Του Γιάννη Σχίζα
Το μεν υπουργείο Εργασίας διαβεβαίωνε (Νοέμβριος
22) ότι «δεν δρομολογείται αλλαγή χρήσης
των κινηματογράφων Αελλώ, Άστορ και Ιντεάλ», ο δε αρμόδιος υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών
Υποθέσεων Π. Τσακλόγλου δήλωνε ότι «κανένα ακίνητο του e-ΕΦΚΑ δεν βρίσκεται σε
διαδικασία εκποίησης»…Όμως με απόφαση του Δ.Σ. του e-ΕΦΚΑ κατακυρώθηκαν τα
ακίνητα του ΕΦΚΑ μετά δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό στην εταιρεία
“ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ MITSIS COMPANY Α.Ε.” . Και
στις 17/1/2023 υπογράφηκε η σύμβαση εκμίσθωσης….
Ο κινηματογράφος ήταν το
σημείο αντιλεγόμενο : Από εστία πολιτισμού κινδυνεύει να γίνει μια ανάμνηση
στους μεγαλύτερους και τελικά μια μνήμη από τον 20ο αιώνα. Κι όμως είναι μια ιστορία που αξίζει να παραμείνει
ενεργή, χωρίς τέλος.…
Η μεγάλη πρεμιέρα του κινηματογράφου δόθηκε στη Γαλλία, το 1895, σε μια ταινία των αδελφών Λυμιέρ «Η άφιξη του τραίνου», όμως σε ταχύτατο χρόνο η νέα τέχνη πέρασε τα σύνορα και εισήχθη στον ελληνικό χώρο μετά ενάμισι χρόνο. Λέει ο Ντόρης Σαπήρας, «χρονικογράφος» της νέας τέχνης : «Κινηματογραφική προβολή στέγασε ένα χειμωνιάτικο δειλινό του 1897 και μια αίθουσα της πλατείας Κολοκοτρώνη, ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο, διανοούμενους, δημοσιογράφους, επιστήμονες, φωτογράφους και φιλοπερίεργους Αθηναίους, που ενδιαφέρονταν για τη νέα μόδα». Οι αντιδράσεις βέβαια του κοινού ήταν άνισες, καθώς πολλοί ζαλίστηκαν, άλλοι έπαθαν ναυτία από το τρεμούλιασμα της προβολής, μερικοί φώναζαν να ανάψουν τα φώτα. Πάντως ο τύπος τις επόμενες ημέρες δημοσίευε επιστολές που εξόρκιζαν τους συμπολίτες να μην ξαναεπιτρέψουν την προβολή αυτού του «έργου του διαβόλου»….
Ο Ντόρης Σαπήρας αναφέρει ότι όλες οι ταινίες ήταν βουβές και προβάλλονταν συνοδεία μουσικής με πιάνο, όμως το καλοκαίρι του 1909, πολύ πριν επιβληθεί στη διεθνή παραγωγή ο ομιλών κινηματογράφος, οι Αθηναίοι είδανε για πρώτη φορά ομιλούσες και άδουσες ταινίες, από το θέατρο «Τσόχα» της οδού Σταδίου.
Το 1916 γίνεται η πρώτη
προβολή θερινού κινηματογράφου σε μάντρα επί της πλατείας Συντάγματος . Η ταχύτατη
ανάπτυξη της νέας τέχνης οδηγεί πλέον σε
μια «ταξική ωρίμανση», δηλαδή στη διαφοροποίηση των κινηματογράφων σε πολυτελείας και λαϊκούς : Στους πρώτους βασιλεύει
η τάξη και η ευπρέπεια, ενώ στους δεύτερους έχουμε θόρυβο, ομιλίες, με
τους πιτσιρικάδες να ανοίγουν τρύπες
στην πλαϊνή πόρτα για να παρακολουθήσουν
μέσα από αυτές το έργο, στα διαλείμματα του οποίου έδινε και έπαιρνε η πώληση
ποικίλων καρπών. Ακόμη θυμάμαι ένα συμμαθητή για την επιτυχή μίμηση της
φωνής που συνόδευε αυτή την «πωλητική»
διαδικασία : Μπυράλ, αναψυκτικά, σοκολάτες, πασατέμπο, στραγάλια, φυστίκια, ηλιόσποροι
, κλπ κλπ.
Προοδευτικά κάποιοι
λαϊκοί κινηματογράφοι μετεξελίσσονται σε λούμπεν σινεμά, που εξ αιτίας της
μεγάλης διάρκειας της λειτουργίας τους (10πμ – 12μεσάνυχτα) φιλοξενούν
άστεγους, πειναλέους, κοπανατζήδες μαθητές, ομοφυλόφιλους λαϊκών κατηγοριών,
ταγαροφόρους επαρχιώτες και αποβράσματα διαφόρου φυράματος. Η ακαθόριστης
προελεύσεως κραυγή «Ανδρέα Σάμαλι» ξεκίνησε από αίθουσες όπως «Το Αθηναϊκό»,
«Το Ρόζικλαιρ» και η «Αλάσκα», για να γίνει ατάκα εθνικής εμβελείας.
Χαρακτηριστικό αυτών των κινηματογράφων ήταν το ψήσιμο ρέγγας με την καύση
εφημερίδων, ενώ ο εξώστης όταν τσαντίζονταν είχε την μάλλον απρεπή συνήθεια να
φτύνει επί δικαίων και αδίκων της πλατείας ! Το «Αθηναϊκό» φιλοξενούσε μια
απείρου κάλλους πινακίδα στην είσοδό του : «Παρακαλείται η αξιότιμος πελατεία
όπως αφήνει τα κασελάκια της απέξω»…Η «αξιότιμος πελατεία» ήταν οι λούστροι,
που είχαν συνεισφέρει το όνομά τους σε μια από τις ύβρεις της εποχής….
Τέχνη του λόγου και κινηματογράφος
Η περίοδος αυτή ήταν
επόμενο να δώσει λαβή στην λογοτεχνία….Ο Κύπριος λογοτέχνης Σάββας Παύλου άφησε
ένα ισχνό τευχίδιον, με τη επωνυμία-μπλόφα, που προσιδίαζε μάλλον σε αναμνήσεις
πατέρος της εκκλησίας : «Λαογραφικαί τινες παρατηρήσεις επί των κινηματογράφων
του Άστεως»…
Εκεί εδιηγείτο : «…γέρων υπερογδοηκοντούτης ερειδόμενος της βακτηρίας αυτού (μπαστούνι) εισήλθεν εις τον κινηματογράφον
σύρων τους ασθενικούς πόδας αυτού επί του πατώματος. Εν ηδονοβλεψία και
φαντασία θα ανεπλήρου τον απολεσθέντα καιρόν την εσπέραν εκείνην, ην ηδύνατο
ενδεχομένως να αναλώση άλλως πως εις το ΚΑΠΗ της περιφερείας του.
Την ώραν ταύτην επί της
οθόνης , ενώ σκηναί λεσβιασμού εξετυλλίσσοντο μεταξύ των τριών καλλιπάρειων
νεανίδων, απεκαλύφθη, άμα τη εκδύσει αυτών, ότι μια των συμμετεχουσών εις το
ερωτικόν συμπόσιον ήτο παρενδυματικός (χυδαϊστί : τραβεστί). Και αι δυο
(εναπομείνασαι) νεανίδες εν εκπλήξει προσέβλεπον εις το αποκαλυφθέν υπερμέγεθες
και εν στύσει ευρισκόμενον πέος, το οποίον απρόσκλητον και μη αναμενόμενον
ανεμείχθη εις την ερωτικήν πανδαισίαν αυτών.
Ο δισταγμός και η
έκπληξις αυτών εσυνεχίζετο και εν διλήμματι ανελογίζοντο ή να αρχίσωσι τας
θωπείας και τους ασπασμούς επ’ αυτού ή να αγνοήσωσι τούτο παντελώς. Η σκηνή ήτο
άκρως ενδιαφέρουσα, διό θεατής, εν αγανακτήσει διατελών, εβόησε, στεντορεία τη
φωνή, προς τον γέροντα, του οποίου την στιγμήν εκείνην η βακτηρία είχε πέσει εκ
των τρεμουσών χειρών αυτού εις το δάπεδο μετά (γ)δούπου.
-
Τι ήλθες εδώ μέσα ,γέρο. Να καυλώσει το
μπαστούνι σου;»
Η λουμπενοποίηση
Η μεταβολή στους λούμπεν
κινηματογράφους ξεκίνησε βέβαια από την αρχική τους λειτουργία ως
κινηματογράφων που έπαιζαν έργα για τον Μασίστα ή άλλα καουμπόϊκα φίλμ, για να
εξελιχθεί σε κινηματογράφο με τσόντες –
δηλαδή σκηνές πορνό εμβόλιμες αλλά άσχετες με την κυρία υπόθεση – και τελικά να
οδηγηθεί στην προβολή καθαρόαιμων πορνό. Από τη μοίρα αυτή γλύτωσαν διάφορες
αίθουσες ποιοτικού ή οικογενειακού ή
καθαρής αναψυχής κινηματογράφου, που
κατάφεραν να επιβιώσουν μέχρι τις ημέρες μας. Το 1991 οι κινηματογράφοι
αριθμούσαν σε 93 από 360 που ήταν στην
Αθήνα και τον Πειραιά το 1970,ενώ οι θερινοί μειώθηκαν σε 38 από το αρχικό
νούμερο των 745 το 1993! Τώρα τα πράγματα έχουν γίνει χειρότερα.
Αφηγείται ο σκηνοθέτης
Τάκης Σπετσιώτης στο διαδίκτυο : « όλο και μετράω κλειστούς κινηματογράφους. Απ' τους πολύ
γνωστούς του αθηναϊκού κέντρου - Έμπασσυ, Αττικόν, Ριβολί κλπ μέχρι… και
αίθουσες των μακρινών συνοικιών με εξωτικά ονόματα ( Αλέα, Αριάνα, Χαραυγή,
στον Ρέντη και στο Περιστέρι), που αγνοούσα την ύπαρξή τους, και που χρόνια
είναι άφαντες. ΄Ασε από αίθουσες που με προφύλαξη έμπαινες μην σε δει κάνας
γνωστός να βλέπεις ταινίες ''άγριου ερωτισμού'' - καϋμένο Αβέρωφ, μνημείο σωστό
στο κέντρο της πόλης, κατάντησες. Απ' τα χαρακτηριστικά φαινόμενα ερημοποίησης
της σύγχρονης ζωής στα αστικά κέντρα αλλά και στις λαϊκές γειτονιές το κλείσιμο
των σινεμά, τέχνη που έβλεπες συγχρωτισμένος με τους άλλους ανθρώπους μαζί, σε
αίθουσες τίγκα στον κόσμο, κι όχι μόνος σου σκυφτός στο κινητό. Κάθε που τα
βλέπω, νομίζω ότι κάνω βόλτα σε νεκροταφεία- πώς άλλαξε η ζωή!»
Ο Σπετσιώτης καταγράφει αυτό που
είναι υπόγεια αισθητό σε πολλούς ανθρώπους : Ότι η συλλογική παρακολούθηση του
κινηματογραφικού έργου κάνει την ποιότητα. Ότι η συλλογική θέαση είναι αυτή που
ξεχωρίζει το κινηματογραφικό από το
τηλεοπτικό έργο, παρά το γεγονός ότι το δεύτερο επιτρέπει διάφορες
διευκολύνσεις κατά την διεξαγωγή του.
Από πολεοδομική σκοπιά, θα λέγαμε
ότι αυτή η «χρήση» του συλλογικού θεάματος είναι αναγκαία για τις κεντρομόλες
δυνάμεις της κοινότητας. Η πόλη πρέπει να παρέχει κάθε είδους θεάματα κοινά,
για να μην τείνει να εκφυλλίζεται σε ναό της ιδιώτευσης, χωρίς αναμνήσεις…
· Τα στοιχεία έχουν (κυρίως)ληφθεί από το δοκίμιο «Ο
κινηματογράφος στην Αθήνα» από το βιβλίο του Γιάννη Σχίζα «Αττική», εκδόσεις
Σαββάλας, 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου