ΧΡΟΝΙΑ, καιρὸς πολὺς ἀπὸ τότε ποὺ
ἡ θεία της τὴν κοίταζε τὴν Παναγιὰ Ταξιδιανή, πρωῒ-βράδι, τῆς ἄναβε
τὰ καντήλια, τὴν εἶχε γειτόνισσα καὶ τῆς γυάλιζε τὰ φτωχὰ μανουάλια,
τὴν καθάριζε καὶ τὴ θυμιάτιζε σ’ ὅλες τὶς γιορτές. Ἀπὸ τὴ θεία
της τὰ ἔμαθε ὅλα ἡ Ἀννιώ. Πῶς τὸ ἐκκλησάκι ἐκεῖνο ἤτανε θαυματουργό,
πῶς ἡ Παναγία τοὺς φύλαε ὅλους τους στὸ νησὶ καὶ πῶς ἀνάβουν μὲ τὶς
μπιμπλῆθρες ἀντὶ γιὰ φυτιλάκια τὰ καντήλια. Πῶς σὰν περπατᾶς στὸ
σωστὸ δρόμο καὶ σοῦ τύχει μιὰ ὥρα κακή, πάντα ἡ Παναγία μαζὶ κι ὁ
ἅγιος ἀπ’ τὸ κοντινὸ ξωκκλήσι θὰ τρέξουν νὰ σὲ βοηθήσουν. Ἔτσι μὲ
τὴ φροντίδα γιὰ τὸ κάθε τὶ ἔμαθε νὰ τὴν νοιώθει ζωντανὴ μέσα της
τὴν Παναγιά, νὰ τῆς μιλᾶ σὰ σὲ δικό της ἄνθρωπο καὶ προπαντὸς νὰ τὴν
ἐμπιστεύεται. Στὸ χωριὸ τοῦ πατέρα πάλι, στὸ σπίτι τους, τῆς ἄρεσε
νὰ ὀνειρεύεται ἀγναντεύοντας ἀπέναντι τὴν Ἀρασιά. Πάγωνε στὴν
προσμονὴ ἐκείνης τῆς ὥρας ποὺ θὰ ἀνέβαινε τὸ βουνὸ κρατώντας κι ἐκείνη
τ’ ἀναμμένο της κερὶ καὶ παρακαλώντας Την. Ἀνέμιζε πάνω στὰ μελωδικὰ
λόγια ἡ σκέψη της «Παναγία Ἀρασσιανή, φέτο ἦρθα μοναχή, καὶ τοῦ
χρόνου μὲ τὸ ταίρι».
Μονάχα ἕνα πράμα ἦταν ποὺ τῆς
ἔσφιγγε τὴν ἀνάσα. Ἔμοιαζε πέτρινο ὅπως τὸ καλντερίμι μὲ τὸν
κουφό του ἀντίλαλο καὶ κίτρινο σὰν τὰ σβησμένα ἀποκέρια. Ἕνα ὄνειρο
ποὺ τῆς μάγγωνε τὰ χέρια τὶς νύχτες, ἕνας ἐφιάλτης ποὺ ἔβλεπε καὶ
ξανάβλεπε, μιὰ μορφὴ ἀλλόκοτη καὶ ξένη. Ἕνας ἴσκιος βγαλμένος ἀπ’
τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἐρημιὰ τοῦ μεγάλου βυθοῦ, ἀνάμεσα στὰ δυὸ νησιά,
ἐκεῖ ποὺ καθὼς τῆς εἶχαν πεῖ στὸ σχολειὸ ὁ Ποσειδώνας εἶχε στ’ ἀρχαῖα
χρόνια τα παλάτια του. Ὕστερα ξύπναγε κι ἔκανε τὸ σταυρό της, ἔλεγε
«πά, τί μ’ ἔπιασε, ἡ Παναγία μᾶς φυλᾶ ὅλους μας στὸ νησί». Καὶ ἔφερνε
στὸ νοῦ της τὰ ἑκατοντάδες ἀκοίμητα καντήλια στὰ σπαρμένα μὲ κατάνυξη
ξωκκλήσια τοῦ νησιοῦ, ἕνα διάφανο πέπλο κεντημένο μὲ φῶτα, τὸ
πέπλο τῆς Παναγιᾶς. Καὶ τὶς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων του τόσο δεμένες μὲ
τὸ νησιώτικο κυμματιστὸ χῶμα, τὶς γιορτὲς τὰ βουνὰ τοὺς βράχους
τὶς κοιλάδες τὶς ἐλιὲς τ’ ἀμπέλια τοὺς μπαχτσέδες τὶς βρύσες τὰ
πλατάνια τὶς ἀσκαμιὲς τὶς συκιὲς τὶς ἀμυγδαλιές τὶς κοκκιναπιδιὲς
τὶς δαμασκηνιὲς τὶς ροδακινιὲς τὶς βυσσινιὲς τοὺς ὀντάδες τὶς
φιρικιὲς τὶς κοντοποδαροῦσες τοὺς τροχάλους τοὺς φράχτες τὶς ἐξοχὲς
τ’ ἀγριολούλουδα τοὺς νερόμυλους τὶς καρυδιὲς τοὺς καταρράχτες
τοὺς ἀνεμόμυλους τ’ ἁγιάσματα. Μιὰ εὐλάβεια βαθειὰ μέσα ἀπ’ τὸ
χῶμα κι ἀπὸ τ’ ἀρχαῖο ἁλάτι ποὺ κουβαλᾶ ὁ θαλασσινὸς ἀγέρας καὶ
ποὺ θαρροῦσε πὼς τὸ γεύονταν πάνω στὰ χείλη της σὰν περπατοῦσε κάθε
καλοκαίρι στὴν ξωμεριά τους, τὸν πιὸ ὄμορφο τόπο τοῦ κόσμου ὅλου.
Καὶ ὕστερα τραγουδοῦσε ὥσπου νὰ περάσει κεῖνος ὁ πόνος στοὺς καρποὺς
τῶν χεριῶν της, ὥρα πολλὴ μετά.
Τὴν νύφη μας τὴν εἴχαμε εἰς τὸ κουτὶ βαλμένη…
Γαμπρὸς εἶν' τὸ ζιμπούλι κι ἡ νύφη διασεμί…
…
Ἀναστενάζω θλιβερὰ καὶ κλαίγω λυπημένα
Καὶ λέγω πὼς ἐχάθηκε ὁ κόσμος πιὰ γιὰ μένα
Ἀναστενάζω δὲ μ’ ἀκοῦς, κλαίγω δὲ μὲ λυπᾶσαι
…
Μετὰ ποὺ χάλασε ἡ κατάσταση τὸ ὄνειρο πιὰ δὲν τὴν ἔμελε.
Ἀφοῦ νόμισε πὼς ξεδιάλυνε σὰν ἄκουσε μιὰ μέρα τὸν πατέρα της νὰ
λέει γιὰ κείνους τοὺς νεοφερμένους ἀλλόκοτους ἀνθρώπους μὲ τὰ κίτρινα
ροῦχα καὶ μὲ τοὺς σουγιάδες ποὺ ἔμπαιναν σὲ καφενεῖα καὶ σὲ σπίτια,
ποὺ φοβέριζαν τοὺς νησιῶτες, ποὺ ρήμαζαν καὶ ἅρπαζαν, καὶ ποὺ ἀπ’
τὸ πολύ τους μίσος ξερίζωναν βασιλικὰ καὶ καντιφέδες χωρὶς νὰ
σκέφτονται Θεό. Εἶδε ἔπειτα στὸν ὕπνο της μιὰ γυναίκα νὰ τὴν παίρνει
στὴν ἀγκαλιά της, νὰ τὴν ταξιδεύει ψηλὰ πάνω ἀπ’ τὴ θάλασσα πρὸς
τὴ μεριὰ τῆς Λήμνου καὶ νὰ τῆς δείχνει κάτω το βυθό. Τὸ νερὸ ἦταν διάφανο
κι ἔτσι ἡ Ἀννιὼ μποροῦσε νὰ βλέπει μέσα του καθαρά. Στὸν τόπο ποὺ
ὁ δάσκαλος τοὺς ἔλεγε πὼς βρίσκονταν τὰ βυθισμένα παλάτια τοῦ Ποσειδώνα
ἕνας μπαχτσὲς μ’ ὅλα τα χρώματα ποὺ στόλιζαν κάθε ἄνοιξη τοὺς ἐπιτάφιους
στὸ νησί τους. Ξύπνησε χωρὶς τὸν συνηθισμένο πόνο στοὺς καρποὺς τῶν
χεριῶν της, χωρὶς ἀνάγκη γιὰ τραγούδια.
Τὴ βρήκανε τὴν ἄλλη μέρα μὲς
στὰ αἵματα, τὰ ροῦχα της σκισμένα, τὰ ξέπλεκα μαλλιὰ τρυφερὰ νὰ τῆς
σκεπάζουν τὸ πρόσωπο. Στὸ χέρι της κρατοῦσε ἕνα κερί. Κι ἦταν μισολιωμένο
λὲς μόλις εἶχε ἀποτελειώσει τὰ λόγια τῆς εὐχῆς «φέτο ἦρθα μοναχή,
καὶ τοῦ χρόνου μὲ τὸ ταίρι». Τὸ βλέμμα τῆς λαμπρὸ λὲς εἶχε συναντήσει
τὸν ποθητό της νυμφίο.
Χρόνια, καιρὸς πολὺς ἀπὸ τότε ποὺ ἡ θεία της τὴν ἔμαθε
νὰ κοιτάζει τὴν Παναγιὰ Ταξιδιανὴ κι Ἐκείνη ἀνταποδίδοντας τὴν
εἶχε τώρα ἐπισκεφθεῖ, προστάτης καὶ βοηθὸς στὸ τελευταῖο της ταξίδι.
Λίγο προτοῦ περάσουν ἀπέναντι πρόλαβε κιόλας νὰ τῆς δείξει ἐκεῖνο
τὸ ὁλόανθο θαλασσινὸ παλάτι τοῦ βυθοῦ.
* Ὠδὴ στὴν Ἴμβρο.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἰωάννα Γαλανάκη. Γεννήθηκε
καὶ μεγάλωσε σ' ἕνα μικρὸ χωριὸ κοντὰ στὰ Χανιά. Σπούδασε Ἱστορία,
Ἀρχαιολογία καὶ Ἱστορία τῆς Τέχνης στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.
Ἐργάστηκε ὡς ἀρχαιολόγος καὶ ἐρευνήτρια. Συνέχισε τὶς
σπουδές της μὲ ὑποτροφίες στὴν Ἀγγλία. Ἔχει δημοσιεύσει μιὰ ποιητικὴ
συλλογὴ (Ἀραδήν).
Ποιήματά της ἔχουν ἐπίσης δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικό Νέα Εὐθύνη. Ἔχει
μεταφράσει καὶ δημοσιεύσει στὸ περιοδικό Τὸ Δέντρο ποίηση
τῆς σύγχρονης Ἀμερικανίδας ποιήτριας Jessica Greenbaum.
Μικρὰ διηγήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ Πλανόδιον-Ἱστορίες Μπονζάι καὶ
μεταφρασμένα στὰ ἀγγλικὰ στὸ περιοδικό Two Words For.
Κείμενά της ἔχουν δημοσιευτεῖ στὰ περιοδικά Lifo, Monumenta καὶ
σε blogs. Αὐτὴν τὴν περίοδο ζεῖ στὸ Σαουθάμπτον τῆς Ἀγγλίας
καὶ ἑτοιμάζει μιὰ μικρὴ συλλογὴ διηγημάτων γιὰ δημοσίευση.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου