ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΛΕΥΚΑ
Κανέναν δεν εσφάξαμεν
Κανέναν δεν εττυρανήσαμεν
Σ’ ΕΝΑΝ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ
αντιπαρατάσσουμεν
έναν ΚΑΤΑΛΕΥΚΟΝ ΑΠΡΙΛΗ
(Επιγραφή στο Υπουργείο Ναυτικών,
Τμήμα Πληροφοριών.
Πλατεία Κλαυθμώνος)
α .
Εσύ
εσύ με την αγρύπνια της ανατροπής
χρονομέτρησε την καρδιά και τους
σπασμούς της
η αναπνοή σου
η ανυπακοή σου
η απαλλοτρίωση στον τόπο μας έγινε
νόμος
και τώρα ψάχνουμε
ρωτώντας
τους περαστικούς
πως περπατάτε ;
σε ποιον ανήκει αυτό το βάδισμα και
τα χνάρια του;
και δε ξέρουν να μας απαντήσουν.
Δε ξέρουν τίποτα για το φόνο!
Λες και
περνάει τα όρια του καθήκοντος!
Αθάνατη συνάντηση
με τον περαστικό θάνατο!
Ένα χαιρετισμό το μεσημέρι
έναν αγώνα
έναν πολιτισμό φτυμένο
σφραγισμένο μ’ ακαθαρσίες
στο στόμα του κατάδικου
που προσπαθεί
να μιλήσει
να φωνάξει
τι να πει;
που προσπαθεί να διακρίνει
τον αριθμό μητρώου στο χέρι του
κι ύστερα να τον προσθέσει
να δει το γράμμα της αγαπημένης του
γοητεία μιας μακρινής μυστικής
λατρείας
ένα τάφ ψίθυρος
θύμιζε Τασία
…κακοποιήθηκε με γρονθοκοπήματα,
φάλαγγα και χτυπήματα
σ’ όλο το σώμα της με στριμμένο
καλώδιο…
ένα λάμδα θύμιζε Λιάνα ή Λένα
…κρατήθηκε 7 μέρες στην απομόνωση,
επί 3 μέρες χωρίς
φαγητό και ρούχα. Δικάστηκε σε 18
χρόνια φυλάκιση…
Οι πεζοναύτες το μεγάλο δημιούργημα της
Επανάστασης για τη Νέα
εκσυγχρονισμένη δυνατή Νέα Ελλάδα
(Ραδ.Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων Κυριακή
29 Αυγούστου 1971)
Ναι
αυτή είναι η πατρίδα μου
σιωπή
ένα έψιλον που θύμιζε Ελευθερία
…μεταφέρθηκε στο 505 στρατ. τάγμ.
Πεζοναυτών Διονύσου
Η ανάκριση συνεχίστηκε με φάλαγγα,
κάψιμο με τσιγάρα
στους μηρούς και τα χέρια…
ένα έψιλον Ευαγγελία
…η ανάκριση συνεχίστηκε με εικονικές
εκτελέσεις,
απειλή ηλεκτροσόκ…
ένα έψιλον Ελπίδα ή Ελένη
…η ανάκριση συνεχίστηκε με βρέξιμο
μέσα στα χιόνια
με παγωμένο νερό, κάψιμο σε διάφορα
μέρη του σώματος
με καυτό σίδερο, μόνιμη απειλή
περιστρόφου, φαγητό μέρα
παρά μέρα, ολοκληρωτική στέρηση
νερού. Υπήρχαν εκατοντάδες
ποντίκια. Οι ανακρίσεις γίνονταν
συχνά με τη βοήθεια
εξαγριωμένων σκύλων…
Ναι
αυτή είναι η πατρίδα μου
ένα έψιλον που θύμιζε Ελλάδα
…μεταφέρθηκε στο 505 στράτ. τάγμ.
Πεζοναυτών Διονύσου
η ανάκριση συνεχίζεται…
γράμματα που άλλοτε θύμιζαν Μαρία,
Πόπη, Δήμητρα, Σοφία.
Η σιωπή τώρα φορτώθηκε μ’ έναν
ακράτητο θυμό
μ’ ετοιμασίες.
Και δε ξέρουν τίποτα
για την τρέλα.
Ποιος φωνάζει;
Ποιοι φωνάζουν έτσι;
Δε ξέρουν τίποτα για το κολαστήρι του
Διονύσου.
Περάσανε δύο χρόνια αυτοκτονίας
χαμένα χρόνια
τόσα χρόνια
σιωπή στη σιωπή
η ξέφρενη μνήμη ξαφνικά μίλησε.
Έσπασε η μέρα σε σιωπή με τεντωμένη
την παλάμη
ορθάνοιχτα τα μάτια
σφαγή στη σφαγή
μια συστηματική διαδικασία,
επιστημονική!
Σπάει τη σιωπή
… δε θα κάνω ομολογία
δε θα κάνω ομολογία…
Μόλις που πρόλαβαν να γράψουν ΚΑΤΩ Η
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
αργότερα στον ίδιο φράχτη ένα
ανορθόγραφο ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ
και με το χρόνο ένα πελώριο
SUPER-MARKET.
β .
Η μέρα ξύπνησε με τη ψυχή στα δόντια
ήμερη μέρα στη σκοτωμένη πολιτεία
ποιος ν’ αποδράσει; Σιωπή.
Παρακολουθώ τους άλλους ανθρώπους
που παρακολουθούν άλλους ανθρώπους
χωρίς κακία. Και γιατί ν’ αποδράσουν!
…ο ύπνος ήταν προβληματικός γιατί με
κάθε μέσο-δηλαδή ουρλιαχτά
σκύλων, χτυπήματα με πέτρες, ξύλα,
τενεκέδες στη πόρτα, εικονι-
κές κραυγές ανθρώπων που βασανίζονται
– δεν άφηναν στιγμή
ησυχίας…
Κλείνω τα παράθυρα
τα μάτια
στη σιωπή
όλα τα όνειρα αντηχούν τα λόγια σου.
Κοιτάω κάτω απ’ το κρεβάτι
τα μάτια είναι άρρωστα.Σιωπή.
Κάθε πρωί τους περιμένω.
Ξέρω,
θα σπάσουν το κρανίο μου να βρουν την
κρύπτη.
Ξέρω, ζω σε μιαν άρρωστη σιωπή.
Αρρώστησα
τόσο καιρό να ‘μαι έτοιμος
μη βρουν τις προκηρύξεις
μη βρούνε τα βιβλία
μη με βρούνε άρρωστο.
Τα λόγια σου είναι ύμνος
γιορτάζεις ανάμεσα στα χείλια
μια καθαρή αναπνοή.
Κλειδαμπαρώνω τη σιωπή στα κενά
δωμάτια
το σκοτάδι
στο σκοτάδι δεν είσαι ένας άνθρωπος
παρά ένα τρομαγμένο ζώο.
Μιλάμε με σιγανή φωνή.
Λέμε για τη γονατισμένη πατρίδα.
Δεν υπάρχουν δικά μου, δεν υπάρχουν
δικά σου.
Ποιος φωνάζει;
Ποιοι φωνάζουν έτσι;
Μη με διακόψτε
δε θα μπορέσω να ξαναρχίσω απ’ την
αρχή.
Η μέρα αυτή στην πεθαμένη πολιτεία
μ’ αυτούς που κανονίζουν την σιωπή
τι μέρα μπορεί να ‘ναι;
Σκοτεινή για τα μάτια
τώρα που ο πόνος
απόκτησε το μεγαλύτερο βλέμμα
με πρόβλεψη ηθικής αναξιότητας
ή και πνευματικής αναπηρίας
με μια συμπεριφορά χωρίς θέμα για
ερώτηση γνώμης
η εκδήλωση κάποιας εσωτερικής
ειρήνης.
Κυριαρχεί μια σφαγιασμένη αίσθηση
μια καταδίκη σε κάθειρξη αορίστου
διαρκείας.
Είναι ο πεθαμένος
είναι η πολιτεία
κι ο θάνατος που κάθε μέρα σε
κερδίζει.
Άκουσέ με, δεν υπάρχουν δικά μου.
Τη διεύθυνσή μου μου ζητάς
η διεύθυνσή μου άλλαξε.Σιωπή.
Ποιος μιλάει;
Ποιος ονειρεύεται μ’όλους τους νεκρούς
ζωντανούς;
Μη με διακόψτε
ψάχνω να βρω μια γλώσσα
απ’ όλον αυτόν τον ψίθυρο.
γ .
Εσύ
με την αγρύπνια της ανατροπής
οργάνωσε την ανυπακοή σου
σαν ν’ ανασαίνεις.
Μια από μας εξαφανίσαν.
…κακοποιήθηκε με βούρδουλα στο κεφάλι
και στα πόδια. Βασανίστηκε με φάλαγγα
απ’ τον επονομαζόμενο Ανδρίκο…
Έλληνες
σε ποια κραυγή πρέπει κανείς να
ορκιστεί;
χωρίς επισκεπτήρια θανάτου
χωρίς τοποθεσία λυρική
τόπος δεμένος με χειροπέδες και
ριγμένος ανάσκελα.
Απομόνωση απ’ τους φίλους
με μόνη συντροφιά
το τρίτομο ευαγγέλιο του
αρχιδικτάτορα
ευκαιρία να γελάσουμε.
Ήμουνα κι εγώ ερωτευμένος με την πόλη
μας.
Παγώνει στο στόμα μου τ’όνομά της.
Τι να ετοιμάζουν;
Τι προσπαθούν να παραμορφώσουν;
Πού ‘ναι οι γιορτές στους δρόμους της
Αθήνας
που ΄ναι η καρδιά της;
Κοιτάζω κάποιον
τα βλέμματά μας
μιλάνε ψιθυριστά.
Το γράμμα που πέρασε τα σύνορα της
σιωπής…
Η φωτογραφία που καταβροχθίζω τη
σιωπή…
Μιλάμε στη σιωπή σαν σ’ένα φίλο.
Ποιος μιλάει;
Τι λες;
Ποιος είσαι;
Μη με διακόψτε.
Ναι,
το ξέρω
αυτή είναι η πατρίδα μου.
…Υπέστη το βασανιστήριο…
Δυό φορές ο Μπάμπαλης σφήνωσε το
περίστροφο στα ρουθούνια της…
Στη σιωπή
γράφω για τη σιωπή
κι αυτό που θα φέρει μια τέτοια
σιωπή.
Τόπος σιωπής
αορίστου αναβολής
μέχρι τελειωτικής εκμηδένισης.
Γύρω απ’ το σώμα της
ένας υπαστυνόμος με στριμμένο καλώδιο
η αντιπροσωπεία ενός τρύπιου δολάριου
η ασφάλεια ενός τόπου
και μια γενιά που μεγαλώνει στον
παραλογισμό.
Είδα ένα κακό όνειρο
γι’ αυτό σου γράφω.
Η ώρα έφυγε μαζί σου Γιώργο μου.
Σκάστε.
Σκασμός.
Κι ένα πλατάγισμα από δεκανίκι
κόπηκε.
Ποιος σήκωσε τα μάτια;
Μπρος στα μάτια μας
ανοίγει η φριχτή στιγμή
μ’ ένα περίστροφο γύρω απ’ τα ονόματα
Λευτέρης
Κώστας, Νίκος, Αριστείδης… φτάνει
δε θέλω να θυμάμαι άλλα ονόματα.
Ποιος μιλάει;
Ποιος είσαι;
Πού είσαι;
Τους χάνουμε καθημερινά και σε κάθε
άσκηση
του 505 στράτ. τάγμ. Πεζοναυτών
Διονύσου.
Ξύπνησα σε μια ύπουλη νύχτα
είχα ονειρευτεί ένα κακό όνειρο.
…θα ‘θελα να σου γράψω πόσο σ’αγαπώ,
πόσο μου λείπεις, μόνο που θα κρατήσω
δε θα στο πώ, δε θα στο γράψω, αγαπημένη
θα κρατήσω
10 χρόνια κάθειρξης, πώς να σου πω
περίμενέ με.
Εσύ
εσύ μες την αγρύπνια της ανατροπής
έρχεται ισχυρό το νευρικό κλόνισμα
έρχεται το παιδί
χωρίς τη μάνα
χωρίς τον πατέρα, που ότι και να
‘γιναν
ύστερα
στη σιωπή.
Έρχεται μόνο για να κακοποιηθεί
απ’ την αδράνειά σας
το παιδί με τη σημαία του μόλις
γεννημένου ερωτηματικού.
Του κόπηκε η αναπνοή στην πρώτη του
ανάσα.
Τα συμπτώματα αμνησίας
κωδικοποιήθηκαν
στο «Ελληνικό Σύνταγμα»
για μια παράταση ελεημοσύνης.
Τα συμπτώματα ένας Γιώργης 19 ετών
μ’ ασφυχτικά φραγμένο το στόμα
η φάλαγγα
αυγή στο Νίκο
μεσημέρι στης Όλγας
κι απόγευμα μ’ηλεκτροσόκ
κι εικονικές εκτελέσεις στην Άννα.
Στο Ηilton γιορτάσανε οι φοιτητές
φέτος
κι ο γιός μου
φοιτητής
γιόρτασε την αντίστασή του
…κάψιμο με τσιγάρα
στους μηρούς και τα χέρια.
έδειξε να του λείπουν
4 νύχια των ποδιών…
κι ένας έρωτας από τα μάτια
η ανάκριση συνεχίζεται
στη σιωπή
έκρυψε τα μάτια
τι να δει!
βαθειά σιωπηλός .
Αθήνα 1968-1971
* Το ποίημα, αφιερωμένο στις
φυλακισμένες γυναίκες, δημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο Κ. Φωτεινός. Η επιλογή του
ψευδωνύμου ανήκει στον συγγραφέα Άρη Φακίνο που είχε την ευθύνη τόσο των
εκδόσεων «΄Εξοδος», όσο και του ομώνυμου περιοδικού που κυκλοφορούσε παράνομα
στην Ελλάδα. Το ποίημα Η Τρέλα, που ανήκει στην ανέκδοτη συλλογή
Ποιήματα-Προκηρύξεις, συμπεριλήφθηκε, από τον Φακίνο, στην πρώτη Αντιστασιακή
Ανθολογία Ποίησης, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία, με τον τίτλο ΚΡΑΥΓΕΣ και
υπότιτλο Σελίδες από την αδούλωτη Ελληνική Λογοτεχνία, 1971.
Δημοσιεύτηκε, νόμιμα πια, στο
περιοδικό Μανδραγόρας, στην Αθήνα το 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου