…νὰ ἰδῶ τοὺς
ποιητὲς πρόλαβα ἐγώ.
Δ. Σαββόπουλος
ΜΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ἐξαδέλφη κάποτε μοῦ εἶπε: «κοντὰ στὴν
Πέτρου Συνδίκα, μένει ἡ Ζωὴ Καρέλλη. Τὴ βλέπω καμμιὰ φορά.» Ἔμοιαζε
νὰ μοῦ ἐμπιστεύεται, ὑπερηφάνως, πὼς μιὰ ἀπλησίαστη στοὺς ἀνθρώπους
καὶ ἀφανὴς στὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἔλαφος, τιμητικὰ καὶ χαριστικῶς
πως, ζοῦσε στὴν ἴδια σχεδὸν γειτονιὰ μ’ ἐκείνη.
Ἕνας ἄλλος ντόπιος, γερὸς
συγγραφέας, χρόνια φευγάτος στὴν Ἀθήνα, ἐπέστρεψε γιὰ νὰ ταφεῖ
στὴν Ἁγία Σοφία τῆς «πόλης τῶν προσφύγων», καὶ ὄχι στὴ «μεγαλοπρεπὴ
τούρτα» τῆς Μητρόπολής της, μιὰ βροχερὴ μέρα τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ
1985. Στὸ κατόπι πῆραν νὰ φυλλορροοῦν ἕνας-ἕνας: Καζαντζῆς, Ἀσλάνογλου,
Πεντζίκης, Βαρβιτσιώτης, Θέμελης, Μπακόλας, Μοσκώφ… Σὰν τὸν πνιγμένο,
ποὺ πιάνεται ἀπὸ τὰ μαλλιά του, πάσχιζα φορὲς νὰ διακρίνω τὸ μαῦρο
θολωτὸ καπέλο τοῦ Κώστα Λαχᾶ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ἢ τὴν καπαρντίνα
τοῦ πικρόστομου Χριστιανόπουλου, μὲ τὸν ἴδιο μέσα της, νὰ περιμένει
στὴ στάση τοῦ λεωφορείου γιὰ τὶς Σαράντα Ἐκκλησιὲς μπροστὰ ἀπὸ
τὸ ὑπόγειο πλέον βιβλιοπωλεῖο Ραγιᾶ στὴν Ἑρμοῦ. Κάποια μέρα εἶχα
δεῖ τὸν Τηλέμαχο Ἀλαβέρα νὰ βαδίζει μὲ μιὰ συγκλονιστικὴ ἐπιτήδευση
στὸ δρόμο. Σὰν νὰ ἀπόφευγε τὶς πλάκες τοῦ πεζοδρομίου ἢ ἄλλα ἀόρατα
ἐμπόδια ποὺ ὑπῆρχαν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του… Λὲς κι ἔπλεε μέσα σὲ
μιὰ ζελεδένια λίμνη καὶ προσπαθοῦσε νὰ κρατηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ νερὸ
χωρὶς νὰ τὸν καταπιεῖ ἡ περιρέουσα πηκτωματώδης οὐσία. Λίγο
μετὰ χάθηκε κι ἐκεῖνος. Μέσα σὲ τριάντα χρόνια θαρρεῖς κι ἔγινε ἐπέλαση
σὲ χάρτινο κινηματογραφικὸ σκηνικὸ καὶ ἀφανίστηκαν μὲ μιᾶς τὰ
τοπόσημα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας προσανατολισμοῦ: βιβλιoπωλεῖα,
καφενεῖα, ταβερνάκια καὶ λοιποὶ θύλακες φιλότητας τῆς πόλης μαζὶ
μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Καμιὰ φορὰ βλέπω τὴν ἀσημένια χαίτη τοῦ Ἠλία
Κουτσούκου καθὼς αὐτὸς ἀνεβαίνει βαρύθυμος κατὰ τὴν Ἀχειροποίητο
ἢ τὸν Θωμᾶ Κοροβίνη, εὐθυτενῆ μὲ μὼβ-μπορντὸ φουλάρι, νὰ προβαίνει
στὴν Τσιμισκῆ τὸ πρωί. Εἶναι κάποια παρηγοριὰ ὅσο νά ’ναι.
Ὅμως, οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως,
ὅπως καὶ οἱ ἀρχές, ἀδημονοῦν γιὰ τὸ ἂν καὶ πότε θὰ ἐλλιμενισθοῦν
τὰ θηριώδη πλέοντα ξενοδοχεῖα ποὺ θὰ ἀποβιβάσουν τοὺς τρισχιλίους
των. Ἐκεῖνοι θὰ βηματίσουν χαρίεντες στὸ παράλιο μέτωπο μὲ ἐλάχιστη
ἔνδον κίνηση αἰσθημάτων. Τοὺς παρακολουθῶ περιδεὴς μέσα στὴν ἀξιοζήλευτή
τους κατάσταση. Γιατί οἱ τουρίστες δὲν πονοῦν. Ἀφοῦ δὲν ἔχουν χάσει
τίποτα ἐδῶ…
Ἰούνιος 2023
Πηγή: Πρώτη
δημοσίευση: πέρ. Τύρβη,
ἀρ. 21, Καλοκαίρι 2023.
Νώντας Τσίγκας (Ἀθήνα (1959). Ἔζησε μέχρι τὴν ἐφηβεία του στὸ Βογατσικὸ
Καστοριᾶς. Σπούδασε Ἰατρικὴ καὶ εἰδικεύτηκε στὴ Νευρολογία.
Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴ Θεσσαλονίκη. Εἶναι ἐπιμελητὴς τῶν ἀδημοσίευτων
ἡμερολογίων τοῦ Ἴωνος Δραγούμη. Τὸ 2021 ἐκδόθηκαν σὲ δική του
Εἰσαγωγὴ-ἐπιμέλεια-σχόλια-ἐπίμετρο Ἴωνος Δραγούμη, Τὰ «κρυμμένα» ἡμερολόγια,
Ὀκτώβριος 1912-Αὔγουστος 1913 (Πατάκης). Βιβλία
του ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ: Οὑ
ἀπάν’ κι οὑ κάτ’ οὑ κόσμους (2009)· Μαῦρο χιόνι, «ΔιάπυροΝ» (2010)· Ἐποχιακὸς διανομέας (Διηγηματα,
«Πανοπτικόν», 2013)· Μαθήματα
Πατριδογνωσίας Ι – δυό διηγήματα· Μαθήματα Πατριδογνωσίας
ΙΙ, Ἡ
κοιμωμένη (2019). Διηγήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ
σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικά.
Εἰκόνα: Ζωῆς
Καρέλλη 2, Θεσσαλονίκη. Φωτογραφία: Google, Αὔγουστος 2022.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου