ΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 195Χ, ὁ μήνας Αὔγουστος
στὴν ἀρχή του, ἄνυδρη χρονιά, μῆνες εἶχε νὰ φανεῖ σύννεφο στὸν οὐρανό,
ὁ ἥλιος ἀπὸ εὐεργέτης, δυνάστης, ἀνελέητος καύσωνας, ἔλιωνε
τὸ βόλι πέρα στὰ στουρνάρια. Καὶ δὲν ἔφταναν ὅλα αὐτά, ἀντὶ νὰ φανοῦν
σύννεφα βροχῆς, σύννεφα ἀπὸ ἀκρίδες κάλυψαν τὸν οὐρανό, ἑκατομμύρια
ἀκρίδες πεινασμένες, λὲς καὶ τὶς γεννοῦσε ἡ γῆ, ροκάνιζαν ὅ,τι φυλλαράκι
πράσινο ἔβρισκαν μπροστά τους, μέρα καὶ νύχτα, ἀσταμάτητα. Τὰ σπαρτά,
τὰ κηπευτικά, τὰ λουλούδια, τὰ δένδρα ἀφανίζονταν, σήμερα τὸ κτῆμα
τοῦ ἑνός, αὔριο τὸ χωράφι τοῦ ἄλλου, λὲς καὶ εἶχαν ἀναλάβει ἔργο, τὸ
ὁποῖο ἐκτελοῦσαν μὲ σύστημα. Οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν σὲ ἀπόγνωση,
σὲ ἀπελπισία, ὁ λιμὸς θὰ τοὺς ἀφάνιζε κι αὐτούς. Πολλοὶ μιλοῦσαν
γιὰ ὀργὴ θεοῦ, ἄλλοι ἔκαναν ὑπομονή, ἄλλοι σιχτίριζαν, ἄλλοι ἔκαναν
προσευχές.
Ἦταν Κυριακὴ πρωί, ὅταν ὅλοι
μαζεύτηκαν στὴν ἐκκλησία. Ὁ Παπαγιώργης σταμάτησε ἀπότομα τὴ
λειτουργία, ξεσκέπασε τὴν ἁγία τράπεζα, δίπλωσε μὲ εὐλάβεια τὸ ἀντιτραπέζιο
καὶ τὸ ἔχωσε στὸν κόρφο του, πῆρε μὲ τὰ δυό του χέρια τὸ εὐαγγέλιο
καὶ τὸ ἀκούμπησε στὸ στῆθος του, βγῆκε πρῶτος ἔξω στὸ δρόμο καὶ μπῆκε
μπροστά. Ἀπὸ κοντά το ἐκκλησίασμα ἀκολουθοῦσε σὰν ποτάμι. Ἡ πομπὴ
πῆγε πρὸς τὸν κάμπο, σὲ μιὰ τοποθεσία ποὺ τὴν ἔλεγαν Καροῦλες. Καταμεσὶς
σ’ ἕνα χωράφι στάθηκε ὁ παπάς, ἦρθε κι ὁ κόσμος, ἔκαναν ὅλοι ἕνα
κύκλο γύρω του. Ξεδίπλωσε αὐτὸς τὸ ὑφασματάκι τῆς ἁγίας τράπεζας
καὶ τὸ ἔστρωσε κάτω στὸ χῶμα. «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ πατρός,
τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος», ἀκούστηκε ἡ βροντερὴ φωνή του,
«ἀμήν», ἀπάντησαν ὅλοι μαζὶ καὶ σταυροκοπήθηκαν. Ἔψαλαν τὸ, «Σῶσον
κύριε τὸν λαόν σου», τὸ «πάσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν κύριον» καὶ πολὺ κατανυκτικά
τὸ, «κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα». Στὸ «πάτερ ἠμῶν» ὅταν
ἔφτασαν στὸ «δὸς ἠμὶν σήμερον τὰ ὠφελήματα ἠμῶν» γονάτισαν ὅλοι
στὴ γῆ καὶ προσευχήθηκαν. Ὁ παπὰς ἀνέγνωσε τὸ εὐαγγέλιο κι ἔδωσε
τὴν ἀπόλυση μὲ τὸ «δὶ’ εὐχῶν». Ἄξαφνα ὁ οὐρανὸς γέμισε ἀπὸ μαῦρα
σύννεφα, πρὶν προλάβουν νὰ φτάσουν ξανὰ στὰ σπίτια ἐπίασε δυνατὴ
βροχή, κατακλυσμός, πνίγηκε ὁ τόπος. Μαζὶ πνίγηκαν καὶ τὰ λεφούσια
οἱ ἀκρίδες ποὺ ρήμαζαν κι ἀφάνιζαν τὰ σπαρτά, ἀπαλλάχτηκε ὁ τόπος.
Ἑκατομμύρια ἀκρίδες, ποὺ ἐκεῖνο
τὸ καλοκαίρι, ἐκεῖνο κι ὄχι ἄλλο, καθώς μοῦ ἔλεγαν οἱ παλιότεροι,
ἔρχονταν κύματα κύματα καὶ ροκάνιζαν τὰ σπαρτά, τὰ κηπευτικά, τὰ
δέντρα, τὰ λουλούδια, τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων μέρα καὶ νύχτα. Ρήμαζαν
τὶς σοδιές, ἔφερναν τὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀνέχεια στὰ σπίτια.
Ὁ Παπαγιώργης συμμάζεψε τὸ ἀντιτραπέζιο
ἀπὸ τὴ γῆ, τὸ δίπλωσε εὐλαβικά, τὸ ἀσπάστηκε, ἔτσι ὅπως ἀσπάζονταν
τὴν ἁγία τράπεζα κάθε Κυριακή, καὶ τὸ ἔβαλε στὸν κόρφο του. Ἔβαλε
προσεκτικὰ καὶ τὸ εὐαγγέλιο κάτω ἀπὸ τὸ ράσο γιὰ νὰ μὴν βραχεῖ. Πῆρε
τὸ δρόμο κι αὐτὸς γιὰ τὸ σπίτι του τελευταῖος ἀπ’ ὅλους, χωρὶς νὰ βιάζεται.
Τὸ νερὸ τῆς δυνατῆς βροχῆς τοῦ ἔλουζε τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια. «Εὐλογημένη
ἡ βασιλεία τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος», τὸν ἄκουσαν
νὰ μονολογεῖ, καθὼς πλατσούριζε μέσα στὰ νερά.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Γιῶργος Παπαθανασόπουλος
(1955, Αἰτωλία). Σπούδασε οἰκονομικὰ καὶ ἐργάστηκε στὸν τραπεζικὸ
χῶρο. Συλλογὴ διηγημάτων του μὲ τὸν τίτλο, Ἐξ ἀδιαθέτου, ἐκδόθηκε
τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2020 ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις «Ἀλεξάνδρεια».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου