|
ΉΤΑΝ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ τοῦ 1948, σὲ μιὰ ἐπαρχιακὴ πόλη τῆς
Ἑλλάδας, ὅταν ἕνα μικρὸ ἀγόρι πρωτοπῆγε σχολεῖο μὲ πλάκα καὶ κοντύλι.
Κάθε μεσημέρι, γυρνώντας σπίτι, περνοῦσε ἀπὸ τὸ καφενεῖο τῆς γειτονιᾶς.
Ἡ μητέρα του εἶχε παρακαλέσει τὸν καφετζῆ νὰ τοῦ δίνει τὴν ἄχρηστη ἐφημερίδα
τῆς περασμένης μέρας, «γιὰ νὰ ἐξασκεῖται τὸ παιδὶ στὴν ἀνάγνωση».
Ἀπὸ
τὸν καιρὸ ποὺ ὁ πατέρας εἶχε ὁδηγηθεῖ στὴ φυλακή, δὲν ὑπῆρχε κανεὶς
ἄλλος στὸ σπίτι ποὺ νὰ γνωρίζει γράμματα. Μὰ τὸ μικρὸ ἀγόρι, χάρη στὴν
ἐφημερίδα τῆς περασμένης μέρας, ἔμαθε μέχρι τὰ Χριστούγεννα νὰ διαβάζει
νεράκι.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς μητέρας του, πρώτη δουλειὰ μόλις ἔφτανε
σπίτι, ἦταν νὰ τὴν ἀνοίξει στὴ δεύτερη σελίδα καὶ νὰ διαβάσει μεγαλόφωνα
τὸν κατάλογο μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ἐκτελεσμένων. Ὅταν τελείωνε, ἡ μητέρα
καὶ ἡ γιαγιὰ ἔκαναν τὸν σταυρό τους. Τὰ μικρὰ ἀδέρφια του συνέχιζαν νὰ
παίζουν.
Στὸ τέλος τῆς σχολικῆς χρονιᾶς, ὁ ἔλεγχός του στὸ μάθημα τῆς ἀνάγνωσης
ἔγραφε δέκα μὲ τόνο. Στὴ γιορτὴ ποὺ ἀκολούθησε, ἀνέβηκε σ’ ἕνα σανιδένιο
βῆμα καὶ ἀπήγγειλε φαρσὶ τὸ ποίημα «Τί εἶν’ ἡ πατρίδα μας…»
Οἱ καλοκαιρινὲς διακοπὲς περνοῦσαν μὲ σφεντόνες, πετροπόλεμο
καὶ καθημερινὴ ἀνάγνωση τῆς δεύτερης σελίδας. Τὴν τελευταία μέρα
τοῦ Αὐγούστου χτύπησε ἡ ἐξώθυρα. Μιὰ γειτόνισσα, ποὺ εἶχε ραδιόφωνο,
ἦρθε τρέχοντας νὰ τοὺς φέρει τὰ καλὰ μαντάτα : «Τελείωσε ὁ πόλεμος!
Σταματοῦν οἱ ἐκτελέσεις! Τὸ εἶπε τὸ ράδιο!»
Ἡ
μητέρα ἀγκάλιασε σφιχτά τὸ μικρὸ ἀγόρι κι ἔπειτα χώρεσε στὴν ἀγκαλιά
της ὅλα της τὰ παιδιά. Ἡ γιαγιὰ ἔβαλε τὴ χύτρα στὴ φουφού, γιὰ νὰ ἑτοιμάσει
χαλβαδοκουταλιές, νὰ κεράσει τὶς γειτόνισσες.
Τὸ ἄλλο μεσημέρι τὸ μικρὸ ἀγόρι πέρασε ὅπως πάντα ἀπὸ τὸ καφενεῖο.
Οἱ τίτλοι τῆς ἐφημερίδας ἐπιβεβαίωναν τὶς ραδιοφωνικὲς εἰδήσεις.
Ὁ ἐμφύλιος εἶχε τελειώσει.
Ἀπὸ
συνήθεια τὸ παιδὶ γύρισε σελίδα κι ἀντίκρισε τὸν κατάλογο μὲ τὶς
τελευταῖες ἐκτελέσεις. Ἄρχισε νὰ διαβάζει ἄνετα, καθαρά, μὲ ἄριστη
ἄρθρωση, ὥσπου ἔφτασε στὸ δικό του ἐπίθετο.
Πηγή: Μικροκύματα. 99+1 μικρο-διηγήματα μελῶν τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων, ἔκδ. Ἡ Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν, 04-06.01.2019.
Λία Μεγάλου-Σεφεριάδου (Θεσσαλονίκη, 1945). Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν μετοίκησε στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ ζεῖ μέχρι σήμερα. Τὸ 1966 πρωτοεμφανίστηκε στὸ περιοδικό Ἐποχές τοῦ Ἄγγέλου Τερζάκη μὲ τὸ διήγημα «Ἕντεκα γράμματα κι ἕνα ὑστερόγραφο». Ξεκίνησε δημοσιογραφικὴ καριέρα, ἡ ὁποία διακόπηκε ἐξαιτίας τῆς δικτατορίας. Στὴ συνέχεια συνίδρυσε τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Ρόμβος καὶ τὸ ὁμώνυμο βιβλιοπωλεῖο. Τὸ 1972 ἐκδόθηκε τὸ πρῶτο της βιβλίο, μιὰ ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τίτλο Ὁ Δραπέτης στὸ Δέντρο. Ποιήματα καὶ πεζά της ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ διάφορες γλῶσσες. Ἐπίσης ἔχει ἀσχοληθεῖ μὲ μεταφράσεις βιβλίων, κυρίως κοινωνικοπολιτικῶν. Τελευταῖο της βιβλίο: Οἱ σαράντα τρεῖς σιωπές (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2018).
|
This post is
ad-supported
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου