι’ αυτό έζησε, γι’ αυτό πέθανε... Επέθανε για την Ελλάδα, ειδικώτερα
επέθανε για τη λευτεριά. Αυτή η αγάπη, η λατρεία στη λευτεριά, λατρεία που
άγγιξε τα όρια της παθολογίας! Αυτή τον έκαμε να γράφει ποιήματα, να σατιρίζει
καυστικά τις εθιμοτυπίες και τις προλήψεις της αγγλικής αριστοκρατίας, να ζητή
αχόρταγα το καινούργιο, το ελεύθερο, το ασύλληπτο, να πολεμά με λύσσα κάθε
δυνάστη και να δώσει την περιουσία και τη ζωή για τη Λευτεριά – για την
Ελλάδα!» Ο Ορφεύς Καραβίας συνεχίζει: «Ο Βύρων ανήκε σε μια ράτσα ανυπότακτη,
με πολυτάραχη ιστορία, με ανεξάντλητη ζωτικότητα, μεγαλόπνοη. Αυτός ήταν,
τέτοιος ήταν και ο ποιητής της “Παρθένου των Αθηνών” [...] Ήταν βέβαια μεγάλος
αλτρουιστής αφού για άλλους έδωσε τη ζωή του...»
Τα
παραπάνω απηχούν τον ελληνικό μύθο του Μπάιρον: ο Μπάιρον ως φιλέλλην, ο
Μπάιρον ως «αλτρουιστής», ο Μπάιρον ως επαναστάτης, ο Μπάιρον ως σύμβολο
αυταπάρνησης και αυτοθυσίας. Αν οι Έλληνες διάβαζαν τον Τσάιλντ Χάρολντ και όχι τα φλογερά
«επαναστατικά» στιχάκια που έγραψε στην Ελλάδα, θα ανακάλυπταν έναν picaresque
ήρωα, κι όχι έναν ήρωα: ο Τσάιλντ, δηλαδή εν πολλοίς ο Μπάιρον, είναι
ένας ιππότης που διψάει για καινούργιες εμπειρίες, για συγκλονιστικές
περιπέτειες, για ρομαντικά, ηλιόλουστα τοπία. Για πολλούς, ο Τσάιλντ Χάρολντ
είναι ένα ποίημα επηρεασμένο από τον Σπένσερ, για άλλους από τον Γουόλτερ
Σκοτ· κι όσο για την τρίτη ωδή, δεν φαίνεται επηρεασμένη από κανέναν, πολύ
λιγότερο μάλιστα από το «επαναστατικό πνεύμα» το οποίο εξαίρουν οι Έλληνες
κριτικοί. Το κάντο περιγράφει τη μάχη του Βατερλό και ψυχογραφεί τον
Ναπολέοντα, ανάμεσα σε λίμνες, βουνά και θύελλες, τα συστατικά της ρομαντικής
φαντασίας. Τέλος, το τέταρτο κάντο μεταφέρει τον Τσάιλντ Χάρολντ στη Βενετία και
τη Ρώμη: η Ρώμη ήταν «η πόλη της ψυχής του». Παρ’ όλ’ αυτά, πήρε το δρόμο για
την Ελλάδα, όπου η εξέγερση κατά των Τούρκων είχε αρχίσει πριν από το θάνατο
του Σέλεϊ. Η εξέγερση σημαδευόταν και σπιλωνόταν από εσωτερικές διαμάχες
–«συγκρούσεις φυλάρχων»– και ο εμφύλιος πόλεμος φαινόταν πιθανότερος από την
παλιγγενεσία.
Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1824, ο
τουρκικός στρατός είχε παραιτηθεί από την πολιορκία του Μεσολογγίου και είχε
αποσυρθεί στην Αλβανία: τότε ο Μπάιρον αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Μεσολόγγι.
Φεύγοντας από την Ιταλία, η λογοτεχνική του δραστηριότητα περιορίστηκε σε
στιχάκια που έμοιαζαν με εμβατήρια. Ενώ εκτυλισσόταν η ελληνοχριστιανική
εξέγερση, ο Μπάιρον, με τη βοήθεια του Χόμπχαους πάσχιζε να εξασφαλίσει χρήματα
και διπλωματική υποστήριξη από το Λονδίνο· σχεδόν μάταια, όχι εντελώς μάταια.
Στη Βρετανία, ο ποιητής
δεν μετρούσε: είχε τη φήμη του θρασύτατου ερωτιδέα, του φτωχού συγγενή της
αριστοκρατίας. Πιθανότατα, εκείνη την εποχή δεν διέθετε αρκετό σθένος
και ενέργεια· κι άλλωστε, εκτός του ότι περιφρονούσε τους Έλληνες –«μια φυλή
τόσο διαφορετική από τους κλασικούς της προγόνους»–, προαισθανόταν ότι το
ταξίδι στην Ελλάδα θα ήταν το τελευταίο του. Ήταν μακρύ ταξίδι, κι όταν έφτασε
στην ηπειρωτική Ελλάδα βρέθηκε μπλεγμένος στην ελληνική πολιτική,
αναποφάσιστος, απορημένος μπροστά στα βάρβαρα ελληνικά ήθη. Αντίθετα απ’ ό,τι
πιστεύουν οι περισσότεροι Έλληνες, ο Μπάιρον δεν πολέμησε ποτέ: συζητούσε με
εντεταλμένους της βρετανικής κυβέρνησης για να εξασφαλίσει κονδύλια, αλλά
περνούσε τις μέρες του με σκοποβολή και ιππασία. Αν και γερνούσε πρόωρα, έμενε
θεωρητικά πιστός στο στίχο του «Θέλουμε κρασί και γυναίκες, κρασί και γέλιο»,
χωρίς ωστόσο να καταφέρνει το τελευταίο. Διάβαζε Σερ Γουόλτερ Σκοτ, και
παρατηρούσε απ’ το τρίπατο σπιτάκι όπου έμενε, τα ποτάμια της λάσπης που
διέσχιζαν τη μικρή πόλη. Καμιά φορά, του κατέβαιναν παράδοξες ιδέες: μια μέρα,
ο Τρελόνι τον εμπόδισε να εμφανιστεί φορώντας αρχαίο κράνος· συχνά, είχε
μεγαλεπήβολα σχέδια για «σχολεία, εφημερίδες, ταχυδρομεία, νοσοκομεία»: οι ντόπιοι τον θαύμαζαν αλλά τον
κοιτούσαν σαν να είχε έρθει από άλλον πλανήτη. Ο Μπάιρον εργάστηκε ως
μέλος της λεγόμενης «Επιτροπής του Λονδίνου», που αγωνιζόταν για την ενίσχυση
της ελληνικής αντίστασης, αλλά τα στρατηγικά του σχέδια ήταν, ευλόγως,
ερασιτεχνικά και οι σχέσεις του με τους Σουλιώτες, που σκόπευαν να εκπορθήσουν
τη Ναύπακτο, αποδείχτηκαν προβληματικές. Από μια άποψη, ο Μπάιρον έκανε
πράγματι ό,τι μπορούσε· όμως δεν μπορούσε να κάνει πολλά: ήταν κουρασμένος και
απογοητευμένος, το όνειρο της ηρωικής υστεροφημίας γλιστρούσε μεσ’ απ’ τα χέρια
του· οι απαίδευτοι Έλληνες τού έδιναν στα νεύρα. Όπως οι περισσότεροι Ευρωπαίοι θαύμαζε τους Αθηναίους και
τους Σπαρτιάτες («Το ξίφος, το λάβαρο και το πεδίο της μάχης / Δόξα κι Ελλάδα,
ολόγυρά μου! / Οι Σπαρτιάτες πάνω στην ασπίδα γεννημένοι...»), αλλά κοιτούσε με
φρίκη τον άξεστο Κολοκοτρώνη.Στην Ελλάδα πέρασε σχεδόν δυο χρόνια, όπου
έχασε τις ψευδαισθήσεις του και την υγεία του. Στις δημόσιες εμφανίσεις του
ενθάρρυνε τα πλήθη κατά των Τούρκων, έπαιζε με οίστρο το ρόλο του γενναίου
ιππότη· στις ιδιωτικές έλεγε: «Θα γινόμουν καλός στρατιώτης, αν έδινα έστω και μια δεκάρα τσακιστή».
Αλλά δεν έδινε δεκάρα τσακιστή.
Στις 19 Απριλίου του 1824 πέθανε: απ’ τα
κουνούπια, την κακή διατροφή, την υγρασία και τις θύελλες των νεύρων του.
Πέθανε ανάμεσα στους φίλους του· ήταν ένας αργός, ήσυχος θάνατος. Ο Μπάιρον
είχε κλείσει τα τριάντα έξι. Τι έμεινε από τον Μπάιρον είναι δύσκολο να
καθοριστεί: ένα πτώμα θαμμένο στο Χάκσαλ του Νότινχαμσάιρ· η φήμη του «τρελού,
κακού κι επικίνδυνου», όπως τον αποκάλεσε δημοσίως η λαίδη Καρολάιν Λαμ· η
φιλία του με τον Χόμπχαους, η ανάμνηση των ταξιδιών του –με τον Σέλεϊ στο
παρασκήνιο, ή στο προσκήνιο–, μια σειρά ανέκδοτα (για τη νοσηρή ζωοφιλία του,
για την όχι και τόσο λανθάνουσα ομοφυλοφυλία του, για την ερωτομανία του)· και
πάνω απ’ όλα τέσσερα τουλάχιστον ποιητικά έργα, συχνά προχειρογραμμένα,
μεγαλόστομα, πομπώδη και γεμάτα θεϊκή χάρη· τα προϊόντα διαδοχικών τραγωδιών,
αμφιβολιών, υπαρξιακής αγωνίας και διάχυτου πάθους. Αν ο Κητς και ο Σέλεϊ παραμένουν
οι εκπρόσωποι μιας βρετανικής Sturm und Drang, o Μπάιρον αποτελεί σχολή μοναχός του· ένα ποιητικό
παράδοξο, το οποίο στρογγυλοκάθισε στη μέση μιας εποχής που άρχισε με τις Λυρικές
μπαλάντες του Γουέρντγουερθ (1798) και τελείωσε με το θάνατο του Μπάιρον το
1824. Κι αν ο Σέλεϊ ήταν «ατίθασος και γρήγορος στη σκέψη και περήφανος», ο
Μπάιρον ήταν δύστροπος και μανιακός και γρήγορος στη σκέψη και περήφανος, ένας
Δον Ζουάν που έσερνε με ντροπή εκείνο το ελαφρά ανάπηρο πόδι. «Δεν αγάπησα τον κόσμο· ούτ’ εκείνος
εμένα,» λέει ο Τσάιλντ Χάρολντ. Όπως ακριβώς συμβαίνει σ’ έναν beautiful loser.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου