Το κείμενο
αυτό παρουσιάσθηκε σε Ημερίδα με θέμα «Απειλούμενα τοπία» , που διοργανώθηκε
από το Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων Αιγαίου, τη Συμπαράταξη Βοιωτών για το
Περιβάλλον και το περιοδικό «Οικολογειν» στις 18.2.2011
Σε αυτή τη
προσέγγιση για το τοπίο, θα ήθελα πρωταρχικά να αναφερθώ στον Γιώργο Ντούρο(1948-2008): Το δασολόγο, συγγραφέα, στέλεχος εκδοτικών εγχειρημάτων, μέτοχο της οικολογικής ευαισθησίας - και όχι απλό «χρήστη» οικολογικών
αιτημάτων..Και τούτο για να υπογραμμίσω τον
βαθύ και απέριττο τρόπο με τον οποίο
έζησε τους αγώνες για ποιότητα ζωής - σε αντίθεση με κάποιους επιδειξίες επιστήμης ή ακτιβισμού, που μέσα από την έπαρση ή τις άναρθρες κραυγές αντίστοιχα, επιδίωξαν να κρύψουν
νοητικά και βιωματικά ελλείμματα…….
Ξεκινώ από
τον Γιώργο Ντούρο όχι τυχαία αλλά για να υπογραμμίσω μια πιλοτική αναφορά
του στο τοπίο, μέσα από μια υπόθεση όπως αυτή της δημιουργίας χιονοδρομικού κέντρου στο όρος
Φαλακρό της Δράμας. Ο Ντούρος αντιτίθεται στη δημιουργία του χιονοδρομικού,
έχει επίγνωση της δυσμορφίας και της οικολογικής δυσλειτουργίας που θα προκληθεί
από τις επεμβάσεις και την αναδιαμόρφωση του ορεινού χώρου, γι αυτό και επικαλείται
μια από τις προσφωνήσεις που κάνει ο εκκλησιαστικός ποιητής στην Παναγία, μέσα στους «Χαιρετισμούς» -
έργο του 7ου μΧ αιώνα στο Βυζάντιο..
Είναι η προσφώνηση - ΧΑΙΡΕ ΟΡΟC ΑΛΑΤΟΜΗΤΟΝ – που δείχνει
χαρακτηριστικά ότι ακόμη σε ένα τέτοιο
παρωχημένο χρόνο, στη διάρκεια του
ελληνικού μεσαίωνα, η αρτιότητα ενός
βουνού και της φύσης, συνιστά «αξία». Τέτοιου επιπέδου μάλιστα ώστε να χρησιμοποιείται ως εγκώμιο και
«φιλοφρόνηση» προς ένα πρόσωπο που κατέχει κεντρική θέση στη Χριστιανική
Θρησκεία…
Σε αυτή τη χώρα, σε διαφορετικές περιόδους, δεν
έλειψαν οι υπερασπιστές του τοπίου, που δεν ήταν απλοί «εστέτ» της φύσης αλλά
κατανοούσαν την ενότητα της μορφής του χώρου με τις οικολογικές του
λειτουργίες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, επί κυβερνήσεως Χαριλάου
Τρικούπη, Αθηναίοι ακτιβιστές με επικεφαλής τον Κ.Κοντόπουλο, αξίωσαν τη σωτηρία των περιαστικών λόφων από τη λατόμευση… Στη δεκαετία του 1950, σε μια πρώϊμη εξέγερση
εναντίον του αναπτυξιακού πρακτικισμού της εποχής, αρχιτέκτονες και διανοούμενοι όπως ο Δημήτρης
Πικιώνης, ο Γαβριήλ Βαγιανός και ο Αριστομένης Προβελέγγιος, προκάλεσαν το
«Πρώτο ψήφισμα Προστασίας του Ελληνικού Τοπίου» και δημιούργησαν μια «Επιτροπή
Προστασίας του Εθνικού Τοπίου».
Το 1986-87 η
σοβιετική επένδυση για τη κατασκευή εργοστασίου
αλουμίνας αποκρούσθηκε ύστερα από μεγάλη κινητοποίηση, με κύριο επιχείρημα
ότι το εργοστάσιο υπεισερχόταν στο
οπτικό πεδίο του παρατηρητή από την περιοχή των Δελφών.
Παρ’ όλα αυτά η προστασία του τοπίου εξακολούθησε να θεωρείται από διάφορους σαν μια ελάσσων αξία μέσα στο σύστημα των
κοινωνικών αξιολογήσεων - έστω και εάν οι
αισθητικές αναπλάσεις μικρότερης κλίμακας
αποτελούν καθιερωμένο κανόνα. Έστω και αν καθημερινά αποδεικνύοταν ότι το «φαίνεσθαι» δεν είναι απλή σκιώδης κατάσταση, αλλά
καθοδηγητικό στοιχείο για επεμβάσεις και κατανάλωση πόρων :
Ανακαινίζουμε σπίτια, πλατείες, δρόμους, οικιστικά σύνολα. Επεμβαίνουμε σε
όψεις κτιρίων, διασφαλίζουμε μέσω πολεοδομικών διατάξεων την συνοχή και το
ενιαίο ύφος ορισμένων κτιριακών συνόλων, ασχολούμαστε με το νυκτερινό τοπίο και
τη διαχείριση των φωτισμών. Και όλα αυτά θεωρούνται στοιχεία πολιτισμού και όχι
ένας απλός «εστετισμός», που δημιουργεί μια «υπερδιακοσμητική» τάση στο χώρο, ανεξάρτητα από τις λεγόμενες
πρακτικές ανάγκες….
«Το τοπίο δεν είναι πράγμα αλλά σχέση». Με αυτό τον τρόπο, αντιγράφοντας
ένα γνωμικό του Μαρξ για το κεφάλαιο,
θέλησα σε μια εργασία μου για τον Υμηττό να δείξω τον ανθρωπογενή χαρακτήρα του τοπίου,
ότι το τοπίο είναι σχέση και όχι μια απλή αντικειμενική ύπαρξη. Το τοπίο εξαρτάται
από τον παρατηρητή, είναι υλικό αλλά και ψυχογενές.
Όμως ο ορισμός του τοπίου δεν θα
μπορούσε ποτέ να στηριχθεί μόνο σε ένα τέτοιο ιδεολογικό πυλώνα, όπως ακριβώς
κάνει «Η σύμβαση για το ευρωπαϊκό τοπίο». Η οποία στο άρθρο 1 παραπέμπει στον κοινό νου για να
δώσει τον ορισμό του τοπίου:
: «Τοπίο» σημαίνει περιοχή, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τον λαό, της οποίας
ο χαρακτήρας είναι αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης των φυσικών ή/και
ανθρώπινων παραγόντων».
Το τοπίο
πρέπει να γίνεται αντιληπτό για να είναι υπαρκτό, όμως η ύπαρξη και πρόσληψή του δεν βασίζεται σε ένα μόνο , και μάλιστα
οπτικό, ερέθισμα.
Ο Γιώργος Κανδύλης έγραφε
σε ένα άρθρο του («Σκέψεις πάνω στο τοπίο»), που δημοσιεύθηκε στην έκθεση του Υπουργείου Πολιτισμού το 1989
για το «Αττικό τοπίο και περιβάλλον»:
«Τοπίο δεν είναι μόνο το άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον, ούτε μόνο τα μνημεία,
αρχαία, παλιά ή καινούρια, που στο πέρασμα του χρόνου γίνονται σημάδια-οδηγητές
του παρατηρητή. Τοπίο είναι ακόμη το φως, το χρώμα, ο ήχος και καμιά φορά η
μυρωδιά. Και ό,τι άλλο δημιουργεί την αίσθηση του τοπίου, κάτι το άρρητο που οι
ποιητές και οι ζωγράφοι με την προικισμένη τους διαίσθηση μπορούν να συλλάβουν
και καμιά φορά να καθορίσουν»
Με αφετηρία αυτή την ατελή ΚΑΙ εν
μέρει ασαφή δήλωση, μπορώ να πω ότι το τοπίο δεν υπάρχει - και δεν αξιολογείται επομένως - μόνο με βάση
μια απλή οπτική σχέση. Το τοπίο είναι πολύ-αισθητηριακό, αν δεν είναι και νοητικό,
δηλαδή αρθρωμένο με στοχασμούς και συνειρμούς κάθε είδους.
Θα ξεκινήσω από αυτή την τελευταία κατάσταση , που είναι και η πιο δυσδιάκριτη. Διαλέγω την περίπτωση
του περιηγητή Turner, που έρχεται στην Αθήνα το 1814,σύμφωνα
με την αναφορά του Κυριάκου Σιμόπουλου. Στη διάρκεια μιας εκδρομής στον
Μαραθώνα, την ίδια χρονιά, ο Turner διαπιστώνει ότι τοπίο της περιοχής είναι φορτισμένο με φαντασιώσεις υπερφυσικού
ή ονειρικού χαρακτήρα. Φορείς αυτών των φαντασιώσεων είναι οι γηγενείς, που
τελούν υπό την επίδραση ιστορικών και θρησκευτικών θρύλων…
Το τοπίο δεν είναι μονοδιάστατο, αλλά γινόμενο διαστάσεων. Υπάρχουν τοπία
φορτισμένα με μνήμες και δοξασίες, πράγμα που δημιουργεί μια πρόσθετη διάσταση,
που συμψηφίζει ελλείψεις ή αντίθετα ακυρώνει άλλα προσόντα του χώρου. Μετά την
οπτική διάσταση του τοπίου, η ηχητική
είναι αναμφίβολα η σημαντικότερη. Αλλά και η οσφραντική διάσταση, αυτή
που δεν φωτογραφίζεται (!) και δεν απεικονίζεται παρά μόνο με το λόγο, δεν είναι
καθόλου αμελητέα.
Αντιγράφω ένα απόσπασμα από κείμενο του Αντώνη Καπετάνιου με τίτλο «Η Ελληνική
φύση των φρυγάνων»:
Η εντύπωση του Γάλλου συγγραφέα Αντρέ
Μπιγύ, όταν πρωτοήλθε στη χώρα μας το έτος 1937 με πλοίο, δίδει … με απλό τρόπο
αυτό που με τις αισθήσεις θα πει Ελλάδα. Ο παρατιθέμενος διάλογος του συγγραφέα
μ' έναν συνταξιδιώτη του, είναι χαρακτηριστικός:
« ...
- Τι είναι, που είμαστε;
- Στον Ισθμό της Κορίνθου.
- Μα αυτή η μυρωδιά, αυτό το άρωμα των χόρτων που μυρίζουν τερέβινθο και θυμάρι;
- Η μυρωδιά της Ελλάδας.
Όχι, δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ, όπου η παρουσία της Ελλάδας γινόταν αισθητή αποκλειστικά και μόνο από το άρωμά της!» («La Grece», Arthaud, 1937).
- Τι είναι, που είμαστε;
- Στον Ισθμό της Κορίνθου.
- Μα αυτή η μυρωδιά, αυτό το άρωμα των χόρτων που μυρίζουν τερέβινθο και θυμάρι;
- Η μυρωδιά της Ελλάδας.
Όχι, δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ, όπου η παρουσία της Ελλάδας γινόταν αισθητή αποκλειστικά και μόνο από το άρωμά της!» («La Grece», Arthaud, 1937).
Το τοπίο παρατηρείται,
προσλαμβάνεται ως οσμή, ακούγεται.
Ενδεχομένως μπορούμε να πούμε ότι
έχει σχέση και με την αφή, με το άγγιγμα της φύσης, αν λάβουμε υπόψη τα μετεωρολογικά φαινόμενα
,τη βροχή, τον άνεμο, το κρύο ή τη ζέστη, που
κοινωνούν το τοπίο πάνω στο ίδιο μας το σαρκίο.
Όμως όλες αυτές οι συζητήσιμες καταστάσεις δεν συγκρίνονται με το ηχητικό
καθεστώς , που αρθρώνεται με το οπτικό μέρος του τοπίου. Από αυτή την άποψη, ο
νεολογισμός των τελευταίων ετών
«ηχοτοπίο», μας επιτρέπει να κατανοούμε τη σχέση «συγκοινωνούντων δοχείων»
μεταξύ του οπτικού και του ακουστικού
στοιχείου.
Οι ήχοι ενός δάσους, το θρόϊσμα των φύλλων, οι κραυγές των ζώων, το
κελάϊδημα των πουλιών, συνιστούν ένα στοιχείο αισθητικό, προσθέτουν σε μια
απόλαυση, αλλά φυσικά προσθέτουν σε
βαθμό αντίστοιχο με τη συμβατότητά τους με τις οπτικές καταστάσεις.
Ακόμη και η σιωπή – ό μηδενικός ήχος – μπορεί επίσης να τελεί σε
αρμονική σχέση με τα οπτικά ερεθίσματα.
Πολλές φορές αυτή η σιγή και αυτό το σιωπηλό τοπίο αποκτά υπερμεγέθη
αξία καθώς αντιπαραβάλλεται με το αστικό τοπίο, όπου οι ήχοι γίνονται θόρυβοι, παράσιτα ερεθίσματα, στοιχεία εκτροπής από επιθυμητές σκέψεις, συνειρμούς,
δραστηριότητες.
Η κίνηση οχημάτων σε δασικούς
χώρους, και ειδικότερα η κίνηση μοτοσυκλετών που παράγουν μεγάλους θορύβους,
έχει προστεθεί τα τελευταία χρόνια στις πρακτικές που ουσιαστικά ακυρώνουν το
συνολικό τοπίο και το εκτοπίζουν από την προσοχή του παρατηρητή.
Αν το τοπίο δεν είναι απλά μια στατική θέαση αλλά μια υποκειμενική περιήγηση σε άλλους συνειρμούς στο χώρο και στο χρόνο,
και μόνη η μηχανική παρεμβολή επαναφέρει
βίαια το παρόν εκεί όπου υπάρχει ένα αίτημα αναζήτησης.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πολλές φυσιολατρικές και περιβαλλοντικές
οργανώσεις εκφράζουν τη διαμαρτυρία τους για τη διείσδυση μηχανικών μέσων σε
δασικούς και δασοσκεπείς χώρους.
Καταθέτω εδώ μια διαμαρτυρία των Οικολόγων Πρασίνων της Αίγινας, σχετικά με
την τέλεση αγώνων μοτοσυκλέτας στην Αίγινα :
«Σύμφωνα με τους ίδιους τους μοτοσικλετιστές στο portal της Αίγινας
"Το καραβάνι τον αγωνιζόμενων κινήθηκε σε μια διαδρομή που περιλάμβανε
άσφαλτο, δασικούς δρόμους και ορεινά μονοπάτια, περνώντας από τις περιοχές,
Κυψέλη, Αγίους Ασώματους, Τζικιδες, ανηφορίζοντας προς το μοναστήρι τις
Χρυσολεόντισσας σε χώρο που παραχώρησε η Μονή για το σκοπό αυτό".
Η φράση και μόνο αυτή μας δείχνει την ασέβεια προς τον νόμο αλλά και το μέγεθος της ζημιάς: ολόκληρη η Αίγινα οργώθηκε οριζοντίως και καθέτως από τις ρόδες δύο φορές ώστε κατάφεραν με αυτόν τον τρόπο σε ένα νησί με διάμετρο όχι πολύ πάνω από 25 χιλιόμετρα να διασχίσουν 110. Είναι προφανές πως η Αίγινα είναι πολύ μικρή σε κλίμακα για τέτοιου είδους διοργανώσεις.
Θάμνοι και μικρά δέντρα ποδοπατήθηκαν, χώμα εκσφενδονίστηκε με την περιστροφή, η ησυχία διαταράχτηκε, σκουπίδια σκορπίστηκαν παντού, η καθημερινότητα όσων (της πλειοψηφίας των κατοίκων) δεν ενδιαφέρονται για τέτοια θορυβώδη θεάματα διαταράχτηκε, απειλώντας ακόμη και την σωματική ακεραιότητα".
Η φράση και μόνο αυτή μας δείχνει την ασέβεια προς τον νόμο αλλά και το μέγεθος της ζημιάς: ολόκληρη η Αίγινα οργώθηκε οριζοντίως και καθέτως από τις ρόδες δύο φορές ώστε κατάφεραν με αυτόν τον τρόπο σε ένα νησί με διάμετρο όχι πολύ πάνω από 25 χιλιόμετρα να διασχίσουν 110. Είναι προφανές πως η Αίγινα είναι πολύ μικρή σε κλίμακα για τέτοιου είδους διοργανώσεις.
Θάμνοι και μικρά δέντρα ποδοπατήθηκαν, χώμα εκσφενδονίστηκε με την περιστροφή, η ησυχία διαταράχτηκε, σκουπίδια σκορπίστηκαν παντού, η καθημερινότητα όσων (της πλειοψηφίας των κατοίκων) δεν ενδιαφέρονται για τέτοια θορυβώδη θεάματα διαταράχτηκε, απειλώντας ακόμη και την σωματική ακεραιότητα".
Μια αντίστοιχη διαμαρτυρία γίνεται και από την ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΚΟΖΑΝΗΣ,
σε ανακοίνωσή της στις 6.12.2010 :
Ανάλογες διαμαρτυρίες
αναρτήθηκαν στον δικτυακό τόπο Xpolis , ύστερα από
διαπιστώσεις πολιτών για την διακίνηση μοτοσυκλετών στην δασική περιοχή γύρω
από την ιστορική Μονή Δαφνίου. Η ίδια επίσης διαπίστωση άλλων πολιτών επιβεβαιώνεται
στην Πάρνηθα, στο μονοπάτι προς το Φλαμπούρι, όπου έγινε απόφραξη του
μονοπατιού για να παρεμποδιστεί η παρουσία μοτοσυκλετών εντούρο……
Το τοπίο είναι ποιότητα ζωής – μικρή, μεσαία, μεγάλη –
ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τις διαστάσεις του. Το τοπίο είναι κοινόχρηστη και δημόσια αναψυχή, «πόρος» του οποίου η αειφορία δεν
πρέπει να αφήνεται στην τύχη. Και η
προβληματική γι αυτό είναι ένα
σημαντικό βήμα για την αναβάθμιση της έννοιας της περιβαλλοντικής προστασιας…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου