|
|
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΩΝΙΑΚΗ βιτρίνα, Ρήνου καὶ Γοργοποτάμου,
τίποτε δὲν εἶχε ἀκόμη ἀλλάξει. Ὁ ἀντικατοπτρισμός του παρέμενε
πεισματικὰ ὁ ἴδιος ποὺ ἦταν ἐδῶ καὶ καμιὰ τριανταριὰ χρόνια. Καθρεφτιζόταν
ἀνάμεσα στὰ πορσελάνινα σερβίτσια, τὶς ἀντικολλητικὲς κατσαρόλες
τελευταίας τεχνολογίας καὶ τὰ ἀεροδυναμικοῦ σχήματος πολυτηγάνια
κοιτάζοντας τὸν, μονίμως τοὺς τελευταίους μῆνες, σκυθρωπὸ ἑαυτό
του μὲ ἀδιαφορία, ἴσως καὶ μὲ σιχασιά. Ἡ νεαρὴ ὑπάλληλος, συνηθισμένη
νὰ τὸν βλέπει κάθε πρωῒ αὐτὴν τὴν ὥρα, δέκα λεπτὰ μετὰ τὸ ἄνοιγμα,
καρφωμένον στὸ συγκεκριμένο σημεῖο, δὲν ἔδινε πλέον καμία σημασία·
ἄλλος ἕνας σφυριγμένος, ποὺ κάνει τὴν ψυχαναγκαστικὴ περαντζάδα
του. Ἂν καί, μάλλον, ἡ μακιγιαρισμένη καὶ ντυμένη στὸ καντίνι δεσποινιδούλα
δὲν θὰ χαρακτήριζε τόσο ἤπια τὴν ἐν λόγῳ ἐμμονικὴ παρουσία.
Στὴν δεύτερη, Χαλεπᾶ καὶ Ταύρου, δὲν μπόρεσε νὰ κοιτάξει μὲ τὴν ἄνεσή
της. Τὸ γνωστὸ συνεργεῖο ἀτυχησασῶν καὶ ἀτυχησάντων ἀλλοδαπῶν
πτυχιούχων τῆς προσφάτως ἐπανευρισκομένης ἐν πολέμω πατρίδας, καθάριζε
πυρετωδῶς τὰ τζάμια τοῦ δεύτερου μαγαζιοῦ τῆς ἡμέρας· θὰ ἀκολουθοῦσαν
πολλὰ ἀκόμη μέχρι τὸ ἀπόγευμα γιὰ νὰ βγεῖ τὸ μεροκάματο γιὰ τρία ἄτομα.
Μεσολαβοῦσαν, ὅμως, δύο οἰκοδομικὰ τετράγωνα χωρὶς μαγαζιὰ καὶ
τόσο πολὺ δὲν μποροῦσε νὰ περιμένει. Προσπάθησε νὰ ἀρκεστεῖ σὲ ἕνα
μονόφυλλο στενὸ τζάμι ποὺ μόλις εἶχε στεγνώσει, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἀντίκρισε
αὔξησε ἀντὶ νὰ μειώσει τὴν ἀδημονία της: τὸ ἀριστερὸ ἀφτὶ της εἶχε
ἀποκτήσει μία μυτερὴ ἄνω ἀπόληξη, καὶ μάλιστα τριχωτή. Πλησιάζοντας
καὶ ἀπομακρυνόμενη ἐναλλάξ, ἀρκετὲς φορές, διαπίστωσε ἐν τέλει ὅτι
τὸ εἴδωλό της δεχόταν ποικίλες παρεμβάσεις ἀπὸ τὰ χνουδωτὰ ζωόμορφα
κουκλάκια τῆς WWF, ποὺ βρίσκονταν παρατεταγμένα στὸ πάνω ράφι τοῦ
παιχνιδάδικου. Συνέχισε τὸν δρόμο της καθησυχασμένη, μετρίως.
Τὸ κατάστημα μὲ τὶς πόρτες ἀσφαλείας εἶχε τὶς καλύτερες σχετικὲς προδιαγραφές. Τὰ ψηλὰ καὶ φαρδιὰ τζάμια του καθρέφτιζαν μὲ ἀκρίβεια, ἀπὸ πολλὲς καὶ διαφορετικὲς θέσεις, τὸ εἴδωλό του, χάρη στὸ, οὐσιαστικά, ἄδειο ἐσωτερικό, ἐφόσον οἱ ἐπιδεικνυόμενες πρὸς πώλησιν πόρτες, ἀφ’ ἑνός, βρίσκονταν βαθύτερα στὸ ἐσωτερικό τοῦ μαγαζιοῦ καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἀποτελοῦσαν ἕνα ἰδανικὸ σκοῦρο φόντο. Ἐκεῖ καὶ τότε ἦταν ποὺ ἀντελήφθη τὶς ἄλλες φιγοῦρες.
Δηλαδή, ἀντελήφθη ὅτι ὅποιες καὶ ὅποιοι περνοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὶς γωνιακὲς
βιτρίνες καὶ κοιτοῦσαν ἔστω καὶ ἀσυνείδητα, γιὰ κλάσματα τοῦ δευτερολέπτου,
μέσα στὸ τζάμι, ἀποκτοῦσαν (στὰ μάτια της μόνον, ἄραγε;) κεφάλι καὶ
οὐρὰ μινώταυρου ἢ ρινόκερου ἢ κάτι τέτοιο, ἀλλόκοτο, ὅπως καὶ νὰ ἔχει,
γιὰ ἀνθρώπινα ὄντα. Ἢ μήπως δὲν ἦταν, τελικά, τόσο ἀλλόκοτο;
Διότι καὶ ἡ ἴδια διαπίστωσε ὅτι, κοιτώντας τὸν ἑαυτό του μέσα στὸ
τζάμι τοῦ καταστήματος μὲ τὶς πόρτες ἀσφαλείας, ἔβλεπε μὲν τὸ κοστούμι
(του) καὶ τὶς γόβες (της) ἀλλὰ στὴ θέση τοῦ κεφαλιοῦ ἔβλεπε τὸ ρύγχος ἑνὸς
ζώου νὰ προσπαθεῖ νὰ ὀσμιστεῖ τὸ παράξενο εἴδωλό του, σκουντώντας μὲ
τὸ κούτελο στὸν πρόχειρο καθρέφτη. Τὸ ζωόμορφο κεφάλι ἦταν δικό
της, δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία περὶ τούτου, γιατί κάθε φορὰ ποὺ ἔβλεπε
τὸ εἴδωλο νὰ πιάνει μὲ τὸ χέρι του τὸ ρύγχος, τὰ ἀφτιά, τὰ μάγουλα, αἰσθανόταν
αὐτὸ τὸ χέρι, τὸ δικό της χέρι, ἀριστερὸ ἢ δεξί, μὲ τὰ δαχτυλίδια
του καὶ τοὺς ξεπαγιασμένους κόμπους, νὰ ἀκουμπᾶ πάνω στὴ μύτη-ρύγχος,
πάνω στὰ ἀφτιά, πάνω στὰ μάγουλα. Τὸν κυρίευσε μεγάλη, πολὺ μεγάλη
ταραχή, ἀπὸ ἐκεῖνες πού, συχνά, ἀκολουθοῦνταν ἀπὸ λιποθυμία. Ἀλλὰ
ἐτούτη τὴ φορὰ δὲν λιποθύμησε, ἴσως παρὰ τὴ θέλησή του (ὅποτε λιποθυμοῦσε,
ὅταν ἔπειτα συνερχόταν ὅλα ἐξακολουθοῦσαν νὰ εἶναι ὅπως καὶ
πρίν).
Ἄρχισε τότε, σιγὰ-σιγά, νὰ συνειδητοποιεῖ τὴν γέννηση ἑνὸς συναισθήματος,
ἢ καὶ αἰσθήματος, ἀπολύτρωσης· ἐπιτέλους, εἶχε συντελεστεῖ. Μῆνες
καὶ χρόνια κοιταζόταν σὲ ὅλους τοὺς καθρέφτες καὶ ψευδοκαθρέφτες, φοβούμενη
καί, ταυτόχρονα, προσμένοντας μία μεταμόρφωση, παραμόρφωση, ἀπομόρφωση,
ὁτιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ φρικτὸ πρόσωπό του,
τὸ ὁποῖο, τὶς περισσότερες φορές, κατέληγε νὰ μὴν ταιριάζει πιὰ μὲ ὅσα
σκεφτόταν καὶ ἔνιωθε. Δὲν τὸ παραδεχόταν πὼς ἡ λογικὴ θὰ συγχωροῦσε
ὅλα ὅσα λυσσομανοῦσαν, κάποτε ἀνεξέλεγκτα, μέσα στὸν ἐγκέφαλο ἢ
στὴν ψυχή της, ἢ ὅπως ἀλλιῶς αὐτὰ ἀποκαλοῦνται. Καὶ ὄχι μόνον στὴν
δική του ψυχή–εγκεφαλο, ἀλλὰ σὲ ὅλων. Ὅλες οἱ ψυχές–εγκέφαλοι, πίστευε,
εἶχαν ψεγάδια στὴν κατασκευή τους, λίγα, πολλὰ ἢ πάρα πολλά. Καμιὰ –
κανένας δὲν ἀποτελοῦσε ἐξαίρεση. Καὶ τώρα ἡ διαδικασία τῆς ἀποκάλυψης
εἶχε ξεκινήσει.
Ἔκανε ἕναν κύκλο στὸ τετράγωνο τοῦ προικισμένου καταστήματος καὶ
στάθηκε μπροστὰ στὴν κεντρικὴ βιτρίνα. Τώρα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δικό της
ζωοπρόσωπο εἴδωλο ἔβλεπε τὴν φανερωμένη ἀποκτήνωση πάνω σὲ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπινους κορμούς, εἴτε κοίταζε τὸ ἀντικαθρέφτισμά τους εἴτε
τοὺς ἴδιους. Εἶχε γίνει καὶ τὸ ἑπόμενο βῆμα. Ἄραγε τὰ πράγματα θὰ πήγαιναν
μέχρι τέλους ὅπως τὰ εἶχε ἀπὸ καιρὸ φανταστεῖ; Ὅπως τὰ εἶχαν φανταστεῖ
ὅλες οἱ ὅμοιες καὶ ὅλοι οἱ ὅμοιοί τους; Ἐκεῖνες καὶ ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων
ἡ σκέψη ἁπλωνόταν ἔξω καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ χθές, ἔξω καὶ μετὰ τὸ αὔριο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου