Του Γιάννη Σχίζα
Ποντίκι 22.6.23
Στην
Ελλάδα της δεκαετίας του 50 και του 60, οι
μετεμφυλιακές καταστάσεις και η ανέχεια της υπαίθρου έκαναν τους αγρότες
«να παίρνουν των ομματιών
τους» και να μεταναστεύουν. Τον καιρό
εκείνο, η κοινωνία εξακολουθούσε να είναι «αγροτοκεντρική» , ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με
το βιβλίο του για τα «Ψηλά βουνά» επηρέαζε
τις συνειδήσεις της υπαίθρου, ενώ το αναγνωστικό του Δημοτικού Σχολείου έδινε στα παιδιά ως «πρώτη πνευματική τροφή» κάποιες αναφορές στην
γεωργία…...Φυσικά υπήρχε και ο
«εκσυγχρονιστικός» λόγος της εποχής που
μιλούσε για την «ευλογία της μετανάστευσης» εννοώντας
τα μεταναστευτικά εμβάσματα , όμως η αντίπαλη πλευρά ήταν πλειοψηφική, και με κάθε ευκαιρία αποδοκίμαζε την ερήμωση
της υπαίθρου και την καταδίκη χιλιάδων ανθρώπων στην «μαύρη
ξενητειά»...
Τα χρόνια πέρασαν, ο αγροτικός
πληθυσμός έγινε ακόμη πιο μειοψηφικός, η ανοδική ποιότητα ζωής στις πόλεις έφερε
παλιούς γεωργούς μέχρι και στα θλιβερά ημιϋπόγεια αστικών πολυκατοικιών.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΑΓΟΡΑ
Η όλη αυτή κατάσταση ήταν επόμενο να
απαξιώσει δραματικά το ρόλο του γεωργού, να τον αποκλείσει ουσιαστικά από
ένα ρόλο «επιχειρηματία της υπαίθρου».
Την ίδια περίοδο οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις έβαζαν χέρι στους αγροτικούς
συνεταιρισμούς και ουσιαστικά αναιρούσαν την ιδιότητά τους ως
μορφών εθελοντικής αυτοοργάνωσης . Η κοντόφθαλμη διαχείριση των αγροτικών υποθέσεων από
κομματικούς εγκάθετους και αγροτοπατέρες, ακύρωνε κάθε πολιτική ενεργητικής
προσαρμογής της αγροτικής οικονομίας στη
διεθνή αγορά. Αποτέλεσμα ήταν η άτακτη
υποχώρηση, η μετατροπή μιας παραδοσιακά αγροτικής χώρας σε ελλειμματική, η
απεμπόληση ποιοτικών προϊόντων, η κακοδιαχείριση φυσικών πόρων όπως το νερό, το
έδαφος, η γενετική ποικιλότητα.
Μέσα στις νέες συνθήκες της
παγκοσμιοποίησης, η χώρα δεν θα μπορούσε
να περισώσει κάποιους τομείς προβληματικούς, με υψηλά έξοδα παραγωγής –
όπως π.χ.το βαμβάκι Ακόμη δεν θα
χρειαζόταν να αγωνισθεί για τη διατήρηση συγκεκριμένων οικισμών, που είχαν
«χωροθετηθεί» στο μακρινό παρελθόν για να αντιμετωπίσουν άλλες ανάγκες , όπως
ήταν η προστασία από την πειρατεία, την
ελονοσία κλπ. Η έμφαση σε ορισμένους
τομείς (π.χ. λάδι, άμπέλια, ιχθυοκαλλιέργειες κλπ.) θα μπορούσε να συνδυάζεται με τη διατήρηση
μιας παραγωγής μικρής κλίμακας,
ποιοτικής, συνδεδεμένης με την ελληνική παράδοση και με την μεσογειακή διατροφή. Η Ελλάδα χρειαζόταν
προσαρμογές στη διεθνή ζήτηση , προπάντων δε
στη δική της γεωγραφική
ιδιαιτερότητα.
Η εξέλιξη του κτηνοτροφικού τομέα ήταν ιδιαίτερα
χαρακτηριστική της εγχώριας
κακοδιαχείρισης αλλά και του εισαγόμενου εκμαυλισμού. Η χώρα με τα
60 εκατ. στρέμματα «δυνάμει» βοσκοτόπων,
με περιορισμένη την κρεοφαγική
κουλτούρα, έφτασε το 2007 να έχει έλλειμμα σε κρέατα, αυγά, γάλα κλπ. μόνο στις
συναλλαγές της με τις χώρες της ΕΕ . Και
από κοντά έρχονταν απώλειες παραδοσιακών
τομέων , δεμένων με την «ελληνικότητα», με αποτέλεσμα να έχουμε τομάτες
Βελγίου(!), λεμόνια Αργεντινής , μέλι
Βουλγαρίας, πατάτες Αιγύπτου....Η «μπριζολοκρατία» στους ανά την επικράτεια
ταβερνοχώρους, επεφύλασσε περιφρόνηση στο παλιό «λιτοδίαιτο του Έλληνος». Από την άλλη πλευρά
δεν απουσίαζε και μια αυθόρμητη επιστροφή
στη παράδοση , με την προβολή κάποιων ελληνικών προϊόντων, που όμως δεν μπορούσαν να
αναστρέψουν την κατάσταση.
ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΟΥΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Για πολλούς ο νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος φαίνεται να καθορίζει το μέλλον της ελληνικής υπαίθρου : Ένα μέλλον «αποαγροτοποίησης»
, με ορισμένους αγροβιομηχανικούς θύλακες στα πεδινότερα σημεία και την υπόλοιπη χώρα να αποδίδεται σε χρήσεις αναψυχής και
τουρισμού. Ιδού μια προέκταση των προβλέψεων της «Καταστασιακής Διεθνούς» στη δεκαετία του
50, για την επερχόμενη «ψυχαγωγική
ψευτούπαιθρο»!
Όμως ακόμη και σ’ αυτή τη παρακμιακή περίοδο, , υπάρχουν και περισσεύουν
τοποθετήσεις για τη δυνατότητα μιας άλλης πορείας. Έγκυροι αναλυτές επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα μιας «παραγωγικής
ανάτασης» της γεωργικής υπαίθρου, με την πολυαπασχόληση των αγροτών, με την
παραγωγή ποιοτικών προϊόντων ταυτοποιημένων, με την σύνδεση της ποιοτικής γεωργικής παραγωγής και του τουριστικού τομέα...Υπάρχει
η δυνατότητα του αγροτουρισμού, κι ακόμη
η δυνατότητα μιας «καθαρής» βιολογικής παραγωγής, με μια νέου τύπου αγροτιά της γνώσης, σε
αντιπαράθεση με την ιδεολογική αγκύλωση στις « οικονομίες κλίμακας» , στην «απόλυτη εξειδίκευση» , στον ακραίο
καταμερισμό έργων. Ο παραγωγός στην ύπαιθρο μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό
από τον τύπο που ενσάρκωνε ο Τσάρλυ Τσάπλιν στους «Μοντέρνους Καιρούς» -
προβάλλοντας τη καρικατούρα του
μονοδιάστατου και μονόπλευρου
εργαζόμενου.
Κι ακόμη υπάρχουμε κι εμείς, οι
καταναλωτές : Εμείς που μπορούμε να «ψηφίζουμε», καθημερινά, στο χώρο της
αγοράς. Που μπορούμε να επιλέγουμε ελληνικά προϊόντα, όχι από εθνικισμό ή από
ψευδαίσθηση για την υπεροχή τους έναντι
των προϊόντων όλου του κόσμου, αλλά
διότι δια μέσου των αγορών μας «αγοράζουμε» ένα άλλο μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου