H Μαρία Σκιαδαρέση γεννήθηκε στην Aθήνα το 1956 και σπούδασε Iστορία και Aρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστηµίου Aθηνών. Στη λογοτεχνία εµφανίστηκε το 1994 και έκτοτε έχει δηµοσιεύσει µυθιστορήµατα, διηγήµατα, νουβέλες, βιβλία για παιδιά, ιστορικές µελέτες. Έργα της έχουν µεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Kείµενά της δηµοσιεύονται κατά καιρούς στον έντυπο και ψηφιακό Τύπο, ενώ διηγήµατά της συµπεριλαµβάνονται σε λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικές εκδόσεις. Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα µυθιστορήµατά της Άτροπος ή Η ζωή και ο θάνατος της Βενετίας Δαπόντε (1996), Χάλκινο γένος (2013), Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ (2024), οι νουβέλες της Κίτρινος χρόνος (1999), η συλλογή διηγηµάτων Όσα δεν έζησαν (2018), καθώς και τα βιβλία για παιδιά: Ο θησαυρός του Ασπρογένη (1998), Τα χρόνια της φωτιάς – Κωνσταντίνος Κανάρης (2007, 2021, αναμορφωμένη έκδοση), Λίγο πριν το τέλος – Ρήγας Βελεστινλής (2007, 2021, αναμορφωμένη έκδοση), Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης (2009), Γιλάν, η πριγκίπισσα των φιδιών (2017), Σαν άνεμος – Λόρδος Μπάιρον (2021). Το μυθιστόρημα Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ στάθηκε η αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.
Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ, το τελευταίο μυθιστόρημά σας. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Επεξηγώντας εν πρώτοις τον τίτλο θα έλεγα ότι παραπέμπει ευθέως στον μύθο της Αντιγόνης, που εξελίσσεται μάλιστα στα ίδια ακριβώς χώματα όπου η σοφόκλεια Αντιγόνη έθαψε τον αδερφό της παρακούοντας τους νόμους του κράτους. Και εδώ λοιπόν, μια Ινδή μετανάστρια, αψηφώντας τους νόμους, κηδεύει τον αδερφό της υπακούοντας στη συνείδησή της και τη θρησκευτική της πίστη. Κατά τα άλλα, πρόκειται για ένα καθαρά επινοημένο μυθιστόρημα, που εξελίσσεται στον σύγχρονο βοιωτικό κάμπο και ασχολείται με τις ζωές τριών μεταναστών από την Ινδία σε σχέση με τους ντόπιους και ιδιαίτερα με την οικογένεια του γαιοκτήμονα Πεκμετζή, στον οποίο εργάζονται.
Οι έρωτες, τα πάθη, τα μίση που σοβούν και όλα όσα προβάλλουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης ανεξαρτήτως καταγωγής διαπλέκονται στην ιστορία αυτή που προχωρεί ως αστυνομικός γρίφος, στα βήματα της εξιχνίασης δύο εγκλημάτων, ενός παλαιότερου και ενός πρόσφατου, με μιαν απρόσμενη ανατροπή στο τέλος. Τώρα, βλέποντας το αποτέλεσμα της δουλειάς μου πάνω σ’ αυτό το μυθιστόρημα, και θέλοντας να το ορίσω ειδολογικά, θα έλεγα ότι είναι ένα οικογενειακό έπος της σύγχρονης ελληνικής επαρχίας.Η Αντιγόνη ως τραγική ηρωίδα και η σύγχρονη Αντιγόνη, με καταγωγή μη ελληνική, ως σύμβολο διαχρονικής γυναικείας δύναμης. Θέλετε να σχολιάσετε;
Εδώ η «Αντιγόνη», που τη λένε Ανίλα, είναι μια ξένη γυναίκα στην Ελλάδα που, οπλισμένη με τη δύναμη που της δίνει η πίστη και η αδελφική αγάπη, όχι μόνο κηδεύει τον δολοφονημένο αδερφό με τον τρόπο που επιβάλλει το έθος, δηλαδή ο άγραφος νόμος που κουβαλάει στην ψυχή της, κόντρα στον νόμο του κράτους όπου ζει, αλλά και δικάζει και καταδικάζει η ίδια τον δολοφόνο του, υπακούοντας στη συνείδησή της και μόνο. Ναι, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα ακόμη πρότυπο γυναικείας δύναμης και απόδειξη είναι ότι τολμά και λύνει το θέμα με τρόπο θαυμαστό, που ίσως μας βάζει να σκεφτούμε σοβαρά, με αφορμή αυτή την ιδιότυπη αυτοδικία, τις πολλαπλές παραμέτρους στην απόδοση δικαιοσύνης.
Στη διαδρομή του βιβλίου γνωρίζουμε πολλά στοιχεία για τις κλειστές κάστες της Ινδίας. Ήταν πρόθεσή σας να μας συστήσετε αυτή τη χώρα και, αν ναι, γιατί;
Πρόθεσή μου ήταν εξαρχής να δώσω όσο το δυνατόν πιο σφαιρικά τη ζωή των μεταναστών (Ινδών στην πλειονότητά τους) που δουλεύουν στη Βοιωτία ως εργάτες γης, όπως τους παρατηρώ ζώντας εκεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ο ένας λόγος εξάλλου για να γραφεί το μυθιστόρημα ήταν αυτός, ενώ ο άλλος ήταν να καταδειχθεί η ολοένα και μεγαλύτερη εγκατάλειψη της πρωτογενούς καλλιέργειας στον τόπο μας. Επειδή λοιπόν τους μετανάστες τους αντιμετωπίζουμε περίπου σαν καρτούν, σαν να είναι κινούμενες εικόνες όλες περίπου ίδιες, λες και οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ζωή, παρελθόν στον τόπο τους, παρόν στον δικό μας τόπο, ανάγκες, συναισθήματα, ιδιαιτερότητες, όλα αυτά με έκαναν να ψάξω να δω από πού έρχονται και πώς θα μπορούσαν να ζουν στην πατρίδα τους. Αναπόφευκτα λοιπόν διάβασα για την Ινδία, είδα αμέτρητες ινδικές ταινίες όπου προβάλλεται ανάγλυφα η αυστηρή κοινωνική και οικονομική διαστρωμάτωση, διάβασα ειδήσεις και γενικά επί δύο χρόνια ασχολήθηκα με αυτή τη χώρα που, βέβαια, είναι ένας πλανήτης μόνη της και δεν είναι εύκολο να τη μελετήσεις εις βάθος, θεωρητικά τουλάχιστον. Γι’ αυτά όμως που θέλησα να πω, πιστεύω ότι ενημερώθηκα αρκετά σε πραγματολογικό επίπεδο.
Θα έλεγα ότι είναι ένα οικογενειακό έπος της σύγχρονης ελληνικής επαρχίας.
Ποιο ήταν το πιο δύσκολο σημείο της συγγραφής του βιβλίου;
Κυρίως η δομή που επέλεξα, μιμούμενη αυτήν της τραγωδίας, και κύρια ο ρυθμός στον οποίο έπρεπε να υποτάσσεται η κάθε πρόταση, ρυθμός που, ενώ υπάρχει σε όλα μου τα έργα –πάντα φροντίζω τον μουσικό τονισμό του κειμένου– εδώ ήταν επιτακτικότερος, εφόσον η τραγωδία είναι ποίηση. Και φυσικά το ότι έπρεπε κάποια από τα κυριότερα στοιχεία της να κατακτηθούν μέσα από την ίδια την αφήγηση – οι μονόλογοι των υποκριτών στη σκηνή σε πρώτο πρόσωπο και ο τριτοπρόσωπος χορός, δηλαδή ο ίδιος ο συγγραφέας-αφηγητής. Όλο αυτό ήταν ένα ζόρι για να βγει όπως το φαντάστηκα.
Και ποιο το πιο γοητευτικό;
Ο τρόπος που έδωσα τον Χόντι, τον κεντρικό μου ήρωα που, παρότι έχει πεθάνει, είναι οιονεί ζωντανός, αφού κυριαρχεί σε όλες τις αφηγήσεις των χαρακτήρων του έργου. Έτσι, όποτε θέλω να δώσω στοιχεία γι’ αυτόν, που δεν θα μπορούσε να τα γνωρίζει κανένας από τους ήρωες ώστε να τα αναφέρει στον μονόλογό του, απευθύνομαι προς αυτόν σε δεύτερο πρόσωπο θεωρώντας ότι όλη αυτή η «στενή» σχέση αφηγητή και ήρωα τον καθιστά ιδιαίτερα γοητευτικό χαρακτήρα. Και αυτό γιατί πρωτίστως γοήτευσε εμένα.
Το προηγούμενο βιβλίο σας απέχει έξι χρόνια από την Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ. Στο διάστημα αυτό ζήσαμε μια πανδημία. Ήταν η περίοδος αυτή για εσάς γόνιμη, αναγνωστικά και συγγραφικά;
Διάβασα πολύ, και ιδιαίτερα θέματα που αφορούσαν την Ινδία, όπως προείπα. Είχα στο μυαλό μου το βιβλίο αυτό, που το ξεκίνησα τον Νοέμβριο του 2021 και το ολοκλήρωσα τον Μάρτιο του 2024. Τον πρώτο καιρό της πανδημίας, στα μέσα του 2020, ξεκίνησα το ιστορικό μυθιστόρημα Σαν άνεμος – Λόρδος Μπάιρον, που εκδόθηκε στη σειρά «Προσωπογραφίες», το 2021, για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση.
Ο δυτικός πολιτισμός όπως τον ξέραμε, μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο που ψυχανεμιζόμαστε ότι έρχεται, αλλά δεν μπορούμε ακόμα να το φανταστούμε.
Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;
Το κάθε του βιβλίο να είναι πιο ουσιαστικό από το προηγούμενο. Δηλαδή, το να καλλιεργεί όλο και πιο πολύ τη γλώσσα, που είναι ο πυλώνας της λογοτεχνίας. Χωρίς γλώσσα δεν έχουμε λόγο, πόσο μάλλον λογοτεχνία. Μην ξεχνάμε πως όλα έχουν ειπωθεί. Αυτό που καθιστά κάθε βιβλίο μοναδικό είναι ο τρόπος που παρουσιάζει το θέμα. Και αυτός έχει να κάνει με τη διαρκή βάσανο της γραφής. Ο συγγραφέας έτσι τελειούται, ακόμα και ως άνθρωπος.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Νύχτες πανούκλας του Ορχάν Παμούκ. Σοφή σημειολογία, μέτρο, πάντρεμα πολλών πεζογραφικών ειδών, ιστορικότητα, πλούσια φαντασία. Το πιο πολιτικό και μεστό βιβλίο του.
Οικονομική κρίση, πανδημία, πυρκαγιές, πλημμύρες και δυο πόλεμοι στη γειτονιά μας. Ποια είναι η δική σας αίσθηση για όσα συμβαίνουν;
Αναμφισβήτητα ζούμε σε μια μεταβατική εποχή. Βιώνουμε καθημερινά μικρές και μεγάλες επαναστάσεις και αλλαγές. Τεχνητή νοημοσύνη, νέα πολεμικά όπλα, κλιματική διασάλευση, μαζική μετανάστευση ανθρώπων από την Ανατολή προς τη Δύση, ταχύτητες πέρα από το ανθρώπινο μέτρο, όλα αυτά σε συνδυασμό με τον ασύδοτο καπιταλισμό χωρίς αντίπαλο δέος, που έχει οδηγήσει στην κρίση που μαστίζει επί χρόνια την ανθρωπότητα, δείχνουν μια μετάβαση σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτόν που ξέρουμε. Τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία και όλη αυτή η συνεχής αναστάτωση γεννά και τους κατά τόπους πολέμους, συχνά με συμμάχους και εχθρούς που αλλάζουν στρατόπεδο κάθε τόσο. Εν ολίγοις, ο δυτικός πολιτισμός όπως τον ξέραμε, μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο που ψυχανεμιζόμαστε ότι έρχεται, αλλά δεν μπορούμε ακόμα να το φανταστούμε.
Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Τη δικαιοσύνη. Αυτή μονάχη της εμπεριέχει τις περισσότερες αξίες. Ο δίκαιος άνθρωπος έχει ήθος και χαρακτήρα, σέβεται, είναι φιλαλήθης, ειλικρινής, νιώθει τον συνάνθρωπο και συνδυάζει, όντας δίκαιος, πλείστες όσες αρετές.
Θα μοιραστείτε μαζί μας μια χαρακτηριστική/αγαπημένη σας φράση του βιβλίου;
Σκέψη που κάνει η Ανίλα, ενώ έχει ήδη παρακούσει τον νόμο της χώρας όπου ζει. Παρ’ όλα αυτά σκέφτεται έτσι, ακριβώς επειδή έχει συναίσθηση της θέσης της και κάθε στιγμή δρα συνειδητά. Την παραθέτω, γιατί πιστεύω ότι ορίζει την κύρια αρχή συμβίωσης ξένων και ντόπιων σε έναν τόπο: «…ο άνθρωπος παντού μπορεί να ζήσει, αρκεί όπου βρεθεί να σεβαστεί όσα πιστεύουν και αγαπούν οι ντόπιοι, να μάθει να μιλάει σωστά τη γλώσσα, να αποδέχεται συνήθειες κι έθιμα, να αφήνεται στην αφομοίωση, κατά το δυνατόν, χωρίς να εγκαταλείπει τις αρχές του ή να ξεχνά τις ρίζες του. Όταν το μέρος όπου ζεις το βλέπεις ξένο, έτσι σε βλέπουν και οι άλλοι πάντα, ξένο».
Ετοιμάζετε κάποιο νέο βιβλίο;
Οι δικοί μου ρυθμοί είναι κάπως αργοί. Τελειώνοντας ένα μυθιστόρημα, πρέπει να περάσει μια περίοδος αποφόρτισης για να ξεκινήσω καινούργιο. Θέλω να βγω από το σύμπαν του προηγούμενου, ώστε να μπω σε αυτό του νέου. Συνήθως κάτι επωάζεται. Έτσι, μόλις νιώσω και πάλι έτοιμη να αντιμετωπίσω την πρόκληση του άγραφου πίνακα, βάζω το θεμέλιο και αρχίζω να χτίζω σιγά σιγά το νέο οικοδόμημα. Τούτη τη στιγμή υπάρχει μια ιδέα που ελπίζω να είναι το επόμενο μυθιστόρημά μου.
Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ
Μαρία Σκιαδαρέση
Εκδόσεις Πατάκη
392 σελ.
ISBN 978-618-07-0790-8
Τιμή €18,80
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου