Του Κώστα
Ριτσώνη
Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ τῆς εἶπε
ὅτι εἶχε πάθει ἀτελῆ ρήξη. Ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ἡ δουλειὰ νὰ γίνει
μέχρι τὸ τέλος μὲ κάποιον ἄλλο καλύτερο. Ἐπέμενε. Θὰ τῆς ἔκανε καὶ
καλὸ στὰ νεῦρα. Δὲ θὰ ἔπινε συνέχεια librium. Δὲ θὰ ἔχανε τὸ φῶς της. Οὔτε
θά ’χε τὸ τρεμούλιασμα στὰ χέρια.
Γι’ αὐτὸ πῆρε τὸ ποῦλμαν Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα. Μὲ μιὰ βαλίτσα ἦρθε νὰ
μείνει στὴ νονά της.
Συγκινήθηκα
μόλις τὴν εἶδα νὰ περιμένει κάτω ἀπὸ τὸ ἄγαλμα τοῦ Κάνιγγος.
Στὸ σπίτι μου, καὶ μάλιστα στὴν κάμαρά μου, ὑπῆρχε ἐλάχιστο φῶς. Ἔριξα
τὸ ἄσπρο φουστάνι της στὸ γραφεῖο μου καὶ ἑτοιμάστηκα μὲ ἀθωότητα.
Ὅπως παλιά. Χωρὶς πολλοὺς κινδύνους. Προηγουμένως τῆς ἔβγαλα τὰ παπούτσια
μέσα στὴν τραπεζαρία καὶ τὴν κουβάλησα σηκωτὴ ὡς τὸ ἁπαλὸ στρωματέξ.
Μὰ δὲν κατάλαβα τί συνέβαινε. Αἰφνιδιάστηκα.
Ἦταν σὰν νὰ μοῦ τὸ πρότεινε, καὶ μάλιστα στὰ ἴσια!
Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε καὶ τῆς εἶπα: «Σκέψου τὴ ζωή σου, Ἄννα, καὶ τὴ σταδιοδρομία σου. Δὲν μπορῶ νὰ ἀναλάβω εὐθύνες. Γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.»
Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε καὶ τῆς εἶπα: «Σκέψου τὴ ζωή σου, Ἄννα, καὶ τὴ σταδιοδρομία σου. Δὲν μπορῶ νὰ ἀναλάβω εὐθύνες. Γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.»
Τότε ἄκουσα μὲ ἀπογοήτευση κάτι πού μοῦ ψιθύρισε στ’ αὐτὶ καὶ μὲ
πίκρανε. Ἀτελὴς ρῆξις. Δὲν τὸ περίμενα ποτὲ αὐτό. Ἔτσι λυπημένος
πῆρα φόρα χωρὶς ν’ ἀκούω τὰ παρακάλια της καὶ τὰ «συχώρεσέ με».
Ἀπὸ κείνη τὴν μέρα ἡ ζωή μας στὴν Ἀθήνα ἔγινε ἀνυπόφορη. Ὄχι μόνο
δὲν τῆς ἔφυγαν τὰ νεῦρα ἀλλὰ ἔπαιρνε πιὸ πολὺ librium ἀπὸ πρίν. Ἀπαιτοῦσε
νὰ τὴν βγάζω κάθε μέρα βόλτα, λὲς καὶ ἤμασταν ζευγάρι. Ὅμως δὲν τὴν χώνευα
κατὰ βάθος.
Κάποιος ἄλλος εἶχε προφτάσει.
Πήγαμε
στὸ Κεφαλάρι καὶ τὴν ἔπιασε νευρικὴ κρίση. Κι ἐγὼ γινόμουν νευρασθενικός.
Πήγαμε καὶ στὸ ὑπαίθριο σινεμὰ ἀλλὰ κι ἐκεῖ τὴν ἔπιασε κρίση ξανὰ
καὶ κουνοῦσε τὴν μπροστινὴ καρέκλα. Χάσαμε καὶ τὰ librium φεύγοντας.
Πρὶν
φύγει γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη τὰ ψάλαμε λιγάκι στὴν πλατεία Κάνιγγος. Τὸ
μάτι τοῦ φιλέλληνα μᾶς κοίταζε ἀδιάφορα καθὼς βριζόμασταν. Ἔτρεμε
τὸ μελαχρινὸ κορμὶ χωρὶς τὸ φάρμακό του. Ἔγινε καβγάς. Ἡ ρῆξις ἔγινε
τελεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου