ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΣ μέσα σ’ ἕνα ξερόλακκο, ἐξαντλημένος, ἡμιλιπόθυμος
ἀπ’ τὴν κούραση καὶ τὴν προσπάθεια νὰ σκαρφαλώσει ἔξω, στὰ πρόθυρα
τοῦ θανάτου, ἕνας ἐλέφαντας ἀρχίζει νὰ θυμᾶται. Μιὰ παλιὰ διαδρομὴ
μέσα στὴν ἔρημο Ναμίμπ. Τοῦ τὴν εἶχε δείξει ἡ μάνα του προτοῦ χαθεῖ
καὶ μείνει ὀρφανός, τὴ χρονιὰ τῆς φοβερῆς ξηρασίας. Ἔπειτα εἶχε
βρεθεῖ σ’ ἕνα μέρος ποὺ οἱ ἐλέφαντες τῆς νέας του ἀγέλης τὸ λέγανε
λαβύρινθο. Ἡ βλάστηση ἐκεῖ ἦταν πολὺ πυκνή. Στὸ λαβύρινθο κάποτε
πρέπει νὰ κρατᾶς ἀκόμη καὶ τὴν ἀναπνοή σου, τοῦ ’λεγε ἡ ἀρχηγὸς τῆς
ἀγέλης. Τοῦ ἄρεσε νὰ μπερδεύεται ἀνάμεσα στὰ πόδια της ἔτσι καθὼς
τὸ κοπάδι βάδιζε, νὰ νοιώθει τὴν προβοσκίδα της νὰ τοῦ ἀναδεύει τὶς
βαριὲς βλεφαρίδες. Στὸ λαβύρινθο πρέπει νά ’σαι ἀπόλυτα συγκεντρωμένος.
Ν’ ἀκοῦς τὶς στριγγιὲς κραυγὲς τῶν πουλιῶν, τὸ φτερούγισμα τοῦ καλπασμοῦ
τῆς ἀντιλόπης, τὸν κοφτερὸ ἦχο ποὺ κάνουν τὰ σπαθένια κέρατα τοῦ ὄρυγα
κόβοντας τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων. Νὰ μὴ βλέπεις τὸ σαγηνευτικὸ χρῶμα
τοῦ κρόκου στὰ μάτια τῆς ἀφρικανικῆς κουκουβάγιας, τὸ μισοβυθισμένο
στὸ χῶμα σκοτεινὸ καύκαλο τοῦ σκαθαριοῦ καὶ τὴν ὑγρὴ ὁμίχλη ποὺ κάποτε
πέφτει κουβαλώντας μέσα της θαλασσινὲς ἱστορίες. Ἡ νέα του μάνα ἀκολουθοῦσε
τὰ βήματα τῶν συγγενῶν της, διάβαζε τὰ σημάδια μιᾶς ἀρχαίας γραφῆς
ποὺ ἐκεῖνοι τῆς εἶχαν διδάξει γιὰ νὰ τοὺς ἀκολουθεῖ καὶ μάθαινε τὰ
μυστικὰ στὸ κοπάδι. Ἤξερε τὰ πιὸ μεγάλα μυστικὰ τῆς ζούγκλας ἡ νέα
του μάνα, δὲν εἶχε χαθεῖ οὔτε μιὰ φορὰ στὴ ζωή της, θυμόταν ὅλους
τους ἱεροὺς τόπους τοῦ νεροῦ, τοὺς λάκκους μὲ τὰ λασπόνερα, τὶς λίμνες
μὲ τὰ φλαμίνγκος. Τοῦ φαίνονταν πὼς τὰ βαριὰ σὰ κορμοὶ δέντρων πόδια
της ἐμπόδιζαν τοὺς ἐπικίνδυνους ἤχους νὰ τὸν φτάσουν καὶ ἔνοιωθε ἀνάμεσά
τους σίγουρος γιὰ τὸ μέλλον. Ὑπνωτισμένος ἀπ’ τὴν ἀνάσα της πάνω
στὶς βλεφαρίδες του τὴν ἀκολουθοῦσε σιωπηλός. Κάποτε, σὲ μιὰ στάση
τοῦ κοπαδιοῦ, ἐκείνη σήκωσε ἕνα ξεραμένο κλαδὶ μὲ τὴν προβοσκίδα
της καὶ τοῦ ζωγράφισε ἕνα παράξενο σχῆμα πάνω στὸ κατακόκκινο χῶμα.
Ἔμοιαζε μὲ μακρόστενο φύλλο δέντρου ποὺ ἡ μιά του πλευρὰ εἶχε δαντελωτὲς
ἀπολήξεις ἐνῶ ἡ ἄλλη ἦταν μυτερὴ κι μοιάζε μὲ ἀντίχειρα πιθήκου.
Τοῦ ‘πε «αὐτὸ εἶναι τὸ σχῆμα τοῦ τόπου μας παιδί μου, νὰ ἀπὸ ἐδῶ καὶ
πέρα ἀρχίσει ἡ μεγάλη ἔρημος. Μὴν διασχίσεις ποτὲ τὸ σύνορο ποὺ
δείχνει ὁ πίθηκος καὶ θὰ ζήσεις μιὰ καλὴ καὶ μακριὰ ζωή, γεμάτη φρέσκα
πράσινα κλαδιά, νερὸ καθαρὸ καὶ ταχτικὰ λασπόλουτρα». Εἶχαν περάσει
τριάντα χρόνια ἀπὸ τότε κι ἀκόμη θυμόταν ἐκεῖνον τὸ χάρτη στὸ χῶμα
μαζὶ καὶ τὰ λόγια τῆς μάνας «λαβύρινθος-νερὸ-ζωή, ἔρημος-θάνατος».
Δὲν ξέρει οὔτε κεῖνος πῶς ἀπομονώθηκε
ἀπ΄τοὺς ὑπόλοιπους ἐλέφαντες, πῶς ἔχασε τὸ σωστὸ δρόμο. Ὕστερα
σκοτείνιασε καὶ εἶδε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ἀστραφτερὸ γαλαξία τῆς ἐρήμου
νὰ ἀκοντίζει μὲ φῶς τὸ οὐράνιο στερέωμα, εἶδε τὸ σαγηνευτικὸ χρῶμα
τοῦ κρόκου στὰ μάτια τῆς ἀφρικανικῆς κουκουβάγιας, εἶδε τὸ φίδι νὰ
τινάζεται καὶ νὰ γλιστρᾶ λοξὰ ἐπάνω στοὺς ἀμμόλοφους, τρόμαξε ὅταν
κατάλαβε πῶς ἕνα τόσο δὰ πλάσμα σὰν τὸ σαμιαμίδι μπορεῖ νὰ ζεῖ μέσα
στὴν ἔρημο. Τὸν περιέζωσε ἡ ἀνοιχτοσύνη τῆς ἐρήμου, τὸ ἅπλωμα τῆς
νύχτας της. Μιὰ σιωπηρὴ ὀμορφιὰ φτιαγμένη ἀπὸ καθαροὺς ἤχους. Ὥστε
ὑπάρχει ζωὴ λοιπὸν στὴν ἔρημο! Κι ὅλα μέσα σ’ αὐτὴν μοιάζουν καινούργια!
Ὥστε ὁ λαβύρινθος ἦταν ἐκεῖνο τὸ στένεμα χωρὶς σταματημό, ἐκεῖνος
ὁ φόβος ν’ ἀνασάνεις. Γιατί ἄραγε ἡ μάνα νὰ μοῦ πεῖ ἕνα τέτοιο ψέμα;
Κι εἶναι στ’ ἀλήθεια τόσο ἀληθινὴ ἡ ἔρημος ἢ μήπως ὀνειρεύομαι;
Ἀποκοιμήθηκε. Ὅταν ξύπνησε κατάλαβε ὅτι ἦταν μέσα σ’ ἕνα λάκκο
καὶ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ βγεῖ. Τρεῖς μέρες πάλευε μὲ νύχια καὶ μὲ προβοσκίδα.
Τὶς νύχτες ἔμενε ξάγρυπνος καὶ ἀποθαύμαζε τὸ μέγα του κόσμου μυστήριο.
Στὸ τέλος τῆς τρίτης μέρας ἄρχισε νὰ θυμᾶται. Θυμήθηκε τὴν πρώτη,
τὴν ἀληθινή του μάνα. Νὰ παλεύει καὶ κείνη νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ ἕνα λάκκο.
Θυμήθηκε πὼς δὲν ὑπῆρχαν τριγύρω τους δέντρα, πὼς τὸ πέλμα του βυθίζονταν
στὴν ἄμμο καθὼς περπατοῦσε πλάι της. Θυμήθηκε πῶς ἐκείνη ἀκουμποῦσε
πάνω στὴν καυτὴ ἐρημιὰ τὴν προβοσκίδα της γιὰ νὰ ἀποκρυπτογραφήσει
τὰ σημάδια ποὺ ὁδηγούσανε στὴ μακρινὴ ἐλπίδα τοῦ νεροῦ. Κι ἀφοῦ ἡ
ἔρημος ἔχει τέτοια κρυφὴ ζωὴ ἐντός της, τὴν κουκουβάγια καὶ τὸ φίδι
καὶ τὸ σαμιαμίδι, τότε, μήπως ἄραγε; Τριάντα χρόνια μέσα στὸ λαβύρινθο
κι οὔτε τοῦ πέρασε ἀπ’ τὸ νοῦ. Τέλος ἔκλεισε τὰ μάτια του ἀποκαμωμένος.
Ἔνοιωσε τότε κάτι νὰ τοῦ ἀναδεύει τὶς βαριὲς βλεφαρίδες. Ἦταν
μιὰ τεράστια προβοσκίδα, ἕνας ἐλέφαντας, ἕνα ὁλόκληρο κοπάδι ἔσκυβε
πάνω του. Τὸν ἀκουμποῦσαν τρυφερὰ μὲ τὶς προβοσκίδες τους, πάλευαν
νὰ τὸν κρατήσουν στὴ ζωή. Τὸ δικό του κοπάδι – οἱ ἐλέφαντες τῆς ἐρήμου!
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἰωάννα Γαλανάκη. Γεννήθηκε
καὶ μεγάλωσε σ' ἕνα μικρὸ χωριὸ κοντὰ στὰ Χανιά. Σπούδασε Ἱστορία,
Ἀρχαιολογία καὶ Ἱστορία τῆς Τέχνης στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἐργάστηκε
ὡς ἀρχαιολόγος καὶ ἐρευνήτρια. Συνέχισε τὶς σπουδές της μὲ ὑποτροφίες
στὴν Ἀγγλία. Ἔχει δημοσιεύσει μιὰ ποιητικὴ συλλογὴ (Ἀραδήν). Ποιήματά
της ἔχουν ἐπίσης δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικό Νέα Εὐθύνη. Ἔχει
μεταφράσει καὶ δημοσιεύσει στὸ περιοδικό Τὸ Δέντρο ποίηση
τῆς σύγχρονης Ἀμερικανίδας ποιήτριας Jessica Greenbaum.
Μικρὰ διηγήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ Πλανόδιον-Ἱστορίες Μπονζάι καὶ
μεταφρασμένα στὰ ἀγγλικὰ στὸ περιοδικό Two Words For.
Κείμενά της ἔχουν δημοσιευτεῖ στὰ περιοδικά Lifo, Monumenta καὶ
σε blogs. Αὐτὴν τὴν περίοδο ζεῖ στὸ Σαουθάμπτον τῆς Ἀγγλίας καὶ
ἑτοιμάζει μιὰ μικρὴ συλλογὴ διηγημάτων γιὰ δημοσίευση.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου