Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Γκορ­πι­σμός

Του Μάριου Χάκκα

ΓΚΟΡΠΙΣΜΟΣ κι ἐ­λα­φρὰ νευ­ρα­σθέ­νεια. Σκουν­του­φλῶ στὸ παρ­κό­με­τρο καὶ βρί­ζω τὸν ὅ­ποι­ο δι­α­βά­τη, «βλα­κόμου­τρο», αὐ­τὸν ποὺ γε­λά­ει, «βλα­κό­με­τρο», χα­χα­νί­ζει ἀ­πὸ πά­νω, «παρ­κό­μου­τρο», τά­χα εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἐ­λέγ­χει τὰ πάρ­κινγκ, μπά, δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ δου­λειά του, μᾶλ­λον εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ μπα­νί­ζει στὰ πάρ­κα, γι' αὐ­τὸ καὶ γὼ τὸν φω­νά­ζω παρ­κό­μου­τρο. Ἔ, κά­πως βο­λεύ­τη­κε τώ­ρα, ἄλ­λα πέ­φτω πά­νω σ' ἄλ­λο παρ­κό­με­τρο, κά­θε πέν­τε μέ­τρα κι ἀ­πὸ ἕ­να, ἕ­να πάρ­κο παρ­κό­μου­τρα κι ἄλ­λα τό­σα βλα­κό­μου­τρα γύ­ρω μου, ποὺ ἐ­λέγ­χουν τὴν κα­τά­στα­σή μου, μοῦ με­τρᾶ­νε τὴν πί­ε­ση, κα­τε­βαί­νει ἡ βε­λό­νη, προ­χω­ρεῖ στὸ μη­δὲν καὶ μοῦ ἔ­χουν ἀγ­κι­στρω­μέ­να τὰ χέ­ρια καὶ δὲ μπο­ρῶ νὰ ρί­ξω κέρ­μα πα­ρά­τα­σης. Θέ­λω νὰ μεί­νω, νὰ μεί­νω, νὰ μεί­νω, ρί­χνον­τας ἀ­δι­ά­κο­πα κέρ­μα, ἔ­τσι ποὺ νὰ φτά­σω στὸ τέρ­μα συμ­πλη­ρώ­νον­τας τὸ μέ­σο πο­σο­στὸ τῆς ζω­ῆς. «Ἕρ­μα», φω­νά­ζω, σα­βού­ρα, τὸ βά­ρος τῆς γῆς, καὶ σα­βου­ρώ­νω ὅ,τι βρί­σκω μπρο­στά μου, γε­μί­ζω τὶς τσέ­πες μου μ' ἄ­δει­ες μπο­τί­λι­ες, με­τὰ τὶς ἀλ­λά­ζω μὲ μαν­τα­λά­κια, μιὰ ἀτ­ζέν­τα, μπρε­λὸκ μὲ κλει­διά, τσα­τσά­ρα, πέ­τρες ποὺ βγαί­νουν ἀλα­φρό­πε­τρες, ὅ,τι μοῦ λα­χαί­νει, ἀρ­κεῖ νὰ μεί­νω στὸ βά­ρος μου ὥ­σπου νὰ πιά­σω τὸ μέ­σο πο­σο­στὸ ἡ­λι­κί­ας, ἀ­π' ὁ­που­δή­πο­τε μπο­ρῶ νὰ πια­στῶ, ἔ­στω ἀ­πὸ ἕ­να κά­ποι­ο μα­στό, τὸ σχῆ­μα τῆς γῆς στὸ μι­σό, ἀ­νω­φε­λές.
            Κι ὁ ἐ­κνευ­ρι­σμὸς συ­νε­χί­ζε­ται (ποι­ὸς ἐ­κνευ­ρι­σμός; κα­νο­νι­κὴ νευ­ρα­σθέ­νεια), κι ἀγ­κα­λιά­ζω ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ μιὰ γυ­ναί­κα, κι ἀ­πὸ κεῖ προ­κύ­πτει μιὰ ἄλ­λη, κι ἀ­π' τὴν ἄλ­λη μιὰ ἄλ­λη, ὅ­πως ἕ­νας ποι­η­τὴς προ­κύ­πτει ἀ­πὸ κά­ποι­ον ἄλ­λον,
ὁ Ἐγ­γο­νό­που­λος ἀ­πὸ τὸν Ἐμ­πει­ρί­κο κι ὁ Γκόρ­πας ἀ­πὸ τὸν Γκόρ­πα. Εἶ­ναι βέ­βαι­α κι οἱ χει­ρουρ­γι­κοὶ κα­θρέ­φτες ποὺ ἐ­πι­τεί­νουν αὐ­τὴ τὴν κα­τά­στα­ση, ποὺ πλη­θαί­νουν ὄ­χι μό­νο τὸ φῶς ἀλ­λὰ καὶ τὰ εἴ­δω­λα καὶ κά­νουν τὴν ἀγ­κα­λιά μου τε­ρά­στια. Ἀ­πὸ κεῖ καὶ ἡ ἔ­παρ­σή μου ποὺ τό­σο σο­κά­ρει τοὺς ἄλ­λους, ὅ­ταν λέ­ω πὼς κα­νέ­νας δὲν εἶ­δε ὅ­πως ἐ­γὼ τὸ φεγ­γά­ρι, κι οὔ­τε ἐ­κεῖ­νον τὸ χει­μω­νι­ά­τι­κο δρό­μο μὲ τοὺς γλόμ­πους νὰ φρίτ­τουν.

            Για­τὶ ἂν τὴ ρο­ὴ αἵ­μα­τος τὴ με­τροῦν ἀ­π' τ' αὐ­τί μου, ὅ­πως καὶ στοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ὅ­μως τὴ ρο­ὴ σπέρ­μα­τος τὴν κα­τα­γρά­φουν ἀ­πό τὴν ἁ­φή μου. Γι' αὐ­τὸ ρί­χνο­μαι τό­σο συ­χνὰ πά­νω σὲ γυ­ναῖ­κες ἀ­νέ­τοι­μες (Μά, ποῦ πά­ει τὸ χέ­ρι σας; Μιὰ χει­ρα­ψί­α ἀ­θώ­α, κι ἐ­σεῖς τὸ φτά­σα­τε ὣς τὴ μα­σχά­λη), μοῦ ἀρ­νοῦν­ται ὅ­λες για­τί πα­ρου­σι­ά­ζο­μαι ἔ­τσι ἀ­βά­στα­χτος.
            Βι­ά­ζο­μαι, αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅ­λο. Μὰ δὲ γί­νε­ται ἀλ­λι­ῶς, ὅ­σο θυ­μᾶ­μαι τὸν Φα­τε­μὶ ποὺ τὸν κά­να­νε φέ­τες, (Ἐ­κεί­νον τὸν ἄλ­λο­τε ὑ­πουρ­γὸ τῆς Περ­σί­ας), νέ­ον ἄν­θρω­πο, κι ὁ ἀ­νη­ψιός του νὰ εἰ­σπράτ­τει τὰ λύ­τρα, λέ­ω πὼς δὲν ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος γιὰ μέ­να σὲ τοῦ­τον τὸν κό­σμο κι ὅ­που νά­ναι θὰ πρέ­πει νὰ φεύ­γω κι ἂς μὴν πιά­σω ἐ­πι­τέ­λους τὸ μέ­σο πο­σο­στὸ τῆς ζω­ῆς. Ὅ,τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα νὰ ζή­σω, νὰ ζή­σω γρή­γο­ρα καὶ στὰ πε­τα­χτὰ κι ἀ­πὲ νὰ τοῦ δί­νω λέ­γον­τας ἀ­λὰ Σκα­ρίμ­πα «ἔ­κα­να πρὸς τὰ δῶ γιὰ ἕ­να πρά­μα», ἂν δὲ γί­νη­κε νὰ τὸ βρῶ μέ­χρι σή­με­ρα, τί πε­ρι­μέ­νω; Νὰ μεί­νω ἕ­να κου­βα­ρά­κι ποὺ θὰ μὲ ση­κώ­νουν οἱ δι­κοί μου στὰ χέ­ρια;
            «Κον­τεύ­εις;», τα­χτι­κὰ μὲ ρω­τᾶ­νε. «Ἔ, ὅ­που νά­ναι», τοὺς λέ­ω. «Δη­λα­δή, δη­λα­δή;» «Νά, πε­ρί­που», χρη­σι­μο­ποι­ῶ ἀ­ο­ρι­στί­ας ση­μαν­τι­κὰ κι ἀ­μέ­σως θυ­μᾶ­μαι τὰ νε­κρο­τα­φεί­α αὐ­το­κι­νή­των, ἄ­χρη­στα σί­δε­ρα, βου­λι­αγ­μέ­νες λα­μα­ρί­νες, ξε­κοι­λι­α­σμέ­νες τα­πε­τσα­ρί­ες καὶ λά­στι­χα σά­πια. Ποῦ τὸ κάλ­λος καὶ ποῦ ἢ λαμ­πρά­δα; Ποῦ οἱ γκό­με­νες ποὺ ξά­πλω­ναν μέ­σα γιὰ τσάρ­κα; Ποῦ ἡ ἄ­σφαλ­τος ποὺ ἔ­τρε­χε κά­τω τους μ' ἑ­κα­τὸν πε­νήν­τα χι­λι­ό­με­τρα; Ἐ­ρη­μιὰ κι ἀ­κι­νη­σί­α.
            «Ἀ­νά­σκε­λα. Ἀ­κί­νη­τος.» Εἶ­ναι και­ρὸς τώ­ρα ποὺ οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ βά­ζουν κά­τω ἀ­πὸ τὴν κε­φα­λὴ τοῦ κο­βαλ­τί­ου, δο­κι­μά­ζουν τὸ πε­δί­ο βο­λῆς, ση­μα­δεύ­ουν μὲ τὸ μαρ­κα­δό­ρο, κα­τε­βά­ζουν αὐ­τὸ τὸ τε­τρά­γω­νο μά­τι ποὺ ἐκ­πέμ­πει ἀ­ό­ρα­τες κά­μες, ὕ­που­λα χώ­νον­ται σὲ σά­πια κρέ­α­τα, κά­θε μέ­ρα μὲ ξε­κοι­λιά­ζουν, μὲ θέ­λουν ἀ­κί­νη­το, γιὰ πάν­τα ἀ­κί­νη­το, ἀ­νά­σκε­λα κι ἀ­κί­νη­το.
            Γκόρ­πα, Γκόρ­πα, (Ποι­ὸς εἶ­ναι; Νὰ πὰ νὰ τὸν μά­θε­τε.) μό­νο ἐ­μεῖς ψι­λι­α­στή­κα­με, μό­νο ἐ­μεῖς πή­ρα­με τό­σο σο­βα­ρὰ αὐ­τὴ τὴν ὑ­πό­θε­ση, γι' αὐ­τὸ κι ὅ­λα τρι­γύ­ρω πολ­τός, φρε­νο­λο­γι­κὲς κλι­νι­κές, ἀ­πὸ δῶ προ­κύ­πτουν τ' ἀ­ναρ­χού­με­να κεί­με­να, τὰ γρα­φτά μας χω­ρὶς κῶ­λο οὔ­τε μύ­τη. Δὲν ὑ­πάρ­χει γιὰ μᾶς κοι­νω­νι­κὸ ψευ­δὸς εἴ­τε για­τὶ ἤρ­θα­με πο­λὺ νω­ρίς, εἴ­τε πο­λὺ ἀρ­γά, δὲν ὑ­πάρ­χει συγ­γρα­φι­κὸ ψεῦ­δος για­τὶ δι­α­λυ­θή­κα­με μα­ζὶ μὲ τὰ πράγ­μα­τα καὶ ποῦ νὰ κά­θε­σαι τώ­ρα νὰ συν­θέ­τεις;
            Τὸ ξέ­ρω πιά, δὲ θὰ πιά­σω τὸ μέ­σο πο­σο­στὸ τῆς ζω­ῆς. Πο­λὺ ποὺ μὲ νοιά­ζει! Ἄλ­λω­στε, ἴ­σως νὰ μὴν εἶ­ναι καὶ ἄ­δι­κο. Ἄλ­λοι συ­νο­μή­λι­κοί μου φύ­γαν νω­ρί­τε­ρα. Ἐ­γὼ σὲ σχέ­ση μ' αὐ­τοὺς ὀ­φε­λή­θη­κα, κά­πνι­σα κά­να - δυ­ὸ ἑ­κα­τον­τά­δες χι­λιά­δες τσι­γά­ρα, ἅ­πλω­σα τὰ μαλ­λιά μου στὴ νύ­χτα, τὸ σῶ­μα μου στὴν ἀ­κρο­θα­λασ­σιά. Ὅ­μως ὁ Κυ­λά­κος πέ­ρα­σε γιὰ πάν­τα στὴ νύ­χτα σπά­ζον­τας τὴ ρα­χο­κο­κα­λιά του μὲ μιὰ βου­τιὰ στὰ δε­κα­ο­χτώ του, ὅ,τι εἴ­χα­με τε­λει­ώ­σει τὸ γυ­μνά­σιο, κι ἀ­πὸ τό­τε πέ­ρα­σαν εἴ­κο­σι χρό­νια, ἔ­κα­να χι­λιά­δες βου­τι­ὲς καὶ δὲν τὸν θυ­μή­θη­κα οὔ­τε μιὰ φο­ρά.
            Κι ἔ­πει­τα, εἶ­ναι κι αὐ­τὴ ἡ μα­ται­ο­δο­ξί­α ποὺ συμ­πε­ρι­φέ­ρο­μαι γκορ­πι­κά, μιὰ τε­λευ­ταῖ­α προ­σπά­θεια νὰ ὑ­πάρ­ξω κα­τό­πι μὲ τ' ἀ­ναι­μι­κά μου γρα­φτά. Μή­πως ὑ­πῆρ­ξα καὶ πρὶν νὰ θέ­λω νὰ ὑ­πάρ­ξω με­τά; Κι ἂν θὰ ὑ­πάρ­ξω, εἶ­μαι τώ­ρα πιὰ βέ­βαι­ος, δὲ θὰ ὀ­φεί­λε­ται στὰ γρα­φτά μου, ἀλ­λὰ στὶς πρά­ξεις μου, στὰ κο­ρί­τσια ποὺ χά­ι­δε­ψα, στοὺς φί­λους ποὺ φί­λε­ψα πα­ρη­γο­ριὰ κι ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση, γιὰ ὅ­σο και­ρὸ φυ­σι­κὰ θὰ ὑ­πάρ­χουν κι αὐ­τοί.
            Κι ὅ­ταν θὰ βρί­σκον­ται μα­ζε­μέ­νοι πα­ρέ­α οἱ φί­λοι, θὰ μοῦ βγά­ζουν κι ἐ­μέ­να πο­τή­ρι, κι ὅ­πως κά­ποι­ος θὰ ρί­χνει μιὰ βόλ­τα στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ ἡ πλά­κα θὰ λέ­ει:
«Τὸ κλαῖ­με ὅ­λοι μας μα­ζὶ
τὸ πιὸ λε­βέν­τι­κο κα­λὸ παι­δί»
ἕ­νας ἄλ­λος θὰ φω­νά­ζει τὸ γνω­στὸ «κα­λὰ στέ­φα­να», κι αὐ­τὸ ἂς εἶ­ναι γιὰ μέ­να ἕ­να εἶ­δος μνη­μό­συ­νο, ὄ­χι βέ­βαι­α φι­λο­λο­γι­κό, μᾶλ­λον μιὰ ζων­τα­νὴ πα­ρου­σί­α ποὺ λέ­νε, μιὰ δι­καί­ω­ση πὼς κά­νον­τας πρὸς τὰ δῶ «γιὰ κεῖ­νο τὸ πρά­μα», μπο­ρεῖ νὰ μὴν τὸ βρῆ­κα, ἀλ­λὰ πάν­τως κά­τι ἄ­φη­σα πί­σω μου.

Πη­γή: Ὁ μπιν­τὲς καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες (ἐκδ. Κέδρος, 1972)

Μά­ριος Χάκ­κας (Μα­κρα­κώ­μη Φθι­ώ­τι­δας 1931-Ἀ­θὴ­να 1972). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας. Βι­βλί­α του:  Ὄ­μορ­φο κα­λο­καί­ρι (1965, ποί­η­ση), Ὁ τυ­φε­κι­ο­φό­ρος τοῦ ἐ­χθροῦ (1966, δι­η­γή­μα­τα) κ.ἄ., τώ­ρα συγ­κεν­τρω­μέ­να στὰ Ἅ­παν­τά του (Κέ­δρος, Ἀ­θή­να, 1986).

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου