ΠΟΣΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΔΕΙ αὐτὰ τὰ γυαλιά!
Βιβλία, σχολεῖα, πρόσωπα, ὅλα ὅσα ἔβλεπε ἡ Τασούλα, φιλόλογος
κλασικῆς εἰδίκευσης, τὰ τελευταῖα χρόνια ποὺ τὴ βρῆκε ἡ πρεσβυωπία
μέσα ἀπὸ τὰ γυαλιά της τὰ ἔβλεπε· μαζί τους. Καὶ τὰ μακρὰ τὰ ἀτελείωτα
τὰ καλοκαίρια τῶν διακοπῶν ποὺ τὰ περνοῦσε μόνη στὸ ἐξοχικὸ τὰ
φοροῦσε, γιὰ νὰ ἐλέγχει μὴν τυχὸν καὶ πάει κάποιο μυρμηγκάκι στὸ
φαγητό. Καὶ τὰ βραχέα τὰ ἐπεισόδια τῆς πνευματικῆς ἀνάτασης φορώντας
τὰ ματογυάλια της τὰ ζοῦσε – ματογυάλια τὰ χαρακτήριζε χαριτολογώντας
ὅταν διάβαζε Πλάτωνα, ἐπειδὴ θόλωναν καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀνάλαφρη
μέν, πλὴν ὅμως ὑγρὴ συγκίνηση τοῦ στοχασμοῦ. Καὶ τὰ δίχρονα τὰ ὄνειρα,
μισά τῶν σφαλιστῶν βλεφάρων καὶ μισά τῶν ἀνοιχτῶν ὀφθαλμῶν μὲ τὰ
γυαλιά της τὰ ἔβλεπε, ἀφοῦ μ’ αὐτὰ στερεωμένα στὴ μύτη ἀποκοιμιόταν
ἀργὰ τὸ βράδυ στὴ μεγάλη πολυθρόνα τοῦ σαλονιοῦ, μ’ αὐτὰ καὶ ξημερωνόταν
μὲ τὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ἥλιου – πῶς μπερδευόταν γλυκὰ τὸ ὄνειρο μὲ
τὴν πραγματικότητα, κάθε μέρα ὅλο καὶ πιὸ πολύ…
Καὶ νὰ τώρα, σὲ ἕνα δευτερόλεπτο
μέσα, ποὺ ἔσπασαν καὶ οἱ κρυστάλλινοι φακοὶ καὶ ὁ σκελετὸς ποὺ τοὺς
συγκρατοῦσε. Μιὰ ξαφνικὴ ἀναστάτωση ἀπὸ ἕνα παντζούρι ποὺ ἔκλεισε
μὲ δύναμη ἀπὸ τὸν ἀέρα, ἕνα ἀπότομο τίναγμα τοῦ κεφαλιοῦ καὶ νὰ
ποὺ ἔπεσαν τὰ «δεύτερα μάτια» της στὸ μάρμαρο τῆς σκάλας καὶ ἔγιναν
θρύψαλα – τίποτα ἄθραυστο σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ὅποια ἐγγύηση καὶ
νὰ τὸ συνοδεύει, τίποτα.
Γονάτισε ἡ Τασούλα πάνω στὸ
σκαλοπάτι κι ἄρχισε νὰ μαζεύει συντετριμμένη τὰ κομματάκια τῶν
σπασμένων γυαλιῶν – ὅσα μποροῦσε νὰ διακρίνει. Σφιγμένο τὸ στόμα,
στομωμένη ἡ ψυχή της. Τί θὰ ἔκανε τώρα χωρὶς αὐτά; Τὰ γυαλιὰ ἦταν
τὸ στήριγμά της· ὁ φράχτης τῆς ἀπελπισίας ποὺ καραδοκοῦσε στὸν ἄχαρο
χειμώνα τῆς ὑπερήλικης μοναξιᾶς. Κι ἂς εἶχε διαβεῖ ὅλη της τὴ ζωὴ
ἡ φιλόλογος ἀνάμεσα στὸ πολύχρωμο πετάρισμα τῶν παιδιῶν. Τί
σημασία εἶχε ποὺ δὲν εἶχε δική της οἰκογένεια; Δικά της ἦταν ὅλα
τὰ μαθητούδια τοῦ σχολείου, συνήθιζε νὰ λέει παλιά, πρὶν βγεῖ στὴ
σύνταξη. Τὰ παιδιὰ ὅμως εἶναι πουλιά, ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ πετοῦν,
πετοῦν καὶ φεύγουν· χάνονται γιὰ ἐκείνους ποὺ τὰ πῆραν ἀπ’ τὸ χέρι
καὶ τὰ περπάτησαν βῆμα βῆμα πάνω στὰ Γράμματα.
Γονατισμένη ἡ γηραιὰ γυναίκα
εἶδε τὸν ἑαυτὸ της νέο —παιδὶ σχεδόν— νὰ αἰωρεῖται μὲ τὸ κεφάλι
πρὸς τὰ κάτω· νὰ ἵπταται ξυπόλητη, μὲ ξέπλεκα μαλλιά, μιὰ ἀγκαλιὰ
βιβλία φιλοσοφίας καὶ γυαλιὰ ἀπαστράπτοντα, σὲ κρεμαστὸ λιβάδι
μὲ παπαροῦνες καὶ χαμομήλια ριζωμένα πάνω ἀπὸ τὸν οὐρανό. Κι ὅλο
νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ γῆ, νὰ ταξιδεύει…
Ἡ Τασούλα ἔβγαλε μὲ μιὰ μακρόσυρτη
ἐκπνοὴ ὅλο τὸν ἀέρα ἀπὸ τὰ πνευμόνια της, ἄδειασε ἐντελῶς καὶ ἄφησε
τὸ ἀδύναμο χέρι της ποὺ κρατοῦσε τὴν κουπαστὴ νὰ γλιστρήσει σιγὰ
σιγὰ πρὸς τὰ κάτω. Κενὸ εἴδωλο πλέον σωριάστηκε, ἔπεσε πάνω στὰ
σκαλιὰ μὲ τὰ γυαλιά· ἔσπασε ὅμως – πάντα ἀμείλικτη ἡ ὀστεοπόρωση.
Ἔσπασε ὁριστικὰ γι’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλὰ μπροστά της ἄνοιξε εὐθὺς
ἕνας ἄλλος, ποὺ περίμενε τὴν Ἀναστασία νὰ τὸν διασχίσει μὲ τ’ ἀχώριστα
πιὰ ἀκόμα καὶ στὴν ἰδεατὴ συνθήκη γυαλάκια της· μαζί τους.
Πηγή: Πρώτη
δημοσίευση.
Ἀλεξάνδρα
Μυλωνᾶ. Γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Σπούδασε
φιλοσοφία καὶ θέατρο (ΜΑ Θεατρολογίας ΑΠΘ, Φιλοσοφικὴ
Σχολὴ ΑΠΘ, Ἀνώτερη Σχολὴ Δραματικῆς Τέχνης ΚΘΒΕ). Μέλος Ἐταιρίας
Λογοτεχνῶν Θεσσαλονίκης, Ἑταιρείας Ἑλλήνων Σκηνοθετῶν, Σωματείου
Ἑλλήνων Ἠθοποιῶν. Ἰδρυτικὸ μέλος Ἄχθος-Artis3, συνεργάτις φορέων
πολιτισμοῦ (ΕΡΤ, ΚΘΒΕ). Φιλόλογος (Πειραματικὸ Σχολεῖο ΑΠΘ, Καλλιτεχνικὸ
Σχολεῖο Θεσσαλονίκης). Ἐρευνητικὸ ἔργο: Ἡ χάρτινη Ἀντιγόνη - ἀπὸ
τὸ ἀρχαῖο θέατρο στὰ καρὲ τῆς εἰκοναφήγησης (Γράφημα
2013). Γράφει πεζογραφία καὶ θέατρο: Ντελικὰλτ – Ἐγὼ καὶ μερικὲς
φίλες μου, ν. 2 (Γράφημα 2020), Πῶς
τὰ πᾶς μὲ τὴν ἀπώλεια; (Ὀροπέδιο, 2018), Ἐγὼ καὶ μερικὲς φίλες μου
(Γράφημα, 2009), Ἡ
Φωνὴ τοῦ Νεροῦ (Ἄχθος, 2001) κ.ἄ. Συνεργασίες μὲ περιοδικὰ
λόγου καὶ τέχνης (Ἕνεκεν,
Θεσσαλονικέων Πόλις,
Θεῦθ, Καρυοθραύστις, Τὸ Νόημα, Παρέμβαση, Ὀροπέδιο, Τὸ κοράλλι, Χάρτης). Blog:
«Προσμονάριος ἀφήγησης»
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου