|
Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ πὼς ἡ κωμικοτραγικὴ ἱστορία τοῦ Ἀνανία
Ἀνανιάδη ὑπῆρξεν ἀληθινή, ὅσο ἀπίστευτη κι ἂν φαντάζει, βρίσκεται
στὰ χέρια μου. Εἶναι, τί ἄλλο, ἕνα βιβλίο! Ὅμως πρὶν τὸ ξεφυλλίσω γιὰ
νὰ πειστεῖτε, θὰ ἀφηγηθῶ ὅσα ἔμαθα ἀκούοντας πόσο γελοῖο ὑπῆρξε
στ ἀλήθεια τὸ εὐγενές, ὑποτίθεται, βιβλιοθηρικὸ πάθος τοῦ Ἀνανιάδη.
Θὰ δικαιολογήσετε τότε τὰ σπαρταριστὰ γέλια τῆς πλατείας στὸ παλκοσένικο
ποὺ εἶχε στήσει ὁ ξυπασμένος φρουτέμπορος, παριστάνοντας τὸ φάσμα
τοῦ βιβλιοθηκάριου Δημητρίου τοῦ Φαληρέως, χωρὶς νὰ ἀκούει τὴν
μπηχτὴ ἀπὸ τὴν πλέμπα πὼς χαράμιζε ὁ ἀνίδεος φορτία ἀκριβοπληρωμένων
ἀνανάδων – ὅσα ξεφόρτωνε στὴ λαχαναγορὰ τοῦ Βόλου γιὰ νὰ ἀνταλλάξει
ἀμέσως τὴν παχυλὴ εἴσπραξη μὲ τίτλους βαρύγδουπων βιβλίων. Ναί, ὁ ἀνόητος,
μεγαλοεισαγωγεὺς ἀνανάδων ἐξ Ἀφρικῆς, εἶχε τὴν πιὸ ἀπίθανη λόξα.
Ὅσα λεφτά, —καὶ μιλᾶμε γιὰ μπάζα χοντρή—, μάζευε ἀπὸ τοὺς μοσχοπουλημένους
ἀνανάδες, τὰ ξόδευε μέχρι δεκάρα ἐμπλουτίζοντας μιὰ βιβλιοθήκη
στημένη ὄχι μὲ τὶς πλάτες ἑνὸς Πτολεμαίου Σωτῆρος στὴν Ἀλεξάνδρεια,
ἀλλὰ μὲ τὶς τσακισμένες κλεῖδες του στὶς Ἁλυκὲς τοῦ Βόλου. Δίπλα σε δυὸ
καμαροῦλες, στὰ ράφια ἑνὸς πελώριου ὀστεοφυλάκιου εἶχε ἀραδιάσει
ἀθάνατες πραγματεῖες, τὰ ἄφθαρτα κρανία ὅλων τῶν σοφῶν του κόσμου.
Kant, Spinoza, Descartes, Πλάτων, Ἀριστοτέλης καὶ βάλε. Ὅλα ἀπὸ δυὸ ἀντίτυπα
μάλιστα. Στὴν περίπτωση, ὡστόσο, αὐτοῦ τοῦ εὐηθέστατου ἀναναδοπώλου
τὸ τραγελαφικὸ δὲν ἦταν ἡ ἀταίριαστη συλλεκτικὴ μανία του, ἀλλὰ ἡ
ἀγραμματοσύνη του. Ἦταν ἐντελῶς ἀμόρφωτος, ἴσα ποὺ συλλάβιζε. Ὡστόσο
μολονότι δὲν καταλάβαινε γρὶ ἀπὸ τὶς σημασίες τῶν τίτλων ποὺ ἀγόραζε,
διάλεγε (ἄγνωστο ποῦ καὶ πῶς) σπουδαῖα βιβλία. Σάστιζε κανεὶς καὶ μετὰ
ξεραινόταν στὰ γέλια.
Πηγή: Μικροκύματα. 99+1 μικρο-διηγήματα μελῶν
τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων, ἔκδ. Ἡ
Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν, 04-06.01.2019. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἀ. Κ. Χριστοδούλου (Βόλος,
1943). Ἵδρυσε τὶς ἐκδόσεις «Ζώδιο», ὅπου δημοσίευσε τρεῖς ποιητικὲς
συλλογές, τὴν τρίτομη μελέτη Ἡ
«Στροφὴ» τοῦ Σεφέρη (1981-1984) καὶ δύο τόμους ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα
τοῦ Χέρμαν Μέλβιλ Μόμπυ-Ντίκ·
ἡ Ἡ Φάλαινα, σὲ δίγλωσση μορφὴ (ἀμερικάνικο κείμενο καὶ
δική του ἑλληνικὴ μετάφραση, 1983, 1985). Τὸ 1992 ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση
τῆς σειρᾶς Orbis Literae τῶν ἐκδόσεων Gutenberg, ὅπου δημοσίευσε σὰν
πρῶτο ἔργο ὁλόκληρη τὴ μετάφραση του Μόμπι Ντίκ. Τὸ 1997 μαζὶ μὲ
τὸν καθηγητὴ Sanford E. Marovitz διοργάνωσε τὸ πρῶτο Διεθνὲς Συνέδριο
τῆς Melville Society of America στὸ Βόλο. Τὴν ἴδια χρονιὰ (1997) δημοσίευσε
τὸν πρῶτο τόμο μιᾶς νέας δίγλωσσης (πεντάτομης) ἔκδοσης τοῦ Μόμπι-Ντίκ
καὶ τὸ 2001 ἐπιμελήθηκε μαζὶ μὲ τὸν καθηγητὴ Sanford E. Marovitz τὴν
ἔκδοση τῶν πρακτικῶν τοῦ πρώτου Διεθνοῦς Συνεδρίου ποὺ ἔγινε στὸ Βόλο.
Τὸ 2009 δημοσίευσε τόμο μὲ ἑφτὰ ποιητικὲς συνθέσεις μὲ τίτλο Ποιήματα (Τυπωθήτω).
Τὸ 2013 δημοσίευσε μία ἐκτεταμένη μελέτη μὲ τίτλο Γραφέως Κάτοπτρον, Εἰσαγωγὴ
στὴν ποίηση τοῦ Γιάννη Πατίλη («Ὕψιλον») καὶ ἐγκαινίασε μαζὶ μὲ τὸν
Γιάννη Πατίλη μιὰ νέα σειρὰ βιβλίων στὶς ἐκδόσεις «Πλανόδιον» μὲ τίτλο
«Σύρτις», ὅπου δημοσίευσε τὴ νουβέλα Ἀζὸρ ὁ Σκύλος (2013). Στὴν ἴδια σειρά,
τὴν ἴδια χρονιὰ (2013) δημοσίευσε τὸ δοκίμιο Ἀποτυπώματα Ἀγγέλου,
μιὰ σπουδὴ στὴ ζωγραφικὴ τῆς Ἡρῶς Νικοπούλου, σὰν παράρτημα στὸ λεύκωμα
τῆς ζωγράφου μὲ τίτλο Πύκνωμα
Χρόνου. Τελευταῖο του βιβλίο: Ἀναγνωστικὸ τῶν «Βίαιων ἐντυπώσεων» τοῦ ποιητῆ
Δημήτρη Ἀρμάου (Gutenberg, 2018).
Ὅμως
ὁ αἰχμηρὸς ὑπαινιγμὸς ἑνὸς καφενόβιου, ποὺ ἔτυχε κάποτε νὰ εἶναι ἡ
παρέα μου στὴ θρυλικὴ «Συνάντηση», γωνία Καρτάλη μὲ Ἀργοναυτῶν,
μοῦ ἔκοψε τὸ σαρκαστικὸ γελάκι. Μὲ τὸ φλιτζανάκι τοῦ καφὲ στὸ στόμα,
ἔνιωσα τὸ πάρθιον βέλος τοῦ κακόγλωσσου νὰ μὲ χτυπάει κατακούτελα:
«Ξέρεις, ὁ Ἀνανὰς τῆς Λαχαναγορᾶς, ἡ Ἥμερος Ἀνανάσσα τοῦ Γενναδίου»,
ἔτσι τὸν στόλισε ὁ φαρμακόγλωσσος, «τὰ βράδια κλειδομανταλώνεται
στὴ βιβλιοθήκη καὶ ξενυχτάει χτυπώντας ἐπίμονα κάτι. Θὰ τρελαθεῖ
ἡ κακόμοιρη συμβία στὴν πλαϊνὴ καμαρούλα της ἀκούοντας αὐτὸ τὸ ἐκνευριστικὸ
τὰκ-τάκ». Θὰ εἶχε σιγήσει μέσα μου αὐτὸς ὁ χτύπος, ἂν ὕστερα ἀπὸ δυὸ
χρόνια, στὸ ἴδιο καφενεῖο, δυὸ φίλοι ποὺ ἔπαιζαν ξερή, κι ἐγὼ ἀπολάμβανα
τὸ ἀπογευματινό μου καφεδάκι, δὲ μὲ ξάφνιαζαν μὲ τὴν εἴδηση πὼς ὁ «
Ἀνανὰς» εἶχε πεθάνει καὶ πὼς ἡ χήρα του ξεπουλοῦσε τὰ βιβλία τοῦ Φαληρέως.
Ὁμολογῶ πὼς ἀγαπῶ τὰ βιβλία. Σκέφτηκα λοιπὸν νὰ ἀγοράσω κι ἐγὼ μερικὰ
καὶ ἐπ΄ εὐκαιρίᾳ νὰ ρωτήσω τὴ γυναίκα καὶ νὰ μάθω τί ἔκανε ὁ παθιασμένος
τύπος τὶς νύχτες πλαισιωμένος ἀπὸ μίαν ὁμήγυρη φιμωμένων σελίδων.
Ἡ χήρα μοῦ ἔλυσε τὴν ἀπορία. Ὁ μανιακὸς σύζυγος σφράγιζε μὲ ἀπανωτὰ
μαῦρα σφραγίσματα μία-μία, ὁλόκληρες καὶ ὅλες τὶς σελίδες τῶν βιβλίων
μὲ μίαν ὀκτάγωνη σφραγίδα ποὺ ὁλόγυρα ἔγραφε «EX LIBRIS, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΑΝΑΝΙΑ ΑΝΑΝΙΑΔΗ» καὶ στὸ κέντρο εἶχε τὴν ἐμβληματικὴ εἰκόνα ἑνὸς χοντροῦ
ἀνανά. Ἔμεινα ἄφωνος μπροστά σε αὐτὴν τὴν ἀνυποψίαστη αὐτοκαταστροφή.
Ἡ σφραγίδα τοῦ κομπορρήμονος « Ἀνανά» εἶχε καταστρέψει καὶ τὰ δυὸ ἀντίτυπα
ὅλων των βιβλίων, ἀχρηστεύοντας τὴ συλλογὴ τῆς ζωῆς του. Ζήτησα νὰ
δῶ ἕνα βιβλίο. Ἐκείνη μοῦ ἔβαλε στὸ χέρι ἕνα λέγοντας: «Δὲ θέλω λεφτά.
Πάρτο νὰ θυμᾶσαι τὸν Ἀνανά του.» Τὸ βιβλίο ποὺ ξεφυλλίζω μπροστά
σας, πειστήριο αὐτῆς τῆς τραγελαφικῆς ἀληθινῆς ἱστορίας, φέρει στὸ
ἐξώφυλλο τὰ στοιχεῖα: «ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΒΟΡΕΑ, ΛΟΓΙΚΗ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου