ΝΕΒΗΚΕ στὴ στάση Σκρᾶ καὶ παρότι τὸ
λεωφορεῖο εἶχε ἄδειες θέσεις δὲν κάθησε. Πιάστηκε ἀπὸ τὴ χειρολαβὴ
καὶ στάθηκε ὄρθιος, ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ βλέμματα ποὺ καρφώθηκαν
ἀμέσως πάνω του. Λαμπερὸ βλέμμα, ὡραῖο παράστημα. Σίγουρα κάτω
ἀπὸ τριάντα. Στὸ φρύδι piercing, μιὰ μεταλλικὴ σφαίρα. Τὸ ἴδιο καὶ
στὸ κάτω χεῖλος. Στὴ μύτη κρίκος. Στὸ ἀριστερὸ αὐτὶ stretching τοῦνελ.
Στὸ ἀριστερὸ μπράτσο τατουὰζ μὲ τὴ χημικὴ ἕνωση τῆς σεροτονίνης,
σημάδι ὅτι πέρασε ἢ περνάει κατάθλιψη. Στὸ δεξὶ μπράτσο devil
girl, μισὸ ὄμορφο γυναικεῖο κεφάλι μισὸ νεκροκεφαλή. Μαῦρο
μπουφάν, στὴν πλάτη ὁ Χάρος μὲ κουκούλα καὶ δρεπάνι. Κοιτοῦσε ἔξω
ἀπὸ τὸ παράθυρο ἀψηφώντας τὶς ἀντιδράσεις τῶν γύρω του.
«Νὰ τὸν χαίρονται οἱ γονεῖς ποὺ
τὸν μαζεύουν σπίτι τους», ψιθύρισε ἡ διπλανή μου, μιὰ ξερακιανὴ ἀπροσδιόριστης
ἡλικίας μὲ ἀετίσια μύτη, γυρνώντας πρὸς τὸ μέρος μου. Καὶ καθὼς
δὲν ἀντέδρασα, σφύριξε συγχισμένη: «Τὸν ἀληταρᾶ!» Ἀπὸ τὴν ἀπέναντι
θέση μιὰ περίτεχνη ἑξηντάρα μὲ κατακόκκινο κραγιὸν κούνησε μὲ
νόημα τὸ κεφάλι, κοιτώντας μετὰ βδελυγμίας τὸν Χάρο ποὺ ταρακουνοῦσε
τὸ δρεπάνι του μὲ κάθε τράνταγμα τοῦ λεωφορείου στὶς λακοῦβες. Ἡ
διπλανή της ἐλευθέρωσε βιαστικά το δεξί της χέρι ἀπὸ τὶς ἀναρίθμητες
σακοῦλες καὶ σταυροκοπήθηκε τρίς.
«Κάνε παιδιὰ νὰ δεῖς προκοπή»,
σχολίασε ἕνας παπποῦς ποὺ καθόταν σὲ μιὰ πλαϊνὴ θέση. «Κάτι τέτοιοι
μπαίνουν στὰ σπίτια τῶν ἡλικιωμένων καὶ τὰ ρημάζουν…» πρόσθεσε
προσπαθώντας νὰ πιάσει τέσσερα πακέτα μὲ γυναικεῖα βρακάκια μιᾶς
χρήσεως ΤΕΝΑ, ποὺ ὅλο γλιστροῦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ ὑπερφορτωμένο καροτσάκι
τῆς λαϊκῆς. Θάταν κοντὰ στὰ ὀγδόντα. Πρόσωπο τσαλακωμένο, βλέμμα
βασανισμένο. Σκέφτηκα πὼς γύρναγε σπίτι του ἀπὸ κάποιο σοῦπερ
μάρκετ ποὺ θὰ εἶχε βάλει προσφορὰ τὶς πάνες βρακάκια, γιὰ νὰ φροντίσει
τὴν ἴσως κατάκοιτη γυναίκα του. Ἢ μπορεῖ νὰ μὴν εἶχε παιδιά, ἂν
κρίνω ἀπὸ τὸ σχόλιο, καὶ ζοῦσε μὲ τὴ μεγάλη καὶ ἄκληρη ἀδελφή
του.
Ἀπὸ τότε ποὺ περιόρισα τὸ
ταξὶ καὶ χρησιμοποιοῦσα τὴ δημόσια συγκοινωνία ὄχι μόνο εἶχα
ἀρχίσει νὰ βρίσκω μετρητὰ στὸ πορτοφόλι μου, ἀλλὰ καὶ διασκέδαζα
παρατηρώντας τοὺς ἄλλους καὶ προσπαθώντας νὰ μαντέψω τί δουλειὰ ἔκαναν,
τί σκέφτονταν, πῶς ζοῦσαν… Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ παπποῦς εἶχε σηκωθεῖ ἀφήνοντας
τὸ καροτσάκι γιὰ νὰ μαζέψει ἕνα πακέτο ΤΕΝΑ ποὺ κύλησε στὸν διάδρομο.
Μάζεψε τὸ πακέτο κατακόκκινος ἀπὸ τὴν προσπάθεια καὶ ξεφυσώντας
πάτησε τὸ κόκκινο κουμπὶ τῆς στάσης. Ἐνστικτωδῶς ἑτοιμάστηκα νὰ
τὸν βοηθήσω. «Θὰ τοῦ πῶ νὰ κατέβει καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ καροτσάκι. Τὸ
πολὺ-πολὺ θὰ κατέβω καὶ θὰ ξανανέβω» σκέφτηκα, ἐνῶ τὸ λεωφορεῖο
σταματοῦσε καὶ ὁ παπποῦς μὲ δυσκολία ἰσορροποῦσε, σφίγγοντας
κάτω ἀπὸ τὸ μπράτσο του τὰ πακέτα ποὺ δὲν χωροῦσαν στὸ καροτσάκι.
Πρὶν προλάβω νὰ σηκωθῶ «ὁ ἀληταρᾶς» ἅρπαξε τὸ καροτσάκι καὶ τὸν
παπποῦ ἀπὸ τὸ χέρι, «ἀφῆστε με νὰ σᾶς βοηθήσω» ἀκούστηκε μὲ χαμηλὴ
φωνὴ καὶ σὰν αἴλουρος κατέβηκε, ἔδωσε στὸν παπποὺ τὴν πραμάτειά
του καὶ ξανανέβηκε στὸ λεωφορεῖο. Δὲν πρόλαβα νὰ δῶ τὴν ἔκφραση
τοῦ παπποῦ, οὔτε νὰ ἀκούσω ἂν εἶπε κάτι… Ἐν τῷ μεταξὺ τὸ λεωφορεῖο
γέμισε κόσμο καὶ δὲν μποροῦσα νὰ δῶ οὔτε τὸν «ἀληταρᾶ», οὔτε τὴν ἑξηντάρα·
μόνο τὴ διπλανή μου ποὺ μουγγάθηκε καὶ σκούπιζε συνέχεια τὴν στεγνὴ
μύτη της.
Ἔνιωσα μεγάλη εὐεξία, ὅπως
κάθε φορὰ ποὺ μοῦ χαμογελᾶνε ἄγνωστοι, ἤ μοῦ μιλᾶν παιδιὰ σὲ πληκτικὲς
συγκεντρώσεις μεγάλων… καὶ πάτησα τὸ κουδούνι πλησιάζοντας στὴ
Συγγροῦ-Φίξ.
Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης (Ἀλεξάνδρεια, 1980). Σπούδασε στὸ Τμῆμα
Εἰκαστικῶν καὶ Ἐφαρμοσμένων Τεχνῶν τῆς Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν τοῦ
Α.Π.Θ. Ἀπὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀθήνα ὅπου παραδίδει μαθήματα σχεδίου
καὶ ζωγραφικῆς, καί, παράλληλα, ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀνάγνωση καὶ
τὴ γραφή.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου