|
|
ΟΤΑΝ Η ΠΟΛΗ λειτουργοῦσε ἀκόμα, χωρὶς
ἀντιπαροχὲς καὶ κανονισμοὺς πολυκατοικιῶν, σὲ αὐλὲς καὶ σὲ ταράτσες,
ἦταν πολὺ διαδεδομένη ἀσχολία τὰ περιστέρια. Ἡ ἐξημέρωσή τους
εἶναι πανάρχαια συνήθεια καὶ ἡ συμβίωση μὲ τοὺς ἀνθρώπους πάντα ἐρασμία.
Περιστεριῶνες ὑπῆρχαν στὴν πόλη καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο, ἀλλὰ σίγουρα πολλὰ μεταπολεμικὰ κουμάσια εἶχαν τὴν προέλευσή τους ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς πείνας στὴν κατοχή. Τὰ παιδιά, βρίσκοντας ἕτοιμα τὰ καταλύματα, ἀντικατέστησαν τὶς κατοχικὲς χῆνες κι ὄρνιθες μὲ περιστέρια. Ἦταν μιὰ ἐνασχόληση ἐπίπονη καὶ ἐξαντλητική, ξελάφρωνες ὅμως ἀπὸ διαβάσματα κι ἀντιγραφὲς καί τὸ, κυριότερο, συγκέντρωνες πάνω σου ὅλα τὰ βλέμματα.
Κουνοῦσες τὸ σκιάχτρο, μαῦρο κουρέλι δεμένο στὸ ξύλο τῆς ταβανόσκουπας καὶ σηκώνονταν σύννεφο πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου τὰ περιστέρια. Ὅσο πιὸ τρελὰ ἀνέμιζες τὴ μαύρη σημαία τόσο πιὸ πολλοὺς κύκλους κάναν αὐτὰ γύρω ἀπὸ τὴν ταράτσα. Ὥσπου νὰ νιώθεις τὸ λαχάνιασμα, νὰ βγάλεις ἔξω τὸ πεταστάρι, μαδημένο, χωρὶς φτερά, νὰ τὸ κρατᾶς ἀνάμεσα στὰ πόδια, κι αὐτὰ στὴ στιγμὴ νὰ κουρνιάζουν ὑπάκουα γύρω σου. Ὅλη ἡ γειτονιὰ νὰ σχολιάζει, νὰ θαυμάζει, καὶ τὰ μάτια τῶν κοριτσιῶν καρφωμένα στὰ περιστέρια σου. Τό ’σκανα ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ γυρνοῦσα ὅλα τὰ κουμάσια τῆς περιοχῆς, ψάχνοντας γιὰ περιστέρια. Ἔχανα καὶ ξαναέχανα τὰ σχολικά μου βιβλία, στὸ ὑπόγειο τοῦ Ξενοφώντα, γιὰ νὰ ἐξοικονομῶ δραχμές, νὰ ἀγοράζω ὅ,τι ἀξιοθρήνητο μοῦ προσέφεραν σὰν λαρισινὸ μπροστάρη. Ἤθελα νὰ μὲ θεωροῦν δικό τους, νὰ μ’ ἀφήνουν νὰ παρατηρῶ, πῶς γύμναζαν, πῶς σήκωναν τὰ σμήνη τους. Ὑπῆρχαν θαυμαστοὶ περιστεράδες, στὴν Εὐκαρπία, στὴν Τούμπα, στὴν Πυλαία. Εἶχαν περιστέρια ἱκανὰ ὄχι μόνο γιὰ βόλτες ἀλλὰ καὶ γιὰ ταξίδια ὁλόκληρα μέχρι τὴ Λάρισα ἢ τὴν Κρήτη. Περισσότερο ἀπὸ ὅλους ὅμως θαύμαζα τὸν συμμαθητή μου τὸν Ρώσση. Ἦταν κι ὁ Ρώσσης περιστερᾶς, κι ἂς μὴν ξεχώριζε ἕναν μπροστάρη ἀπὸ μιὰ κοπάνα. Οὔτε κουμάσι εἶχε, καθόταν σ’ ἕνα ὑπόγειο στὴν Ἰσαύρων. Ἀσχολιόταν μόνο μὲ ἕνα περιστέρι, τὸ δικό του. Τὸ ἀγαποῦσε παράφορα καὶ τό ’βγαζε γυμνὸ στὸν ἀέρα νὰ ἀναπνέει ἐλεύθερο. Ἦταν ἕνα περιστέρι ἄπτερο, καθηλωμένο ἀλλὰ ἑφτάψυχο. Σὲ κάθε διάλειμμα μαζευόμασταν ὅλοι στὰ πίσω θρανία, ὄρθιοι, γιὰ νὰ δοῦμε τὸν Ρώσση νὰ ἐλευθερώνει τὸ περιστέρι του καὶ νὰ τὸ πνίγει στὰ χάδια, μέχρι νὰ μείνει ἄψυχο στὶς ζεστές του παλάμες. Στὸ ἑπόμενο διάλειμμα, ὁλοζώντανο πάλι τὸ περιστέρι, νὰ ξεπροβάλλει ὀρθό, μέσα ἀπό τὴν τρύπια τσέπη τοῦ Ρώσση, ἕτοιμο γιὰ τὴ νέα παράσταση. Τὸ ξέραμε ὅλοι ἢ τὸ ὑποπτευόμασταν, ὅτι τὸ περιστέρι δὲν ξεψυχοῦσε ἀπὸ τὰ χάδια ἀλλὰ ἀπὸ τὸ δικό μας βλέμμα, τὸ ὁποῖο ἔμενε αἰχμάλωτὸ πάνω στὸ κόκκινο ράμφος καὶ στὴν ἄσπρη σταγόνα ποὺ ἔβγαινε μαζὶ μὲ τὴν ψυχή του. Ἀργότερα ὁ Ρώσσης ἀποζητοῦσε τὰ βλέμματα κι ἔξω ἀπὸ τὸ αὐστηρὰ ἀρσενικό μας γυμνάσιο, στὶς μεικτὲς γιορτές μας. Στὶς πρῶτες γιορτὲς μὲ κοπέλες, ἐκμεταλλευόμενος τὸ εὐγενικό του παρουσιαστικό, εὔκολα ἀπομόνωνε τὰ κορίτσια σὲ μισόφωτα μπαλκόνια καὶ στὰ πίσω δωμάτια. Γρήγορα αὐτὰ ἐπέστρεφαν στὶς παρέες τους καὶ ταραγμένα ἢ μὲ γέλια νευρικά, ἀναψοκοκκινισμένα, ψιθύριζαν στὶς φιλενάδες τους ὅσα παράξενα εἶχαν ἀντικρίσει. Μέναμε ὅλοι κατάπληκτοι μὲ τὴν εὐχέρεια τοῦ Ρώσση νὰ ἀποκαλύπτεται στὶς κοπέλες. Πρὶν προφτάσουν αὐτὲς νὰ συνέλθουν ἀπὸ τὴν ἔκπληξή τους, τὸ περιστέρι ψυχορραγοῦσε κιόλας στὰ χέρια του. Καὶ τί δὲν τοῦ σέρναμε τοῦ Ρώσση πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη του, ὅλοι ὅμως ἀποζητούσαμε τὴν παρέα του. Ἄλλοι γιὰ νὰ τὸν συνοδεύουμε στὰ σπίτια μὲ τὶς γυναῖκες ὅπου σύχναζε· ἄλλοι γιὰ νὰ δοκιμάζουμε τὴν ἁμαρτωλὴ γεύση τῶν τσιγάρων ποὺ ἔστριβε· κι ἄλλοι γιὰ νὰ ἀποκομίζουμε κέρδη ἀπὸ τὰ ἀποκαΐδια τοῦ θράσους του. Ὁ Ρώσσης ἦταν ποὺ εἶχε συνεργήσει καὶ γιὰ νὰ ἀγκαλιάσω πρώτη φορὰ τὴν Ἕλλη. Ἤμασταν στὸν ἀποκριάτικο χορὸ τῶν τελειόφοιτων, ὅταν ἡ Ἕλλη μὲ λυγμοὺς ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά μου καὶ μοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Ρώσσης ἦταν γυμνὸς κάτω ἀπὸ τοὺς μαιάνδρους τοῦ ἀρχαίου χιτώνα. Τῆς ζήτησε νὰ χορέψουν καὶ καθὼς στροβιλίζονταν, ἔνιωσε στὸ χέρι της τὸ περιστέρι, ὀρθὴ ραχοκοκαλιά. Ἡ ἀγανάκτηση ποὺ ἔδειξα γιὰ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ Ρώσση, ἐξογκωμένη κι ἀπὸ τὸν πολύμηνο πόθο μου γιὰ τὴν Ἕλλη, ἔφεραν σὰν ἀποτέλεσμα τὴ συνένωσή μας ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Μιὰ συνένωση ἡ ὁποία εἶχε σὰν προϋπόθεση ὄχι μόνο τοὺς αἰώνιους ὅρκους ἄλλα καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀπομόνωσή μου ἀπὸ τὸν Ρώσση. Μάθαινα, βέβαια, νέα του ἀπὸ παλιοὺς συμμαθητὲς καὶ φίλους, πάντα ὅμως μὲ τὰ χαμόγελα τῆς ἄμυνάς μας γιὰ ὅσα ἀσεβῆ σκάρωνε. Σύχναζε τώρα στὶς σκοτεινὲς αἴθουσες τῶν κινηματογράφων, ποὺ τότε καὶ πολλὲς ἦταν καὶ πάντα γεμάτες. Προτιμοῦσε τὶς ἀπογευματικὲς προβολές. Καλυμμένος πίσω ἀπὸ παράταιρα πανωφόρια κι ἀδιάβροχα, ἀποκαλυπτόταν σὲ μοναχικὲς γυναῖκες κι ἀσυνόδευτες κοπέλες. Πολλὲς φορὲς γινόντουσαν φασαρίες, κι ὅποτε δὲν τὸν πρόφταιναν τὰ πόδια του τὸν τραβοῦσαν καὶ στὴν ἀσφάλεια. Ὄχι ὅμως στὸ σπουδαστικό της, ὅπως συχνὰ τότε συνέβαινε. Ξανασυναντηθήκαμε μὲ τὸν Ρώσση στὴν τελευταία συγκέντρωση τῆς κίνησης γιὰ τὸν ἀφοπλισμό. Στὴν ἀρχὴ τῆς νέας παραλίας, μιὰ ἐξέδρα γυμνή, τὸ σῆμα τοῦ Ράσελ, ὁ ὁμιλητὴς καὶ μεῖς ἀπὸ κάτω. Ὁ Ρώσσης κρατοῦσε περήφανα ἕνα πανὸ μὲ τὸ γνωστὸ περιστέρι καὶ τὸ κλαδάκι τῆς ἐλιᾶς στὸ ράμφος. Τὸν πλησίασα, τελείωνε κι ἡ ἱστορία μου μὲ τὴν Ἕλλη καὶ τὸν σκανδάλιζα. «Ἀφῆστε ὅλα τὰ περιστέρια ἐλεύθερα, ὅλα τὰ πουλιὰ νὰ κελαϊδᾶνε.» Γέλασε κι ἀναγελούσαμε, προκαλώντας τὴν ἀγανάκτηση τῶν συγκεντρωμένων καὶ τοῦ μεσόκοπου ὁμιλητῆ. Ὕστερα διαλυθήκαμε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἀλλοῦ. Ἔμεινε μόνο ἐκεῖνο τὸ ἀνοιξιάτικο πρωϊνὸ στὴν παραλία καὶ τὰ ξεκάρφωτα γέλια μας. Σκόρπισαν οἱ παρέες, οἱ μεταμεσονύκτιες βόλτες, τὰ πάθη γιὰ τὴν πολιτικὴ καὶ τὶς κοπέλες. Γάμοι, δουλειές, γέννες. Ὁ καθένας καὶ τὸ κλαδάκι του, ὁ καθένας κι ἡ ψυχή του. Αὐτοκίνητα, σπίτια, συναλλαγὲς κι ἡ μνήμη νὰ τὰ ἀλέθει ὅλα, ἄμυνα ἡ μνήμη· ἄμυνα, φρόκαλα καὶ σκουπίδια. Μόνον τώρα τελευταῖα, ὅταν βρισκόμαστε παλιοὶ συμμαθητές, τώρα μεσόκοπα, ποὺ ἀκούγεται πιὰ ξεκάθαρα ὁ βαρύγδουπος ἦχος τῆς καρμανιόλας, ὅλοι ἀναρωτιόμαστε γιὰ τὸν Ρώσση.
Τί κάνει; Ζεῖ; Ποῦ βρίσκεται αὐτὴ ἡ ψυχή;
Στέκει ἀκόμα ὀρθὸ τὸ περιστέρι;
Ξεψυχᾶ πάντα γιὰ ὅσα ἀνίερα ἐμεῖς δὲν τολμήσαμε;
(Δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ
τόλμημα, ἂν πῶ ὅτι κι αὐτὴ ἡ σελίδα, λευκὸ μὲ μαῦρα στίγματα, σὰν περιστέρι,
ἀδημονεῖ νὰ ξεψυχήσει ἀπὸ τὸ βλέμμα σου, ἀναγνώστη.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου