Του Μάριου Χάκκα
ΓΚΟΡΠΙΣΜΟΣ κι ἐλαφρὰ νευρασθένεια.
Σκουντουφλῶ στὸ παρκόμετρο καὶ βρίζω τὸν ὅποιο διαβάτη, «βλακόμουτρο»,
αὐτὸν ποὺ γελάει, «βλακόμετρο», χαχανίζει ἀπὸ πάνω, «παρκόμουτρο»,
τάχα εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐλέγχει τὰ πάρκινγκ, μπά, δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ
δουλειά του, μᾶλλον εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπανίζει στὰ πάρκα, γι' αὐτὸ
καὶ γὼ τὸν φωνάζω παρκόμουτρο. Ἔ, κάπως βολεύτηκε τώρα, ἄλλα πέφτω
πάνω σ' ἄλλο παρκόμετρο, κάθε πέντε μέτρα κι ἀπὸ ἕνα, ἕνα πάρκο παρκόμουτρα
κι ἄλλα τόσα βλακόμουτρα γύρω μου, ποὺ ἐλέγχουν τὴν κατάστασή μου,
μοῦ μετρᾶνε τὴν πίεση, κατεβαίνει ἡ βελόνη, προχωρεῖ στὸ μηδὲν καὶ
μοῦ ἔχουν ἀγκιστρωμένα τὰ χέρια καὶ δὲ μπορῶ νὰ ρίξω κέρμα παράτασης.
Θέλω νὰ μείνω, νὰ μείνω, νὰ μείνω, ρίχνοντας ἀδιάκοπα κέρμα, ἔτσι
ποὺ νὰ φτάσω στὸ τέρμα συμπληρώνοντας τὸ μέσο ποσοστὸ τῆς ζωῆς. «Ἕρμα»,
φωνάζω, σαβούρα, τὸ βάρος τῆς γῆς, καὶ σαβουρώνω ὅ,τι βρίσκω μπροστά
μου, γεμίζω τὶς τσέπες μου μ' ἄδειες μποτίλιες, μετὰ τὶς ἀλλάζω μὲ
μανταλάκια, μιὰ ἀτζέντα, μπρελὸκ μὲ κλειδιά, τσατσάρα, πέτρες ποὺ
βγαίνουν ἀλαφρόπετρες, ὅ,τι μοῦ λαχαίνει, ἀρκεῖ νὰ μείνω στὸ βάρος μου
ὥσπου νὰ πιάσω τὸ μέσο ποσοστὸ ἡλικίας, ἀπ' ὁπουδήποτε μπορῶ νὰ
πιαστῶ, ἔστω ἀπὸ ἕνα κάποιο μαστό, τὸ σχῆμα τῆς γῆς στὸ μισό, ἀνωφελές.
Κι ὁ ἐκνευρισμὸς συνεχίζεται (ποιὸς ἐκνευρισμός; κανονικὴ νευρασθένεια),
κι ἀγκαλιάζω ξανὰ καὶ ξανὰ μιὰ γυναίκα, κι ἀπὸ κεῖ προκύπτει μιὰ ἄλλη,
κι ἀπ' τὴν ἄλλη μιὰ ἄλλη, ὅπως ἕνας ποιητὴς προκύπτει ἀπὸ κάποιον ἄλλον,
ὁ Ἐγγονόπουλος ἀπὸ τὸν Ἐμπειρίκο κι ὁ Γκόρπας ἀπὸ τὸν Γκόρπα. Εἶναι βέβαια κι οἱ χειρουργικοὶ καθρέφτες ποὺ ἐπιτείνουν αὐτὴ τὴν κατάσταση, ποὺ πληθαίνουν ὄχι μόνο τὸ φῶς ἀλλὰ καὶ τὰ εἴδωλα καὶ κάνουν τὴν ἀγκαλιά μου τεράστια. Ἀπὸ κεῖ καὶ ἡ ἔπαρσή μου ποὺ τόσο σοκάρει τοὺς ἄλλους, ὅταν λέω πὼς κανένας δὲν εἶδε ὅπως ἐγὼ τὸ φεγγάρι, κι οὔτε ἐκεῖνον τὸ χειμωνιάτικο δρόμο μὲ τοὺς γλόμπους νὰ φρίττουν.
ὁ Ἐγγονόπουλος ἀπὸ τὸν Ἐμπειρίκο κι ὁ Γκόρπας ἀπὸ τὸν Γκόρπα. Εἶναι βέβαια κι οἱ χειρουργικοὶ καθρέφτες ποὺ ἐπιτείνουν αὐτὴ τὴν κατάσταση, ποὺ πληθαίνουν ὄχι μόνο τὸ φῶς ἀλλὰ καὶ τὰ εἴδωλα καὶ κάνουν τὴν ἀγκαλιά μου τεράστια. Ἀπὸ κεῖ καὶ ἡ ἔπαρσή μου ποὺ τόσο σοκάρει τοὺς ἄλλους, ὅταν λέω πὼς κανένας δὲν εἶδε ὅπως ἐγὼ τὸ φεγγάρι, κι οὔτε ἐκεῖνον τὸ χειμωνιάτικο δρόμο μὲ τοὺς γλόμπους νὰ φρίττουν.
Γιατὶ ἂν τὴ ροὴ αἵματος τὴ μετροῦν ἀπ' τ' αὐτί μου, ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους, ὅμως τὴ ροὴ σπέρματος τὴν καταγράφουν ἀπό τὴν ἁφή μου.
Γι' αὐτὸ ρίχνομαι τόσο συχνὰ πάνω σὲ γυναῖκες ἀνέτοιμες (Μά, ποῦ πάει
τὸ χέρι σας; Μιὰ χειραψία ἀθώα, κι ἐσεῖς τὸ φτάσατε ὣς τὴ μασχάλη),
μοῦ ἀρνοῦνται ὅλες γιατί παρουσιάζομαι ἔτσι ἀβάσταχτος.
Βιάζομαι, αὐτὸ εἶναι ὅλο. Μὰ δὲ γίνεται ἀλλιῶς, ὅσο θυμᾶμαι τὸν Φατεμὶ
ποὺ τὸν κάνανε φέτες, (Ἐκείνον τὸν ἄλλοτε ὑπουργὸ τῆς Περσίας), νέον
ἄνθρωπο, κι ὁ ἀνηψιός του νὰ εἰσπράττει τὰ λύτρα, λέω πὼς δὲν ὑπάρχει
χῶρος γιὰ μένα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο κι ὅπου νάναι θὰ πρέπει νὰ φεύγω κι ἂς
μὴν πιάσω ἐπιτέλους τὸ μέσο ποσοστὸ τῆς ζωῆς. Ὅ,τι εἶναι ἀκόμα νὰ ζήσω,
νὰ ζήσω γρήγορα καὶ στὰ πεταχτὰ κι ἀπὲ νὰ τοῦ δίνω λέγοντας ἀλὰ Σκαρίμπα
«ἔκανα πρὸς τὰ δῶ γιὰ ἕνα πράμα», ἂν δὲ γίνηκε νὰ τὸ βρῶ μέχρι σήμερα,
τί περιμένω; Νὰ μείνω ἕνα κουβαράκι ποὺ θὰ μὲ σηκώνουν οἱ δικοί μου
στὰ χέρια;
«Κοντεύεις;», ταχτικὰ μὲ ρωτᾶνε. «Ἔ, ὅπου νάναι», τοὺς λέω. «Δηλαδή,
δηλαδή;» «Νά, περίπου», χρησιμοποιῶ ἀοριστίας σημαντικὰ κι ἀμέσως
θυμᾶμαι τὰ νεκροταφεία αὐτοκινήτων, ἄχρηστα σίδερα, βουλιαγμένες
λαμαρίνες, ξεκοιλιασμένες ταπετσαρίες καὶ λάστιχα σάπια. Ποῦ τὸ
κάλλος καὶ ποῦ ἢ λαμπράδα; Ποῦ οἱ γκόμενες ποὺ ξάπλωναν μέσα γιὰ τσάρκα;
Ποῦ ἡ ἄσφαλτος ποὺ ἔτρεχε κάτω τους μ' ἑκατὸν πενήντα χιλιόμετρα; Ἐρημιὰ
κι ἀκινησία.
«Ἀνάσκελα. Ἀκίνητος.» Εἶναι καιρὸς τώρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι μὲ βάζουν
κάτω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ κοβαλτίου, δοκιμάζουν τὸ πεδίο βολῆς, σημαδεύουν
μὲ τὸ μαρκαδόρο, κατεβάζουν αὐτὸ τὸ τετράγωνο μάτι ποὺ ἐκπέμπει ἀόρατες
κάμες, ὕπουλα χώνονται σὲ σάπια κρέατα, κάθε μέρα μὲ ξεκοιλιάζουν,
μὲ θέλουν ἀκίνητο, γιὰ πάντα ἀκίνητο, ἀνάσκελα κι ἀκίνητο.
Γκόρπα, Γκόρπα, (Ποιὸς εἶναι; Νὰ πὰ νὰ τὸν μάθετε.) μόνο ἐμεῖς ψιλιαστήκαμε,
μόνο ἐμεῖς πήραμε τόσο σοβαρὰ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση, γι' αὐτὸ κι ὅλα
τριγύρω πολτός, φρενολογικὲς κλινικές, ἀπὸ δῶ προκύπτουν τ' ἀναρχούμενα
κείμενα, τὰ γραφτά μας χωρὶς κῶλο οὔτε μύτη. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς κοινωνικὸ
ψευδὸς εἴτε γιατὶ ἤρθαμε πολὺ νωρίς, εἴτε πολὺ ἀργά, δὲν ὑπάρχει
συγγραφικὸ ψεῦδος γιατὶ διαλυθήκαμε μαζὶ μὲ τὰ πράγματα καὶ ποῦ νὰ
κάθεσαι τώρα νὰ συνθέτεις;
Τὸ ξέρω πιά, δὲ θὰ πιάσω τὸ μέσο ποσοστὸ τῆς ζωῆς. Πολὺ ποὺ μὲ νοιάζει!
Ἄλλωστε, ἴσως νὰ μὴν εἶναι καὶ ἄδικο. Ἄλλοι συνομήλικοί μου φύγαν
νωρίτερα. Ἐγὼ σὲ σχέση μ' αὐτοὺς ὀφελήθηκα, κάπνισα κάνα - δυὸ ἑκατοντάδες
χιλιάδες τσιγάρα, ἅπλωσα τὰ μαλλιά μου στὴ νύχτα, τὸ σῶμα μου στὴν ἀκροθαλασσιά.
Ὅμως ὁ Κυλάκος πέρασε γιὰ πάντα στὴ νύχτα σπάζοντας τὴ ραχοκοκαλιά
του μὲ μιὰ βουτιὰ στὰ δεκαοχτώ του, ὅ,τι εἴχαμε τελειώσει τὸ γυμνάσιο,
κι ἀπὸ τότε πέρασαν εἴκοσι χρόνια, ἔκανα χιλιάδες βουτιὲς καὶ δὲν
τὸν θυμήθηκα οὔτε μιὰ φορά.
Κι ἔπειτα, εἶναι κι αὐτὴ ἡ ματαιοδοξία ποὺ συμπεριφέρομαι γκορπικά,
μιὰ τελευταῖα προσπάθεια νὰ ὑπάρξω κατόπι μὲ τ' ἀναιμικά μου γραφτά.
Μήπως ὑπῆρξα καὶ πρὶν νὰ θέλω νὰ ὑπάρξω μετά; Κι ἂν θὰ ὑπάρξω, εἶμαι
τώρα πιὰ βέβαιος, δὲ θὰ ὀφείλεται στὰ γραφτά μου, ἀλλὰ στὶς πράξεις
μου, στὰ κορίτσια ποὺ χάιδεψα, στοὺς φίλους ποὺ φίλεψα παρηγοριὰ κι ἐγκαρτέρηση,
γιὰ ὅσο καιρὸ φυσικὰ θὰ ὑπάρχουν κι αὐτοί.
Κι ὅταν θὰ βρίσκονται μαζεμένοι παρέα οἱ φίλοι, θὰ μοῦ βγάζουν κι ἐμένα
ποτήρι, κι ὅπως κάποιος θὰ ρίχνει μιὰ βόλτα στὸ σημεῖο ποὺ ἡ πλάκα θὰ
λέει:
«Τὸ
κλαῖμε ὅλοι μας μαζὶ
τὸ πιὸ
λεβέντικο καλὸ παιδί»
ἕνας ἄλλος θὰ φωνάζει τὸ
γνωστὸ «καλὰ στέφανα», κι αὐτὸ ἂς εἶναι γιὰ μένα ἕνα εἶδος μνημόσυνο,
ὄχι βέβαια φιλολογικό, μᾶλλον μιὰ ζωντανὴ παρουσία ποὺ λένε, μιὰ
δικαίωση πὼς κάνοντας πρὸς τὰ δῶ «γιὰ κεῖνο τὸ πράμα», μπορεῖ νὰ μὴν τὸ
βρῆκα, ἀλλὰ πάντως κάτι ἄφησα πίσω μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου