Για το βιβλίο της Helga Schneider «Άσε με να φύγω, μητέρα» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Κέλευθος)
Του Κυριάκου Χαλκόπουλου
Υπάρχει μια ειδική δυναμική σε ένα κείμενο που, διατηρώντας λογοτεχνικές αξιώσεις, συνδέεται άρρηκτα με συγκεκριμένα και μάλιστα τόσο δραματικά ιστορικά γεγονότα. Η περιγραφή της Χέλγκα Σνάιντερ για την τελευταία συνάντησή της με τη μητέρα της αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του τύπου. Η συγγραφέας μοιράζεται μαζί μας τις αναπόφευκτα αμφιθυμικές εντυπώσεις της για τη μητέρα που ταυτόχρονα ήταν μη-μητέρα (εγκατέλειψε τα παιδιά της όταν ήταν τεσσάρων και ενός ετών αντίστοιχα) και δεσμοφύλακας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί.
Η συγγραφέας μοιράζεται μαζί μας τις αναπόφευκτα αμφιθυμικές εντυπώσεις της για τη μητέρα που ταυτόχρονα ήταν μη-μητέρα (εγκατέλειψε τα παιδιά της όταν ήταν τεσσάρων και ενός ετών αντίστοιχα) και δεσμοφύλακας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί.
Το έργο ισορροπεί, όντως, σε δύο πυλώνες. Από τη μία έχουμε την καταγραφή της θηριωδίας εκείνων των ατόμων –πρωτίστως μέσα από ισχυρισμούς της μητέρας της συγγραφέως, δευτερευόντως από ορισμένες επεξηγηματικές σημειώσεις της ίδιας της συγγραφέως–, αφ ετέρου τις απαλλαγμένες από πολιτικό πρόσημο παιδικές αναμνήσεις της Χέλγκα. Στον δεύτερο πυλώνα βρίσκουμε, όπως είναι επόμενο, τα πιο προσωπικά στοιχεία του έργου, και αξίζει να αναφέρουμε μερικά.
Όπως το αρκουδάκι με το όνομα «Ζακοπάνε», που είχε κάποτε αγοραστεί για τη Χέλγκα και διασώθηκε από την καταστροφική μανία της μητέρας της. Αυτό το παιδικό παιχνίδι, μάλιστα, βοηθά σημαντικά την κόρη να πείσει την έγκλειστη στον οίκο ευγηρίας μητέρα της πως δεν είναι μια ξένη, και πως η κόρη δεν έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια – όπως ισχυρίζεται στην αρχή η μητέρα. Πέρα από τον Ζακοπάνε, τον ιδιότυπο διαμεσολαβητή ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη –το παιχνίδι που κάποτε η μητέρα σκόπευε να πετάξει στα σκουπίδια, μάλλον από θυμό που η κόρη της την απέρριψε σε μια προηγούμενη συνάντηση τους– υπάρχουν και λιγότερο αθώοι, πιο σκληροί συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες αυτής της ιστορίας.
Η Χέλγκα αναγκάζεται να παραδεχτεί στον εαυτό της πως η ενστικτώδης θέληση να αγαπήσει τη μητέρα της είναι κάτι πιο ισχυρό από την αποστροφή –μια αποστροφή η οποία υποδαυλίζεται εύλογα από την δίκαιη κατακραυγή ενάντια στον ενεργό ρόλο της άλλης στα Ες-Ες. Η Χέλγκα δεν συμφωνεί καθόλου με τις ρατσιστικές αντιλήψεις της μητέρας της και την κατηγορεί ανοιχτά για αυτές. Όμως από οίκτο –ή ίσως απλώς από αγάπη– δε θέλει να ταλαιπωρεί, έτσι κι αλλιώς μάταια, την υπέργηρη γυναίκα, ενώ θυμάμαι πως και η ίδια όταν ήταν μικρό παιδί σε ένα ορφανοτροφείο είχε παράλογα πάρει μέρος σε μια βίαιη ενέργεια με στόχο δύο αθώους Εβραίους. Μα η Χέλγκα ήταν τότε παιδί του δημοτικού, και αντιδρούσε χωρίς συνειδητή σκέψη και αποδοχή της γραμμής του ναζιστικού κράτους – η μητέρα της, στον αντίποδα, φαίνεται πως δεν ακολουθούσε τις εντολές απλώς επειδή πίστευε πως είχε καθήκον να υπακούει στο κράτος, αλλά επιπρόσθετα διότι συμφωνούσε απολύτως μαζί τους... Υποστηρίζει, τελικά, πως ποτέ δεν αισθάνθηκε καμία μεταμέλεια με αφορμή τους τόσους ανθρώπους –ανάμεσα τους γυναίκες και παιδιά– που κακομεταχειρίστηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και (με μια μονάχα εξαίρεση, όταν επρόκειτο για μια Γερμανίδα αντιρρησία, όχι για Εβραία κρατούμενη) ούτε μια στιγμή δεν ένιωσε το παραμικρό αρνητικό συναίσθημα στη δουλειά της.
H Helga Schneider με τον μικρότερο αδερφό της στην ηλικία που τους εγκατέλειψε η μητέρα τους |
Η Χέλγκα δηλώνει ξεκάθαρα στον αναγνώστη πως δεν αναγνωρίζει τη μητέρα της ως μια αληθινή μητέρα. Δεν της στάθηκε ποτέ. Έβαλε απροκάλυπτα την καριέρα της στο Τρίτο Ράιχ πάνω από την έγνοια για τα παιδιά της και εκτέλεσε αμείλικτα τα φρικτά της επαγγελματικά καθήκοντα. Ωστόσο η συγγραφέας, ως κόρη, θέλει να πιστέψει πως υπάρχει και κάτι θετικό με αυτό το άτομο – με αυτή την ξένη ή τη σχεδόν ξένη... Στο τέλος του έργου είναι εντυπωσιακό ότι η Χέλγκα αναρωτιέται μήπως η μητέρα της αποδέχτηκε απερίφραστα πως συνεχίζει να θεωρεί θετική την περίοδο της ναζιστικής ηγεμονίας στη Γερμανία μόνο και μόνο για να διευκολύνει την κόρη της –από ένα κατάλοιπο μητρικής αγάπης;– να τη μισήσει και έτσι να καταφέρει, επιτέλους, να φύγει για πάντα μακριά.
Η Χέλγκα δηλώνει ξεκάθαρα στον αναγνώστη πως δεν αναγνωρίζει τη μητέρα της ως μια αληθινή μητέρα. Έβαλε απροκάλυπτα την καριέρα της στο Τρίτο Ράιχ πάνω από την έγνοια για τα παιδιά της και εκτέλεσε αμείλικτα τα φρικτά της επαγγελματικά καθήκοντα.
Στο ίδιο κλίμα είναι και ο τίτλος του έργου: Άσε με να φύγω, μητέρα. Η Χέλγκα δέχτηκε να συναντήσει ξανά, μετά από δεκαετίες, για μια τελευταία φορά τη μητέρα της, κυρίως επειδή ήθελε να μην κατηγορεί τον εαυτό της για την ανυπαρξία της σχέσης ανάμεσα τους. Δεν επισκέφτηκε τη μητέρα της με κάποια ελπίδα πως θα έβλεπε κάποιο άτομο αλλαγμένο. Την επισκέφτηκε για να ανανεώσει τη στενάχωρη αίσθηση πως δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα προσέγγισης ανάμεσα τους.
Και όμως, ακόμα και σε μια ιστορία τόσο σκοτεινή, με την κόρη να κατηγορεί συχνά τον εαυτό της αλλά και πλήθος αλληλοκατηγοριών, μομφές που εκσφενδονίζονται από τη μια πλευρά στην άλλη –κυρίως από τη μητέρα προς την κόρη– ο αναγνώστης πιστεύω πως διακρίνει πολύ καθαρά πως όταν πρόκειται για συγγενείς πρώτου βαθμού, όταν πρόκειται μάλιστα για τη σχέση ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί, η δυναμική είναι πάντοτε βαθιά προσωπική και ούτε ακόμα και τα κρεματόρια ή τα θανατηφόρα πειράματα σε αθώους, οι ακρωτηριασμοί και οι σαδιστικοί βασανισμοί εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, δε μπορούν να υψωθούν πάνω από την προσωπική μας λύπη και την ελπίδα –όσο παράλογη και αν είναι– πως ίσως μια ακόμα προσπάθεια, μια τελευταία προσπάθεια, να οδηγήσει στη γεφύρωση και του πιο τρομακτικού χάσματος, να επιτευχθεί η συμφιλίωση. Διότι εδώ δεν πρόκειται απλώς για τη συμφιλίωση με ένα άλλο άτομο στον κόσμο, αλλά με το πολυσύνθετο και υποβλητικό είδωλο που ο καθένας έχει μέσα του για τους γονείς του.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
→ Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία Let me go (2007), που βασίστηκε στο βιβλίο. Η σκηνοθεσία είναι του Polly Steele, ενώ πρωταγωνιστούν οι With Juliet Stevenson, Jodhi May, Lucy Boynton, Karin Bertling.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου