
Βασίλης Ἠλιακόπουλος
Ἀπώλεια ἀγαθοῦ - Εὕρεση ἑαυτοῦ
ΑΤΕΒΑΙΝΩ
ΤΗΝ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ μὲ τὸ λεωφορεῖο Νο 21. Εἶναι μεσημεράκι,
βιαστικὸς πάω γιὰ δουλειές. Τὸ λεωφορεῖο κάνει στάση στὴν
Καλλιδρομίου. Οἱ πόρτες ἀνοίγουν, ἄνθρωποι κατεβαίνουν –
ἄνθρωποι ἀνεβαίνουν. Στὰ λίγα δευτερόλεπτα ποὺ οἱ πόρτες
μένουν ἀκόμα ἀνοιχτὲς κι ἐλεύθερες ἀπὸ κόσμο, βλέπω τὴν ἑξῆς
σκηνή: Δυὸ ἡλικιωμένοι ἄντρες ὄρθιοι στὴ στάση κουβεντιάζουν.
Πίσω τους μιὰ γυναῖκα κάθεται στὸν πάγκο. Ἀκούω τὸν ἕναν ἀπ’
αὐτούς, ἕναν τετράγωνο κι εὐρύστερνο, γεροδεμένο
γκριζομάλλη, μὲ δυνατὴ φωνή, χειρονομῶντας πλατιά, νὰ λέει
στεντόρεια: «Ἦταν φιλάσθενος καὶ δὲν ἤθελε νὰ πάει καὶ τοὺς
λέει: ἐλᾶτε νὰ καταμετρήσουμε τὸ πολεμικὸ ὑλικό...» Εἶναι
σὰν νὰ βρίσκομαι σὲ θεατρικὸ ἐξώστη καὶ νὰ βλέπω κάτω στὴ
σκηνή. Μετράω τὸ ἐνδεχόμενο νὰ κατέβω γιὰ νὰ παρακολουθήσω
τὴ συζήτησή τους. Ἡ ἔνταση ἀνεβαίνει κατακόρυφα. ΄Κεῖνες τὶς
στιγμὲς ποὺ οἱ πόρτες εἶναι ἀκόμα ἀνοιχτές, σὰ νὰ μοῦ φωνάζανε,
σὰ νὰ περιμένανε ἐμένα, διστάζω.
Σκέφτομαι ποιές ἀπ΄ τὶς
δουλειές μου παίρνουνε ἀναβολή, πῶς θὰ ἀλλάξω τὰ σχέδιά μου. Οἱ
πόρτες κλείνουνε μὲ πάταγο. Τὸ λεωφορεῖο ξεκινᾶ κι ἐγὼ
γίνομαι ξαφνικὰ φυλακισμένος. Νοιώθω τὴν περιέργειά μου νὰ
φουντώνει καὶ νὰ χύνεται στὶς φλέβες μου σὰ θυμωμένη
διαδήλωση. Ἐγκλωβισμός! Τὰ βάζω μὲ τὸν ἑαυτό μου: Πῶς τὴν ἔπαθα
ἔτσι σήμερα! Ἐμένα δὲν μοῦ ξεφεύγουν ποτὲ τέτοιες εὐκαιρίες!
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ φαντασία μου καλπάζει.
Στὴν ἑπόμενη στάση – Διδότου – κατεβαίνω σὰν αὐτόματο
καὶ τὸ «κόβω» πίσω μὲ τὰ πόδια. Σκέφτομαι τὸν χρόνο ποὺ περνάει
καὶ τὴν ἱστορία ποὺ χάνεται. Στὸ μέσον τῆς ἀπόστασης βλέπω τὸ
025, ποὺ πάει Βοτανικό, νὰ κόβει «μέσα» καὶ νὰ «πιάνει» στὴν
πάνω στάση σὰν φέρρυ μπόουτ ποὺ πιάνει σὲ νησί. Ἄ, δὲν πᾶμε
καλά! Καθόλου καλά! Ταχύνω κι ἄλλο τὸ βῆμα, ἀνοίγω καὶ ἄλλο
τὸν βηματισμό, ἐνῷ τὸ λεωφορεῖο περνάει βουίζοντας πλάϊ μου.
Μοῦ φάνηκε πὼς τοὺς εἶδα μέσα. Καὶ τὸν γκριζομάλλη
στριμωγμένο μὲς στὸ σκοτεινὸ πλῆθος τῶν ἐπιβατῶν νὰ σηκώνει τὸ
χέρι πρὸς χειρολαβή. Ἀνοίχτηκα στὴ μέση της Ἱπποκράτους γιὰ
νὰ ἰδῶ καλύτερα τὴ στάση. Μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα! Ὁ πλοίαρχος
Σκὸτ δὲν πρέπει νὰ ἔνοιωσε μεγαλύτερη ματαιότητα λίγες
ἑκατοντάδες μέτρα ἀπὸ τὸν Νότιο Πόλο βλέποντας μιὰ κόκκινη
κουκκίδα (ἡ Νορβηγέζικη σημαία;) μὲς στὴ χιονισμένη
ἀπεραντοσύνη – σημάδι ὅτι ὁ ἀνταγωνιστής του, ὁ Roald
Amundsen, τὸν εἶχε προλάβει. Φτάνω στὴ στάση καὶ τὴν βρίσκω ἄδεια.
Κανείς! Βηματίζω πάνω-κάτω στὸ ἔρημο πεζοδρόμιο ἐν
πλήρει ἀπωλείᾳ. Στήνω αὐτὶ προσπαθῶντας νὰ ἀκούσω τὸν
ἀντίλαλο ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἰπώθηκαν ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ 5 λεπτά. Τὰ
κρύα μέταλλα τῆς στάσης παραμένουνε βουβά, οἱ πλάκες τοῦ
πεζοδρομίου ἀδιάφορες. Δὲν μπορεῖ, κάπου πρέπει νὰ
αἰωροῦνται τὰ λόγια, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, πρὶν ἀρχίσουν τὸ
ἀτελείωτο ταξίδι τους γιὰ τὸ ἄπειρο. Τίποτα! Καὶ οἱ ἄνθρωποι
ποὺ μοιράστηκαν τὴν ἱστορία γιὰ πάντα χαμένοι μέσα στὴν
τεράστια πόλη. Σκύβω τὸ κεφάλι καὶ νοιώθω νὰ μαζεύω...
Παίρνω τὸ ἑπόμενο 025 ποὺ ἔρχεται σὲ λίγο νὰ μὲ
περιμαζέψει. Ὄρθιος μὲς στὸ λεωφορεῖο ἀρχίζω σιγά-σιγά νὰ
συνέρχομαι... γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ καταλαβαίνω: τὸ νὰ χάσω τὸ
τηλέφωνό μου, τὴν ταυτότητά μου ἢ μερικὰ λεφτὰ δὲν θὰ μοῦ εἶχε
προκαλέσει περισσότερη συντριβή. Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπός τῶν
ἱστοριῶν. Καὶ οἱ ἱστορίες εἶναι ἡ πραγματικὴ δουλειά μου.
Ἀναπνέω μέσα ἀπ’ αὐτὲς καὶ πάνω σ’ αὐτὲς πνέω.
Εἶναι κι αὐτὸ μιὰ παρηγοριά, μέσα στὴν ἀπώλεια νὰ σοῦ
δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ ψηλαφίσεις τὸ ἀληθινό σου πρόσωπο.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Βασίλης Ἠλιακόπουλος. Βιβλία του: Ἀναμνήσεις ἑνὸς Περιπλανώμενου (Ρο -δακιό, 2001), Νυχτερινὲς Ἱστορίες (ἐκδ. Πανοπτικόν, 2014), Οὐτοπία, (ἐκδ. Πανοπτικόν, 2021) καὶ Τὸ Παλαιστινιακὸ Σκοτάδι (ἐκδ. «Ἀλήστου Μνήμης», 2024). Διατηρεῖ τὸ ἱστολόγιο Μεταμεσονύκτια Ἡμερολόγια: https://metamesonyktiaemerologia.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου