* * *
Ζωντανὴ μνήμη ἑνὸς φίλου
σήμερα εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς σπορᾶς καὶ
ὄχι τῆς συγκομιδῆς
Π.Κ.
ΕΝ ΕΙΝΑΙ μιὰ ‘βδομάδα καὶ κάτι, στὶς
11 Ἀπριλίου, ποὺ κλείσανε τρία χρόνια ἀφότου ὁ Περικλῆς ἔφυγε ἀπὸ
κοντά μας, ἀφήνοντας τὸ φεγγοβόλο ἐκεῖνο κενὸ ποὺ ἀφήνουν οἱ ἄνθρωποι
ποὺ δὲν ἀρκοῦνται στὰ λόγια, ἀλλὰ σφραγίζουν τὰ πιστεύω τους μὲ τὸ αἷμα
τῶν πράξεών τους. «Συγγραφέας, ποιητής, ἀκτιβιστὴς καὶ πολιτικὸς
τῆς ἀριστερᾶς» ἀναφέρει ἡ Βικιπαίδεια, ἀλλὰ αὐτὰ περιγράφουν ἐλάχιστα,
γιὰ ὅσους τὸν γνώρισαν, τὸ ἐλεύθερο ἦθος τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ στὰ προσωπικά
ὅσο καὶ στὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα δὲν δίσταζε μὲ ὅποιο
τίμημα νὰ παίρνει ἀπέναντί τους τὴν κριτικὴ ἀπόσταση ποὺ τοῦ ὑπαγόρευε
ἡ ἐντιμότητα καὶ ἡ συνείδησή του, ὅποτε χρειαζότανε. Καὶ χρειαζότανε
συχνά.
* * *
Τὸν Περικλῆ τὸν ἤξερα πρὶν τὸν γνωρίσω μέσα ἀπὸ τὰ
μισόλογα τῶν μεγάλων· ἦταν χούντα κι ὅλοι γιὰ τὰ σημαντικὰ μιλούσαμε
ψιθυριστά. Εἴχαμε μετακομίσει ἀπὸ τὴν μονοκατοικία τῆς ὄμορφης
Νέας Σμύρνης στὸν δεύτερο ὄροφο μιᾶς ἑξαόροφης πολυκατοικίας
στὴν Κάτω Κυψέλη, στὴν ὁδὸ Κορυδαλλέως 7-9, πλάι στὴν Ἁγίου Μελετίου,
καὶ πάνω ἀπὸ μᾶς στὸν τρίτο ὄροφο ἔμεναν οἱ γονεῖς του. Εἴχαμε ἤδη
δυὸ χρόνια ἐκεῖ, ἀπὸ τὸ 1970, καὶ τὰ ἀρχικὰ καλημερίσματα σιγὰ-σιγὰ
ἐξελίχθηκαν σὲ μιὰ ζεστὴ φιλία ποὺ κράτησε πολλὰ χρόνια μέχρι τὴν
ἀποδημία τῶν γονιῶν τοῦ Περικλῆ, τοῦ Χρήστου καὶ τῆς Μαρίκας ἀλλὰ
συνεχίστηκε μὲ τὴν στενὴ οἰκογενειακὴ φιλία τῆς μητέρας μου μὲ
τὴν Ἄλκηστη, τὴν ἀδελφή τοῦ Περικλῆ, ἕως τὸν πρόωρο θάνατό της. Ἡ
μητέρα μου καὶ ἡ μητέρα του ἀντάλλασσαν πεσκέσια μὲ τὶς σπεσιαλιτέ
τους, οἱ καρυδόπιτες καὶ οἱ ρεβυθάδες ἀνεβοκατέβαιναν ἀπὸ τὶς
σκάλες καὶ οἱ ψιθυριστὲς φωνὲς ἀπ’ τὸ φωτογωγό, ποὺ ἔπαιζε τότε
τὸν ρόλο τῆς ἐνδοσυνεννόησης. Ἐν τῷ μεταξὺ Περικλῆ ἄκουγα καὶ
Περικλῆ δὲν ἔβλεπα. Ἔλεγαν πὼς ἔλειπε στὴ Γαλλία γιὰ σπουδές. Μὲ
τὴν μεταπολίτευση ἁπλώθηκε ἡ εἴδηση τῆς ἐπιστροφῆς του.
Ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν ἀντίκρισα θὰ μοῦ μείνει ἀξέχαστη, μαθήτρια
τοῦ γυμνασίου ἐγὼ καὶ ἡ ἀμηχανία μου μεγάλη μπροστὰ σ’ αὐτὸν τὸν
ψηλὸ ὀστεώδη ἄντρα μὲ τὰ ἀτίθασα μαλλιὰ καὶ τὸ ἔντονο βλέμμα,
ποὺ ὅλο κάπνιζε. Τὸν ἄκουγα πολὺ προσεκτικὰ παρ’ ὅλο ποὺ δὲν μποροῦσα
νὰ ἀποκωδικοποιήσω ὅλα ὅσα ἔλεγε μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ μελωδικὴ
φωνή του. Ἦταν γοητευτικὸς καὶ στὰ παιδικά μου μάτια ἔμοιαζε κάπως
μυστηριώδης μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἱστορίες ποὺ τὸν συνόδευαν. Ἡ αὔρα
ποὺ τὸν τύλιγε ὅμως μοῦ ἐνέπνευσε ἐμπιστοσύνη ἀπὸ τὴν πρώτη
στιγμή. Εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴν γκαρσονιέρα ποὺ εἶχε ἡ οἰκογένειά
του στὸ ὑπόγειο τῆς πολυκατοικίας, ποὺ σύντομα μεταμορφώθηκε
σ’ ἕνα ὁλοζώντανο στέκι ποὺ γέμιζε φίλους καὶ βιβλία, πολλὰ βιβλία,
καὶ καπνοὺς τσιγάρων ἀνακατεμένους μὲ γέλια ποὺ ἔφταναν μέχρι σὲ
μᾶς στὸν δεύτερο, ἄσε ποὺ ἐπιτέλους πρασίνισε κι ὁ τόπος, ἀνάμεσα
στὰ τσιμέντα τῆς πολυκατοικίας, γιατὶ ἀνάστησε μὲ μεράκι καὶ
πολλὰ φυτὰ στὸ μικρὸ κηπάκι τοῦ ἀκάλυπτου, καὶ καθὼς θέριευαν τὰ
δεντράκια τὰ Καλοκαίρια ὁρμοῦσαν ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ μπαλκονόπορτα
μέσα στὸ σπίτι. Τὸ ἔβλεπα νὰ φουντώνει τὴν Ἄνοιξη ἀπὸ τὸ πίσω
μπαλκόνι τοῦ δεύτερου ὀρόφου καὶ τὸ καμάρωνα. Στὸ ἴδιο διαμέρισμα
ἀργότερα ἔμεινε γιὰ ἕνα διάστημα ὁ φίλος του —μετὰ ἀπὸ χρόνια
καὶ δικός μου φίλος— Γιῶργος Οἰκονόμου, ἐπίσης μαθητὴς τοῦ Καστοριάδη
ὅπως καὶ ὁ Περικλῆς, μαθηματικὸς καὶ συγγραφέας πολιτικῶν δοκιμίων,
ποὺ τραυματίστηκε σοβαρὰ ἀπὸ σφαίρα στὴν ἀντιχουντικὴ ἐξέγερση
τοῦ Πολυτεχνείου.
Ὅταν διάβασα τοὺς Ἀνθρωποφύλακες,
—πρώτη φορὰ ποὺ ἐρχόμουν ἀντιμέτωπη μὲ τόση βία, καθὼς ἀφοροῦσε
πρόσωπό μου οἰκεῖο— συγκλονίστηκα, καθὼς συνειδητοποιοῦσα τὴν
ἀπερίγραπτη σκληρότητα ποὺ μποροῦσε νὰ ἐπιδείξει ἕνας ἄνθρωπος
σὲ συνάνθρωπό του. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς χούντας ψιθυρίζονταν ἀσύλληπτα
πράγματα γιὰ βασανιστήρια στὶς φυλακές, ἱστορίες ὡστόσο ποὺ δὲν
τολμούσαμε νὰ πιστέψουμε. Ὅμως ἡ ψύχραιμη περιγραφὴ τοῦ Περικλῆ
Κοροβέση, ποὺ ἀπέδωσε μὲ λόγο λιτὸ καὶ δυνατὸ ὅλα τα βασανιστήρια
ποὺ ὑπέστη κατὰ τὴν περίοδο τῆς κράτησής του στὶς φυλακὲς
ΕΑΤ-ΕΣΑ, ἀποκάλυψε διεθνῶς τὸ πραγματικὸ πρόσωπο τῆς Χούντας καὶ
ὁδήγησε τὸ θέμα μέχρι τὸ Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης. Μετὰ τὴν βαρύνουσα
κατάθεση τοῦ Περικλῆ, ἡ Χούντα τῶν συνταγματαρχῶν ἀποχώρησε ἐσπευσμένα
ἀπὸ τὸ Συμβούλιο καθὼς ἦταν βέβαιη γιὰ τὴν καταδίκη της. Ἀλλὰ οἱ
περιπέτειες τοῦ Περικλῆ συνεχίστηκαν ὅταν ἀργότερα, τὸ 1989, ἄρθρο
τῆς Ἀγγελικῆς Νικολούλη στὴν ἐφημερίδα Ἔθνος προσπάθησε
νὰ τὸν ἐμπλέξει μὲ τὴν 17η Νοέμβρη, καὶ τότε ὅλοι μας ἀναστατωθήκαμε.
Ὁ Περικλῆς ἦταν αὐτὸ ποὺ λέμε «ψημένος» ἄνθρωπος, εἶχε
περάσει πολλὰ καὶ δύσκολα, κι ὅμως ὅταν ὀνειρευόταν καὶ μάλιστα
μαζὶ μὲ ἄλλους ἀλάφραινε, πέταγε ἡ καρδιά του, φωτίζονταν τὰ μάτια
του καὶ ὅλα ξαφνικὰ φαινόντουσαν μπορετά. Τὸ γνήσια ἀναρχικὸ καὶ
σίγουρα ἀντιεξουσιαστικό του πνεῦμα τὸν ἔκανε νὰ πεῖ κάποτε:
«Ἰδεολογικὰ θὰ ἔλεγα πὼς εἶμαι ‘’Κοροβεστιστὴς’’ καὶ δὲν θέλω κανένα
ὀπαδό, γιατὶ θὰ μοῦ τὰ κάνει σκατά», ὅπως μνημονεύει στὸ ἀποχαιρετιστήριο
ἄρθρο του ὁ Ἀριστοτέλης Σαϊνης, στὶς 17 Ἀπριλίου τοῦ 2020 στὴν Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια ὅταν ξανασυναντήθηκαν οἱ δρόμοι μας, μέσα ἀπὸ
κοινὰ ἐνδιαφέροντα, βιβλία, στέκια καὶ κοινὲς πολυποίκιλες λογοτεχνικὲς
συντροφιές, ὅπου σταθερὰ διέκρινες ποιός ἦταν ὁ μὴ-κουλτουριάρης,
διαπίστωσα ὅτι παρέμενε τὸ ἴδιο ἁγνὸ καὶ ὀνειροπόλο πλάσμα
ποὺ πρωτογνώρισα. Ποτέ, μὰ ποτὲ δὲν τὸν εἶχα ἀκούσει νὰ μιλᾶ μὲ ἐμπάθεια
ἢ κακία γιὰ ὁποιονδήποτε, ἀντιθέτως πάντοτε ἡ σκέψη του ἦταν
στραμμένη μὲ θετικότητα στὸ κοινὸ καλό, ποὺ πάντα ξεκίναγε ἀπὸ
τὸν χειροπιαστὸ διπλανό, γιὰ νὰ ἁπλωθεῖ ταχύτατα καὶ νὰ φτάσει
στὸ ὄνειρο καὶ τὴν οὐτοπία, τὴν ἄπιαστη δίχως τὸ Μαζί. Στὸ πρόσωπό
του ζοῦσα παραδειγματικῶς τὸν αὐθεντικὸ πυρήνα τῆς ὕπαρξης τοῦ
ἀκτιβιστῆ: τὴν Ἀλληλεγγύη. Ἡ ἀκούραστη ἐπωδός του στις συναντήσεις
μας ἦταν μία: κάτι
νὰ κάνουμε!
Θυμᾶμαι ἀκόμα τὸ 2007 κάποιες ἀπὸ τὶς πρῶτες φιλικὲς συναντήσεις
μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐκλογή του ὡς βουλευτῆ στὴν Α’ Ἀθηνῶν σ’ ἕνα γραφεῖο
στὴν πλατεία Καμπάνη πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγίου Μελετίου. Θυμᾶμαι μὲ
τί προσοχὴ ἄκουγε τοὺς συνομιλητές του ἀλλὰ καὶ μὲ τί πάθος μιλοῦσε
γιὰ ὅσα πίστευε. Κι ὅποτε ἡ συζήτηση συνεχιζόταν σὲ κάποια ταβέρνα,
πάντα μὲ τὴν ἀγαπημένη του Μαρία φύλακα ἄγγελο στὸ πλάι του, ὅλα
γιὰ λίγο γινόντουσαν ἐφικτά. Καὶ δὲν ἐνέδωσε ποτὲ στὸ εὔκολο,
στὸ αὐτονόητο ἢ στὸ συμφέρον, ἤξερε νὰ λέει ὄχι ἐκεῖ ποὺ τοῦ ὑπαγόρευε
ἡ συνείδησή του κι ἄς ἔχανε θέσεις, χρήματα, ἐξουσία... Κέρδιζε
ψυχή, φίλους, ἀγάπη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν ἄλλων στὰ ἰδανικά
του. Πράγματα, δηλαδὴ ἀνεκτίμητα.
Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Περικλῆ ἦταν καὶ ἡ ψυχική του γενναιοδωρία.
Θυμᾶμαι τὸν Αὔγουστο τοῦ 2009 ἕνα ἀπρόσμενο μήνυμά του στὸν τηλεφωνητή
μου, ὅπου μοῦ ἐξέφραζε τὴν μεγάλη συγκίνησή του μὲ ἀφορμὴ ἕνα ἄρθρο
μου ποὺ εἶχε διαβάσει στὴν ἐφημερίδα Αὐγὴ στὸ πλαίσιο τῆς ἑβδομαδιαίας
σειρᾶς «Ἕνας δρόμος μιὰ ἱστορία». Στὸ κείμενό μου ἐκεῖνο, ποὺ εἶχε
τίτλο «Ὁδὸς Κορυδαλέως 7-9», ἀναφερόμουν στὸ δρομάκι ποὺ μέναμε
καὶ στοὺς ἰδιαίτερους καὶ χαρισματικοὺς κατοίκους τῆς πολυκατοικίας
μας, στὸν Περικλῆ Κοροβέση καὶ στὸν Κώστα Μαυρουδῆ καὶ τὸν πατέρα
του, τὸν ἀξιαγάπητο δάσκαλο-συγγραφέα κύριο Χρῆστο (μὲ τὸν ὁποῖο
εἶχα καὶ τὴν μεγαλύτερη οἰκειότητα, ἔχω ἀκόμα κάποια βιβλία του ποὺ
μοῦ εἶχε χαρίσει), ποὺ κατοικοῦσαν στὸν τρίτο καὶ στὸν πρῶτο ἀντιστοίχως,
ἀλλὰ καὶ στοὺς Μιχάλη Γκανᾶ καὶ Γιάννη Πατίλη ποὺ ἦσαν τακτικοὶ ἐπισκέπτες
στὸ σπίτι τοῦ Μαυρουδῆ μιὰ ποὺ τότε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας στὸ πρῶτο
ὄροφο τῆς πολυκατοικίας μας φύτρωνε μὲ τὴν συνεργασία τῶν τριῶν
τους τὸ περιοδικὸ Τὸ
Δέντρο. Μοῦ ἔλεγε, ἐπίσης, ὁ Περικλῆς ὅτι εἶχα καταγράψει
πτυχὲς καὶ λεπτομέρειες — γιὰ τὸν τόπο, τὴν πολυκατοικία μας καὶ
γιὰ τὸν χρόνο— ποὺ πολλοὶ ἄλλοι δὲν εἶχαν προσέξει. «Ἐγὼ δὲν θὰ μποροῦσα
νὰ τά ‘χω πεῖ ἔτσι», μοῦ εἶπε, καὶ μ’ ἔκανε νὰ ντραπῶ. Μὲ εἶχε σκλαβώσει
ἐκεῖνο τὸ μήνυμά του καὶ τὸ ἔχω φυλάξει.
Ἡ αὐτοεξορία του κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Χούντας καὶ ὁ τρόπος ποὺ τὸν
περιέθαλψαν στὴ Σουηδία στερέωσε μέσα του τὴν ἤδη δημιουργημένη
ἄποψη ὅτι δὲν ὑπάρχουν λαθραῖοι ἄνθρωποι, ὅτι σὲ ὅλες τὶς δυσκολίες
τῆς ζωῆς ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι ἡ ἀγάπη, πεποίθηση ποὺ τίμησε μὲ
πολλοὺς τρόπους σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Στὸ διήγημά του «Ξεχασμένα εὐχαριστῶ»
μεταξὺ ἄλλων προσώπων εὐχαριστεῖ μιὰ Ἴνγκριντ ἀπὸ τὴν Στοκχόλμη
ποὺ τοῦ συμπαραστάθηκε καὶ τὸν ἔκανε νὰ αἰσθανθεῖ καὶ νὰ γράψει
γιὰ αὐτὴν τὴν μακρινὴ καὶ κρύα γιὰ μᾶς χώρα: «ἐδῶ ὑπάρχει θεός». Αὐτὴ
τὴν ἀνθρώπινη ζεστασιὰ ποὺ πῆρε τότε, τὴν χάριζε πάντα ἁπλόχερα
καὶ στοὺς γύρω του. Κλείνοντας τὸ μικροδιήγημά του μὲ τίτλο «Λαθρομετανάστης»,
καθὼς κοιτᾶ τοὺς ξένους περαστικοὺς ἀπὸ τὸ καφενεῖο του στὴν Ἀχαρνῶν,
ἀνακαλεῖ συντροφικά: «Λαθρομετανάστης ἤμουν κι ἐγὼ στὴ ζωή
μου, χωρὶς χαρτιὰ καὶ ἄδεια παραμονῆς…. Πάρτε με μαζί σας. Εἶμαι
δικός σας.»
* * *
Ἡ ἀμεσότητα ποὺ εἶχε στὴν ἐπικοινωνία του μὲ τοὺς
φίλους του καὶ γενικότερα μὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, βγαίνει ἀτόφια
καὶ στὸν τρόπο ποὺ γράφει. Ὁ βαθύς, σχεδὸν ἐξομολογητικὸς τόνος
στὰ διηγήματά του σὲ κερδίζει, δημιουργεῖ μίαν οἰκειότητα, σὲ
κάνει νὰ αἰσθάνεσαι πὼς διαβάζεις κάτι ποὺ σὲ ἀφορᾶ ἄμεσα. Οἱ ἀφορμήσεις
τῶν κειμένων του προέρχονται ἄλλοτε ἀπὸ ἁπλὲς καθημερινὲς σκηνὲς
τοῦ δρόμου καὶ τῶν περαστικῶν, ἄλλοτε ἀπὸ τὴν κριτική του ματιὰ
στὴν τρέχουσα πολιτικὴ πραγματικότητα ποὺ ἐξακολουθεῖ παραμορφωτικὰ
νὰ μᾶς ἐγκλωβίζει, καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἰδιοσυγκρασιακὴ συμβιωτικὴ
δύναμή του νὰ κάνει δικές του μνῆμες πικρὲς ἄγνωστών του συντρόφων
τοῦ παρελθόντος, ὅπως στὸ κορυφαῖο ἐκεῖνο «Τὰ βήματα τῶν ἐκτελεσμένων».
Ποτὲ δὲν μάσησε τὰ λόγια του ὁ Περικλῆς, οὔτε στὴ λογοτεχνία, ὅπως
στὸ διήγημά του «Κυρίαρχος λαὸς», οὔτε σ’ αὐτὰ ποὺ ἔγραφε στὴν Ἐλευθεροτυπία εἴτε
στὴ στήλη του «Στὸ κέντρο τοῦ περιθωρίου» ποὺ κράτησε γιὰ χρόνια
στὴν Ἐφημερίδα τῶν
Συντακτῶν, ἀπ’ ὅπου σταδιακὰ πῆρε καὶ τὶς ἀποστάσεις
του ἀπὸ τὴν ἀνευθυνότητα τῶν πρώην ‘ὁμοϊδεατῶν’ του, ποὺ τότε
κυβερνοῦσαν τὴ χώρα.
Ἡ ἀναρχικὴ, ἀντιεξουσιαστική του ματιὰ ποὺ συναντᾶμε στὰ διηγήματά
του ἁπλώνεται, μὲ τὸ ἴδιο αἴσθημα προσωπικῆς εὐθύνης, καὶ στὰ μικρὰ
καὶ καθημερινά, ὅσο καὶ στὰ μεγάλα θέματα: τὸν Μεγάλο πόλεμο
καὶ τὶς γενοκτονίες, τὸν Χίτλερ καὶ τὸν Στάλιν, τὸν ρόλο τῶν πολυεθνικῶν
καὶ τὴν μιθριδατικοῦ τύπου ἐξοικείωση ὅλων μας ἀπέναντί τους.
Πρόκειται γιὰ τὸν σπάνιο τύπο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δύσκολα ξεχωρίζει
ἀνάμεσα στὸ μικρὸ καὶ τὸ μεγάλο κακό, πράγμα ποὺ κάνει ἐξαιρετικὰ
δύσκολη καὶ τὴν συνύπαρξή του μὲ τὴν κομφορμιστικὴ καὶ ἐκβιαστικὴ
συλλογιστικὴ τοῦ «μὴ χείρονος» στὴν τρέχουσα πολιτική, ἀλλὰ καὶ
μὲ τοὺς δικούς μας δισταγμοὺς καὶ τὶς ἀνασφάλειες, ὅταν πρόκειται
νὰ τοποθετηθοῦμε πολιτικὰ στὴν
πράξη.
* * *
Ὁ Περικλῆς ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πιὸ θαρραλέους, τοὺς πιὸ
εὐγενεῖς καὶ τοὺς πιὸ ἀνιδιοτελεῖς καὶ γενναιόδωρους ἀνθρώπους
ποὺ ἔχω συναντήσει στὴ ζωή μου. Παρέμεινε γιὰ πάντα ἀγαπημένο
καὶ σταθερὸ σημεῖο ἀναφορᾶς μου ἀπὸ τὰ πρῶτα ἐφηβικά μου χρόνια
μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ πάψω ποτὲ νὰ τὸν θυμᾶμαι,
νὰ τὸν ἀγαπῶ, νὰ τὸν θαυμάζω καὶ νὰ θέλω τὸ πολὺ δύσκολο νὰ τὸν μιμηθῶ.
Νικοπούλου, Ἡρώ. (Ἀθήνα,
1958). Σπούδασε ζωγραφικὴ καὶ σκηνογραφία στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ
Καλῶν Τεχνῶν. Ἔχει κάνει πολλὲς ἀτομικὲς καὶ ὁμαδικὲς ἐκθέσεις
στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό. Ἔχει ἐκδώσει πέντε ποιητικὲς συλλογές,
ἕνα μυθιστόρημα καὶ τέσσερις συλλογὲς διηγημάτων. Τελευταῖο
της βιβλίο: Ἡρώ
Νικολοπούλου καὶ ἄλλες συνταχνιακές ἱστορίες (διηγήματα,
Γαβριηλίδης, 2020). Συνδιευθύνει μὲ τὸν Γιάννη Πατίλη τὴν ἱστοσελίδα
γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα Πλανόδιον-Ἱστορίες
Μπονζάι καὶ ἐπιμελήθηκε μαζί του τὶς ἀνθολογίες
μικροῦ διηγήματος Ἱστορίες
Μπονζάι ’14, Ἱστορίες
Μπονζάι ’15 καὶ Ἱστορίες
Μπονζάι ’16 (Γαβριηλίδης). Ποιήματα, διηγήματα
καὶ ἄρθρα της ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ
στὸν ἡμερήσιο τύπο καὶ ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἀγγλικά, γαλλικά,
ιταλικά, ρωσικά, ἱσπανικά, βουλγαρικά, φιλανδικά, τουρκικὰ καὶ
σέρβικα. Στά Ἰσπανικὰ κυκλοφορεῖ ἡ ἀνθολογία ποιημάτων της
μέ τὸν τίτλο Aceptiones de la Miranda σὲ
μετάφραση José Antonio Moreno Jurado (2019, El Arbol de la Luz,
Sevilla). Εἶναι μέλος τοῦ Εἰκαστικοῦ Ἐπιμελητηρίου Ἑλλάδας,
τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων καὶ τοῦ Κύκλου Ποιητῶν. Διατηρεῖ τὴν ἱστοσελίδα:
Εἰκόνες: Φωτογραφίες κειμένου:
Στὴν ἔναρξη: Μὲ τὸν Περικλῆ στὴν Αἰγείρα Αἰγιαλείας, στὴν βραδιὰ
τὴν ἀφιερωμένη στὸν κοινὸ μας φίλο τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη,
στὶς 30 Σεπτεμβρίου 2005. Στὸν ἐπίλογο: Μὲ τὸν Περικλῆ μπροστὰ ἀπὸ
τὸν πίνακά μου, τὸν ἀφιερωμένο στὸν ἄλλο μεγάλο ἀγωνιστῆ/ἀκτιβιστῆ
τῆς ἀριστερᾶς Μανώλη Γλέζο, στὴν ἔκθεση «Ἱστορίες Ἀντίστασης»
τοῦ Εἰκαστικοῦ Ἐπιμελητηρίου Ἑλλάδας στὴν Δημοτικὴ Πινακοθήκη
τῆς Ἀθήνας, στὶς 24 Ὀκτωβρίου 2014.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου