|
|
ΕΝΑ-ΔΥΟ-ΤΡΙΑ-ΤΕΣΣΕΡΑ, τὰ διαχωριστικὰ στὰ πλακάκια τῶν πεζοδρομίων σὲ βοηθοῦν νὰ σκέφτεσαι ὅσο προχωρᾶς, ἢ τὸ ἀντίθετο. Κάποτε τὰ ἐξογκώματα τῶν σπασμένων κράσπεδων σὲ κάνουν νὰ χάσεις τὸ μέτρημα ἢ ἀκόμα χειρότερα τὸν ρυθμό, κάποτε ἕνα φύλλο ριγμένο, πατικωμένο χιλιάδες φορὲς ἀπὸ χιλιάδες περαστικὲς σόλες σὲ λυπεῖ ἔτσι ἄρρωστο, βρώμικο ὅπως δείχνει, κάποτε ἐπιλέγεις τὶς εὐθεῖες ρίγες τῶν τυφλῶν νὰ σὲ ὁδηγήσουν, μὲ τὶς κίτρινες ξεφτισμένες φουσκάλες νὰ σὲ προειδοποιοῦν κάθε τόσο πὼς πρέπει νὰ διαβεῖς τὸ δρόμο μόνος, κάποτε ἁπλὰ προχωρᾶς μετρώντας ἀτάραχος, μέχρι τὸ ἑπόμενο ἐμπόδιο ποὺ θὰ συναντήσεις. Καμιὰ φορά, δειλά, κοιτᾶς πρὸς τὶς σκοτεινὲς τζαμαρίες τῶν καταστημάτων καὶ τὸ μάτι σου συλλαμβάνει μιὰ ἀκαθόριστη, φευγαλέα σιλουέτα, εἶναι σκοτεινή.
Καὶ ἐσὺ ταχύνεις τὸ βῆμα, ὅλο καὶ πιὸ πολύ, καὶ πιὸ πολύ, μέχρι ποὺ στὴν ἑπόμενη βιτρίνα καταλαβαίνεις πὼς ἤσουν ἐσὺ μονάχα, κανεὶς δὲν σὲ ἀκολουθοῦσε. Σειρῆνες ἀκούγονται σὰν βυθισμένες. Ὑπολογίζεις στὰ πόσα τετράγωνα μακριὰ οὐρλιάζουν. Δέκα-ἕντεκα; ἀφήνεις τὸ ἕνα μέτρημα γιὰ νὰ πιάσεις τὸ ἄλλο καὶ πρὶν προλάβεις νὰ ὑπολογίσεις αὐτές σὲ πλησιάζουν ἀπειλητικά. Νομίζεις ὅτι ἔρχονται γιὰ ἐσένα, μὰ αὐτὲς ἀπαθέστατα ἀδιάφορες σὲ προσπερνοῦν σὰν νὰ μὴν ὑπάρχεις· σκέφτεσαι πὼς ἂν στεκόσουν στὴ μέση τοῦ δρόμου πολὺ εὔκολα θὰ μποροῦσαν νὰ σὲ πατήσουν ἢ νὰ σὲ προσπεράσουν θεωρώντας σε ἕνα τρελό. Στὰ ἑπόμενα τρία λεπτὰ θὰ περάσει ἡ γραμμὴ 202 γιὰ μιὰ περιοχὴ ποὺ εἴτε δὲν ἐπισκέφτηκες ποτέ, εἴτε ἂν καμιὰ φορὰ βρέθηκες ἐκεῖ ἦταν ἐπειδὴ εἶχες χαθεῖ. Σὲ δύο, ἐνημερώνει τώρα ἡ φωτεινὴ ταμπέλα καὶ ἀπ’ τὴ γειτονικὴ μουριὰ τοῦ πάρκου μιὰ κλάρα φράζει τὴν ὑπόλοιπη ἄγραφη ἠλεκτρονικὴ πινακίδα. Σὲ ἕνα φτάνει τὸ λεωφορεῖο. Κανεὶς δὲν εἶναι στὴ στάση γιὰ νὰ τὸ παραλάβει. Τὸ βλέπω πὼς φεύγει μὲ τὸν κουρασμένο ὁδηγό, ἄδειο, στρίβοντας σὲ μιὰ κατηφόρα. Προχωρᾶς ὡστόσο, ἀποτραβᾶς τὸ βλέμμα καὶ συνεχίζεις. Συλλαμβάνεις κατὰ τόπους μερικὰ σύννεφα ποὺ καλύπτουν ὁρισμένα κομμάτια τοῦ νυχτερινοῦ οὐρανοῦ. Τὸ φεγγάρι ἄφαντο. Δὲν ὑπάρχει οὔτε μιὰ ἀδιάλυτη ἀκτίνα γιὰ νὰ τὸ προδώσει. Καὶ ὅταν τὸ κάνει βλέπεις πὼς δὲν εἶναι οὔτε τὸ μισὸ ἐκεῖ πάνω, ἔχει φαγωθεῖ, μένοντας μόνο μιὰ ἰσχνὴ βλεφαρίδα. Μέχρι ποὺ χάνεται κι αὐτὴ πίσω ἀπὸ ἕνα νέο στρῶμα παγωμένων σύννεφων. Τὴ σκεπάζουν, σκέφτεσαι καὶ συνεχίζεις μ’ ἕνα χαμόγελο. Στὸ δρόμο συναντᾶς δυὸ μικρὰ βραχιόλια μὲ μιὰ γαλάζια περασμένη πέτρα στὸ ἕνα καὶ μιὰ κόκκινη στὸ ἄλλο. Ἔτσι πὼς εἶχαν πέσει στὴν ἄσφαλτο, σὲ ἀπόσταση χιλιοστοῦ ἀπ’ τὸ στενὸ ρεῖθρο, σὰν νὰ ἀγκαλιάζονται, σχηματίζουν μιὰ παρένθεση. Δύο παρενθέσεις μάλιστα. Τέσσερα ἡμικύκλια ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὑφέρποντος φωτὸς τῶν ὁδικῶν λαμπτήρων τὰ μπερδεύεις γιὰ παρενθέσεις, ποὺ ὅμως οὔτε ἀνοίγουν οὔτε κλείνουν ἀπὸ πουθενά, ἁπλὰ βάζεις λίγο τὴ φαντασία σου καὶ τὶς βλέπεις καθαρά. Ἀναρωτιέσαι ἀπὸ πιὰ χέρια μπορεῖ νὰ ἔπεσαν. Ἂν τὰ συνάντησες ποτὲ τυχαῖα στὸ δρόμο κι ἂν φοροῦσαν αὐτὰ τὰ βραχιόλια. Ἴσως ἂν ἔκανες πιὸ γρήγορα, ἂν ὁ φόβος γι’ αὐτὴ τὴ σκιὰ στὶς βιτρίνες προηγουμένως κρατοῦσε λίγο παραπάνω, νὰ τοὺς προλάβαινες νὰ τὰ πετοῦν ἢ νὰ τοὺς πέφτουν. Θὰ ἔτρεχες ἴσως, «συγγνώμη, σᾶς ἔπεσαν αὐτά», θὰ τὰ μάζευες ἀπὸ κάτω καὶ θὰ τὰ ἔδινες πίσω.
Ἕνα-δύο-τρία-τέσσερα, πιάνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ μετρᾶ ξανά. Κάποια
στιγμὴ σταματᾶς νὰ μετρᾶς ὄχι γιατί παρουσιάστηκε κάποιο ἐμπόδιο
πάλι ἢ βρῆκες κάτι τὸ ἀξιοθαύμαστο γιὰ νὰ χαζέψεις, οὔτε γιατί οἱ
κολῶνες ποὺ ἔρχονται καταπάνω σου σὲ παρακάμπτουν, ἀλλὰ γιατί ἐνῶ
συνεχίζεις, τὰ βήματά σου κάποια στιγμὴ σὲ φτάνουν στὸ σπίτι. Στὴ γνωστή
σου ἐξώπορτα ποὺ περιμένει κάθε βράδυ τὸ κατάλληλο κλειδὶ ποὺ κρύβεις
στὴ παλάμη σου γιὰ νὰ ἀνοίξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου