
Γρηγόρης Τεχλεμετζῆς
Θ
ΚΟΥΓΟΤΑΝ
Ο ΒΟΜΒΟΣ σταθερός, σύριζε μονότονος, μετὰ ἔντονος· ξαφνικὰ
δυνάμωσε, μούγκριζε, σείονταν σύγκορμα, ἔμοιαζε νὰ
χτυπιέται σὰν θεριό, ἡσύχασε γιὰ λίγα δευτερόλεπτα καὶ μετὰ
τρομαχτικὸ ἔστυβε, στριφογυρίζοντας ἰλιγγιωδῶς,
χαλάρωσε γιὰ λίγο καὶ ἔλεγες ὅτι ἐπὶ τέλους θὰ τελειώσει, μὰ
ἐκεῖνο εὐθὺς ξανάρχιζε ἐντονότερα ἀπειλητικό. Νόμιζες
ὅτι θὰ ἐκραγεῖ, μὰ ἔμενε σταθερὸ στὴ θέση του, σὲ αὐτὸ ποὺ
ὁρίστηκε νὰ κάνει.
Καθόμασταν στὸ τραπέζι, ὅλη ἡ οἰκογένεια, Ἐγώ, οἱ κόρες, ἡ γυναίκα, ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα μου.
Κάναμε ὅτι δὲν δίναμε σημασία στὸ πλυντήριο, ποὺ
χτυπιόταν στὸ βάθος τοῦ δωματίου, καὶ συνεχίζαμε ἀμέριμνα
τὴν κουβέντα μας. Ἐμένα μόνο, ποῦ καὶ ποῦ, μοῦ ἔκλεβε μιὰ
ἀγχωμένη λοξὴ ματιά, γιατί ἤξερα ὅτι κάτι δὲν θὰ πήγαινε
καλά.
Λέγαμε γιὰ τοὺς στόχους μας, τὴ δουλειά μου ποὺ πήγαινε
εὐτυχῶς καλά, τὰ μαθήματα ποὺ ἦταν νὰ δώσει ἡ κόρη μου στὸ
πανεπιστήμιο καὶ μιὰ ἐκδρομὴ ποὺ θὰ πήγαιναν οἱ γονεῖς μου στὸ
ἐξωτερικό.
Ξάφνου τὸ πλυντήριο ἄρχισε νὰ κοπανιέται σὰν τρελό.
Χτυπιόταν ἐκκωφαντικὰ φτάνοντας ἕνα, δύο, δυόμιση μέτρα
ψηλά, μέχρι ποὺ ἔσκασε στὸ ταβάνι! Ἡ πόρτα ἄνοιξε, ὑγρὰ
χύθηκαν ἔξω, καὶ τότε… ἂν εἶναι δυνατόν, βγῆκε ἀπὸ μέσα του
ἕνα χέρι, ποὺ ὅπως πλησίαζε μεγάλωνε ἡ παλάμη του, ἄνοιγαν
τὰ τεράστια δάκτυλα, ἔφτασε κιόλας ἀπὸ πάνω μας, εἴχαμε
πανικοβληθεῖ, «ποῦ νὰ κρυφτοῦμε;», «ποῦ νὰ πᾶμε;», γύρω τοῖχοι
καὶ πάνω μας μιὰ χούφτα ἀνοιχτή, μὲ τεράστια δάχτυλα, ἕτοιμη
νὰ μᾶς ἁρπάξει· ζαρώναμε, μαζευόμαστε, λὲς καὶ θὰ τὸ
ἀποφεύγαμε.
Τότε ἀπότομα βούτηξε τὸν πατέρα, σὰν ξυλαράκι ἔμοιαζε
ἀνάμεσα στὰ τεράστια δάχτυλα, ἀνήμπορος οὔρλιαζε, ἀλλὰ δὲν
ἀντιστάθηκε γιὰ πολύ. Τὸ χέρι μαζεύτηκε βάζοντάς τον μέσα
στὸ πλυντήριο. Ἡ πόρτα ἔκλεισε καὶ ἄρχισε τὸ πρόγραμμα, νὰ
κοπανιέται, νὰ τὸν συνθλίβει, νὰ τὸν στύβει.
Ἐμεῖς ἀρχικὰ τρομάξαμε. «Ἀντρούλη μου», ξεφώνισε
ἀπελπισμένα ἡ μητέρα. Ἀκολούθησαν τσιριξιὲς καὶ θρῆνοι.
«Δὲν θὰ ἀργήσει νὰ βουτήξει καὶ Ἐμένα», σκέφτηκα
ἀνατριχιάζοντας.
Μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο τὸ εἴχαμε ξεπεράσει καὶ συζητούσαμε γαλήνια γιὰ τὰ μελλοντικά μας σχέδια.
Τὸ πλυντήριο μούγκριζε, δονούταν, μέχρι ποὺ ξανὰ τὸ χέρι
βγῆκε, ἅρπαξε ἀπότομα τὴ γυναίκα μου, θρῆνοι πιὸ ἔντονοι,
κλάματα, μὰ μετὰ πάλι ἠρεμία. Μὰ ξανὰ τὸ χέρι πεταγόταν
βουτώντας ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἤμουν πλέον μόνος στὸ τραπέζι. Ἦρθε ἡ σειρά μου σκέφτηκα.
Ἤθελα νὰ τοῦ κλαψουρίσω μήπως καὶ μὲ λυπηθεῖ, ἀλλὰ ἤξερα πὼς
ἦταν μάταιο.
Ἄρχισε καὶ πάλι νὰ χτυπιέται ὣς τὸ ταβάνι, τὸ χέρι
βγῆκε, νὰ τὸ πάνω μου, ἔκανα τὴν προσευχή μου καὶ ἄς εἶμαι
ἄθεος.
Εἶδα τὸν ἑαυτό μου νὰ κοιμᾶται ἀπὸ ἀπόσταση. Τοῦ φώναζα
ὅτι ἦταν μόνο ἕνα ὄνειρο καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ φοβᾶται. Δὲν θὰ
σκοτωνόμουν στὰ ἀλήθεια. Ἤμουν ἐγὼ ἐκεῖ, μερικὰ ὄνειρα
μακριά.
Τὸ χέρι τοῦ πλυντηρίου μὲ ἅρπαξε. Ἔνοιωσα τὰ κόκαλά μου
νὰ σπᾶνε ἀπὸ τὸ σφίξιμο. Μὲ τραβοῦσε βίαια μέσα στὸν κάδο
καθὼς σπαρταροῦσα. Μὲ συνέθλιβε. Μὲ ἔκανε μιὰ ἄμορφη μάζα
ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ὁ φόβος μου ἦταν ἀσυγκράτητος. Ἡ ἀνάσα
μου κοβόταν. Ἕνας σφάχτης χτυποῦσε τὴν καρδιά μου. Ἔβλεπα
κάποιον ποὺ πίεζε τὸ στῆθος μου. Μοῦ ἔκανε τεχνητὴ ἀναπνοή.
Σκέτο μαῦρο παντοῦ.
Ἡ μόνη ἀλήθεια εἶναι…

Πηγή: Μυθολογήματα καὶ ἔντεκα πλὴν ἕνα μικρὰ πεζά.
Γρηγόρης Τεχλεμετζῆς
(Ἀθήνα,1968). Σπούδασε θετικὲς ἐπιστῆμες. Διηγήματα,
δοκίμια καὶ σχόλιά του σὲ ἔργα συναδέλφων του ἔχουν
δημοσιευτεῖ σὲ πολλὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά. Τὸ
μυθιστόρημά του μὲ τίτλο Ἀφιερωμένο στὴν Ἔλενα,
κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἠριδανὸς (2007). Ἀπὸ τὸ 2011
διευθύνει τὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ "Ὁ Σίσυφος". Ἔχει
βραβευτεῖ σὲ λογοτεχνικοὺς διαγωνισμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου