TΕΤΑΡΤΗ, ΜΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ, γύρω στὶς 7 τὸ
ἀπόγευμα. Τί ἀπόγευμα δηλαδή, πὲς βράδυ καλύτερα. Μέσα στὸ λεωφορεῖο
ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸν σταθμὸ τοῦ μετρὸ «Νομισματοκοπεῖο». Δὲν ξέρω
γιατί, ἀλλά, ὅταν εἶναι νωρὶς τὸ βράδυ καὶ εἶσαι μέσα στὸ λεωφορεῖο,
ὅπου κι ἂν πάει αὐτό, καὶ εἶναι βαθὺς χειμώνας καὶ τὸ μέσα κρύο
μπερδεύεται μὲ τὸ ἔξω, τότε νομίζω πὼς εἶναι ἡ ὥρα τῶν κουρασμένων
ἀνθρώπων. Ὄχι τόσο στὸ μετρό, ὅσο στὸ λεωφορεῖο. Θὲς ὁ φωτισμός,
θὲς ποὺ κοιτάζεις ἔξω μιὰ πόλη κουρασμένη, θὲς ποὺ τὸ ψιλόβροχο
τρυπάει τὸ πεζοδρόμιο σὰν βιτριολικὸ χιοῦμορ ἐκδίκησης, θὲς
ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀνεβαίνουν στὸ ὄχημα σὰν νὰ τὸ περίμεναν χίλια
χρόνια ἢ ἀπὸ κάποιον προηγούμενο χειμώνα χωρὶς ἄνοιξη, γεγονὸς
εἶναι πὼς σὲ μιὰ Τετάρτη Ἰανουαρίου, στὶς 7 τὸ βράδυ, στὸ λεωφορεῖο
καὶ γύρω τριγύρω χειμώνας, βουλιάζεις μέσα στὴν κούραση τῶν ἀνθρώπων.
Γιατὶ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἄνθρωποι
δὲν πηγαίνουν, οἱ ἄνθρωποι ἐπιστρέφουν. Καὶ δὲν εἶναι χαρούμενοι
ποὺ ἐπιστρέφουν, οὔτε εἶναι χαρούμενοι ποὺ ἔφυγαν. Ἀπ’ ὅπου κι ἂν
ἔφυγαν. Καὶ δὲν εἶναι σιωπηλοί. Εἶναι ἀμίλητοι. Μὲ πολλὲς ἧττες
σωριασμένες μέσα στὰ μάτια τους. Ἀνελέητες ἧττες.
Βρίσκω ἕνα κάθισμα ὅπου μπορῶ
νὰ καθίσω, ἕτοιμος βέβαια νὰ σηκωθῶ, ἀφοῦ τὰ μέτρα γιὰ τὸν κορωνοϊὸ
μοιάζουν μὲ τὴν παροιμία «Τέτοια ὥρα, τέτοια λόγια». Μέσα στὸ σακίδιο
ἔχω τὰ «Ἅπαντα» τοῦ Καίσαρα Βαλιέχο (1892-1938). Ὁ μέγας Περουβιανὸς
ποιητής. Μεγάλο μέρος τῆς ἐνήλικης ζωῆς του τὸ πέρασε σιτιζόμενος
ἐλάχιστα. Πέθανε, κατέρρευσε καλύτερα, στὸ Παρίσι, λίγο μετὰ
τὴν κατάρρευση τῶν δημοκρατικῶν δυνάμεων στὴν Ἱσπανία.
Χαίρομαι γιατὶ θὰ διαβάσω
κάποια ποιήματά του στὸ Τρίτο Πρόγραμμα. Ἐκεῖ πηγαίνω. Καὶ πηγαίνω
μέσα στὸν χειμώνα τῶν κουρασμένων ἀνθρώπων. Τοὺς βλέπω κι ἀνοίγω
τὰ «Ἅπαντα» στὸ τέταρτο καὶ τελευταῖο βιβλίο τοῦ Βαλιέχο, ποὺ ἔχει
τίτλο «Ἱσπανία παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο» (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος
1937). Ἔχω σημαδέψει τὴ σελίδα σ’ ἕνα ποίημα ποὺ μὲ συγκλόνισε
κι ἔχει τίτλο «Χειμώνας στὴ μάχη τοῦ Τερονέλ». Καὶ λέει σὲ κάποιο
σημεῖο:
«(...) Κοίταξα τὸ πτῶμα, τὴ
σύντομη ὁρατή του τάξη / καὶ τὴ βραδύτατη φουρτούνα τῆς ψυχῆς
του· / τὸ ’δα νὰ ἐπιζεῖ, εἶχε τὸ στόμα / τὴ μισοκομμένη ἡλικία
δύο στομάτων. / Φώναξαν τὸν ἀριθμό του: κομμάτια. / Φώναξαν τὴν ἀγάπη
του: δὲν φελοῦσε! / Φώναξαν τὴ σφαίρα του: νεκρὴ κι ἐκείνη!».
«Χειμώνας στὴ μάχη τοῦ Τερονέλ».
Χειμώνας σὲ ἕνα λεωφορεῖο τῆς Ἀθήνας, χειμώνας μιᾶς μάχης μὲ μιὰ
στρατιὰ ἀπὸ κουρασμένα μάτια. Ἡ ἥττα τῆς μάχης τοῦ Τερονὲλ συνεχίζεται,
καθὼς τὸ λεωφορεῖο προχωράει ἀπὸ στάση σὲ στάση. Φεύγουν κι ἔρχονται
οἱ πικροὶ στρατιῶτες τῶν ξεχασμένων ἐρώτων, τῶν ἄτυχων σωμάτων,
τῶν παραιτημένων ἐρώτων μέσα στὰ ἄχρηστα μεροκάματα καὶ στὶς ἀσυμπέραστες
ἀσύμμετρες ἧττες.
Στὸ πίσω μου κάθισμα μιὰ γυναίκα
κουβεντιάζει μὲ τὴν ἀπέναντι. Μασοῦν τὶς λέξεις κροταλίζοντας ἕναν
ἀνύπαρκτο ζόφο. Ἐκτίουν ποινὴ καὶ δὲν τὸ ξέρουν. Τί γιὰ τὰ ἐμβόλια
λένε ποὺ εἶναι κατάρα καὶ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας «μας». Τί γιὰ τὴ
θεία κοινωνία ποὺ δὲν κολλάει, τί ὅτι θέλουν νὰ ἀπαγορεύσουν
(ποιοὶ ἄραγε;) τὴ λειτουργία. Τί γιὰ τοὺς «ξένους» ποὺ θὰ μᾶς κατακτήσουν
καὶ γιὰ τοὺς «Εὐρωπαίους» ποὺ μᾶς μισοῦν...
Κρατάω στὰ χέρια μου τὸν Βαλιέχο.
Γι’ αὐτὸ ἔγινε ἡ μάχη τοῦ Τερονὲλ καὶ ἡ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου
καὶ ἡ σφαγὴ τῶν Ψαρῶν καὶ τῆς Χίου καὶ ἡ μάχη τοῦ Ματζικὲρτ καὶ ὁ Σικελικὸς
Ἑσπερινὸς καὶ ἡ θυσία τοῦ Τζορντάνο Μπροῦνο; Γιὰ νὰ χαθεῖ ἡ μάχη
μέσα σὲ ἕνα λεωφορεῖο κάποιο βράδυ, κάπου στὸν κόσμο, κάποια
χειμωνιάτικη Τετάρτη;
Ξανανοίγω τὸν Βαλιέχο προσεκτικὰ
σὰν νὰ διαβάζω παράνομη προκήρυξη: «Φώναξαν τὴ σφαίρα του: νεκρὴ
κι ἐκείνη». Γιατὶ νεκρὸς εἶναι ὁ θάνατός μας.
Κατεβαίνω ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο.
Ναί: Θὰ διαβάσω Καίσαρα Βαλιέχο. Ναί: Γι’ αὐτὸ ἔγιναν ὅλα. Γιατί,
ναί: Εἶναι βράδυ τῶν κουρασμένων ἀνθρώπων. Καὶ ὅπως κατεβαίνω ἀντιλαμβάνομαι
δίπλα μου μιὰ κίνηση. Μαζί μου «κατέβηκε» κι ἐκεῖνος ὁ ἐξαίσιος
ποιητὴς Σάντρο Πένα, ποὺ εἶδε φασισμοὺς καὶ φασισμοὺς νὰ τοῦ παίρνουν
τὴ ζωή. Καὶ μοῦ λέει: «Εἴμαστε ἄνθρωποι κουρασμένοι μόνο· ἀλλὰ ὄχι
εὐτελεῖς.» Κι ἔφυγε. Πῆγα κι ἐγώ.
Πηγή: ἔφ. Ἡ Αὐγή, 16-01-2022.
Kώστας Kαναβούρης (Kαβάλα
1955). Eἶναι πτυχιούχος Πολιτικῶν Eπιστημῶν. Ἀπό τὸ 1992 εἶναι μέλος τῆς
EΣHEA. Δούλεψε στὶς ἐφημερίδες Pιζοσπάστης,
Nέα, Mεσημβρινή, Ἔθνος, Ἐπενδυτής καὶ σὲ
πολλοὺς ραδιοφωνικοὺς σταθμούς. Ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1995 εἶχε τὴν
ἐκπομπὴ βιβλίου Bιβλιοθέαση στὸ τηλεοπτικὸ κανάλι Seven. Συνεργάζεται μὲ
τὴν Kυριακάτικη Aὐγὴ
καὶ τὸ ραδιοφωνικὸ σταθμὸ NET 105,8. Ἔχουν εκδοθεῖ ὀκτώ συλλογές του μὲ
ποιήματα, ἕνα βιβλίο μὲ δημοσιογραφικὰ κείμενα, μία συλλογὴ ἀφηγημάτων, καὶ
μία νουβέλα. Πρῶτο του βιβλίο Ἡ
διαχωριστικὴ γραμμὴ τοῦ τοπίου (ποίηση, Ηριδανός, 1983)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου