Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Πόσο κοντά πόσο μακριά ο ουρανός

της Ειρήνης Πούλου 

Πόσο κοντά πόσο μακριά ο ουρανός
Στρογγυλοκάθεται στις ταράτσες ανάβει τσιγάρο στα μπαλκόνια
πίσω από σιδερόφραχτες πόρτες και τζάμια που τρίζουν απ’ το αλάτι
ποιος προσέχει τη λεπτομέρεια
 οι αποχρώσεις της καθημερινότητας μας διαφεύγουν
τέτοια εποχή η θάλασσα μας πνίγει δεν έχουμε καιρό για άλλο γαλάζιο
 μας αρκεί που βυθιζόμαστε σε αυτούς τους στενούς δρόμους
με τα κάστρα γύρω μας να μας κυκλώνουν
  τι κι αν ορμάει ο ουρανός στο κόκκινο πανί των οριζόντων δεν έχουμε καιρό για τέτοια παραμύθια.
Τι κι αν ελεύθερη αφήνει μια ακτίνα να τρυπάει το κενό  σαν τοξοβόλος αν ρίχνει ευθεία στην καρδιά εμείς θα ζητάμε κι άλλο.
Τέτοιο θάνατο ας είχαμε όλοι
Είναι που η ελπίδα δεν μας εξαντλεί γι’ αυτό και όταν το τέρας βγαίνει και τρίβει τα σαγόνια του στο βράχο εμείς κοιτάμε το απολίθωμα που αφήνει μέσα σε κεχριμπάρι μια σκιά από χρυσή φτερούγα σκουληκιού.
Είναι εκείνη η φωνή που σαν υποβολέας ψιθυρίζει κάτω από τις άυπνες νύχτες
Όρμα λοιπόν τι περιμένεις;  Όλα στη θεωρία τα έμαθες. Στην πράξη;
Ο ήχος του χρήματος. Γκλίν γκλον απλώς επιτήδειος χειρισμός.
Ο έμπορος υφασμάτων στα νιάτα του πλανόδιος πραματευτής χτυπούσε πόρτα – πόρτα.
Γκλίν- γκλόν ο ήχος του χρήματος  Κανείς δεν θα μάθει αν αυτά ήταν η αιτία της διαστροφής του ή μήπως το αντίθετο;
Γκλιν – γκλον ο ήχος του χρήματος κάποτε τον βάλανε φυλακή γιατί αποπλάνησε ανήλικα αγόρια.
Μετά από ένα μήνα εξαγόρασε την ποινή του 
Η ανταλλαγή είναι νόμος 
Γκλιν – γκλον  ο ήχος του χρήματος
Στην πράξη;
Πόσο κοντά πόσο μακριά ο ουρανός
Σκληρός σαν τσόφλι καρυδιού και εμείς
 η ψίχα τόσο ευαίσθητοι και τρυφεροί
κρύβεται μέσα μας μα εμείς πώς να κρυφτούμε από εκείνον
το βουλιαγμένο είδωλο κοιτάζει και κοιτάζεται
τα φύκια τώρα το βασίλειό του
κούφιες οι λέξεις τις παρασύρει ο καιρός
φελλοί σπασμένων μπουκαλιών
ασπόνδυλος ο ήχος επιπλέει σε  ομίχλη και
η μέρα συνωστίζεται βαριά σε αρχαία ιερά και τείχη
Αναπνέει;
 Ποιανού την ανάσα πυρπολεί ο στρατηγός πάνω σε ξύλινη εξέδρα;
 Τρομοκρατεί  στήνει    φαντάσματα  μέσα σε γυάλινα κουβούκλια που
  εξεγερμένα  ζητούν  επιχορήγηση 
ανάσταση  νεκρών εδώ και τώρα
πόσο κοστίζει μια περιφορά οστών μέσα στην πόλη ;
η ευλογία που έρχεται απ’ τον Άδη πόσο;
 μέσα σε τόσο ένδοξο παρελθόν     ποιος το περίμενε
 τι τρόμο ακόμα προκαλεί ένα μικρό ανθάκι που βγαίνει μόνο αυτό μέσα απ’ τις πέτρες
τι χαλασμό ένα μοναχό τριζόνι που  ξέφυγε δραπέτης
 και αυτός ο έρωτας πώς γλίτωσε και ακουμπάει ασφαλής πάνω στην άμμο ;
Αιώνια πίστη ορκίζονται οι εραστές  και αιώνιο μοιάζει το ελάχιστο
 καθώς το λιόδεντρο τα άνθη χάνει και δένει τους καρπούς
αιώνια και αυτή η ζέστη που αδέσποτη για λίγο το στήθος μας σκεπάζει
 και γέρνουμε τα χέρια από ντροπή λες και έγινε για μια στιγμή ο εραστής
και κάνει να γεννοβολούν τα δάχτυλα κλωνάρια άγουρα βλαστάρια μέσα στη γη.
Μη βλέπετε τόσα πουλιά χιλιάδες πουλιά πλήθος χελιδόνια άστεγα κοτσύφια
 που φτιάχνουν  φωλιές στις εσοχές των παραθύρων
 που κάποτε όλοι μας θέλουμε να μοιάσουμε σε αυτά μόνο
κοιτάξτε αυτό  το έντομο  που πιάστηκε σε μια στιγμή ανεμελιάς σε ιστό αράχνης
 υπήρξε κάποτε στα αλήθεια μέσα σε κήπους βουτούσε και άρπαζε τη ζωή
τι ανάγκη είχε αυτό να φανταστεί το μέλλον
τι κι’ αν τώρα ταλαντεύεται  μετέωρο σαν σάπιο εκκρεμές μετρά το τέλος
κάποτε υπήρξε για αιώνες έτσι αυτό λογάριαζε τις ώρες μήπως αυτό δεν ήταν αρκετό;
Και εμείς για πόσο ακόμα θα αντέχουμε να εξαγοράζουμε το μετά
και να θάβουμε το παρόν
Ο Παράδεισος εικονικός
Γλυκιά η ζωή σαν κάκτος μας πληγώνει
μέσα μας μια όαση   επιπλέει
Κάτω από τούτο το βασίλειο του κανενός
Στρατηγός και στρατιώτης υποβολέας της δικής μου ζωής
Είμαι η οχιά που σέρνεται η σαύρα η γάτα που γουργουρίζει
 η καβρομαμούνα που σκάβει το χώμα το σκαθάρι που φυλάει τα παιδιά του
μέσα σε μια μπάλα από σκατά.



3 Απριλίου 2014

Ειρήνη Πούλου  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου