|
|
Η ΦΙΛΗ ΜΟΥ ἡ Ἀγγελικὴ ἦταν μαχητικὴ
καὶ ἐγκεφαλικὴ λεσβία. Εὔκολα μποροῦσα νὰ τὴν φανταστῶ πάνω σ’ ἕνα
ἅρμα στὸ gay pride
μὲ τὴν προτομὴ τῆς Σαπφῶς στὰ χέρια. Τὸ λόγο της τὸν διέκρινε μιὰ ἔντονη
ἀγάπη γιὰ τὶς γυναῖκες, γιὰ τὴν Γυναίκα, μὲ ἕνα γάμα κεφαλαῖο καὶ
καλλιγραφικό. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, διανοητική, αἰσθησιακὴ καὶ ἐκ βαθέων
μὲ συγκινοῦσε ἰδιαίτερα, γιατὶ δὲν τὴν εἶχα συναντήσει ποτὲ σὲ ἄντρα,
μολονότι ἡ ἐρωτική μου ζωὴ ὑπῆρξε ποικίλη καὶ δυνατή. Ἄρχισα μάλιστα
νὰ ἀναρωτιέμαι ἂν οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες δὲν προσπαθοῦσαν νὰ ἐπικοινωνήσουν
ἀπὸ διαφορετικοὺς πλανῆτες, ὄχι ἀπαραίτητα ἀπὸ τὴν Ἀφροδίτη καὶ
τὸν Ἄρη, ὅπως λέει ὁ Τζὸν Γκρέι.
Ὅταν ἕνας ὑψηλὰ ἱστάμενος κύριος ρώτησε τὴν Ἀγγελικὴ τί ἔκανε στὰ
γενέθλιά της, ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε, ὁλονύχτιο ἔρωτα σὲ μιὰ ταράτσα.
Γέλασα βέβαια γιατὶ φαντάστηκα τὴν ἔκφραση τοῦ κυρίου.
Ἡ Ἀγγελικὴ εἶχε φάει ξύλο κι ὄχι μόνο μιὰ φορά. Αὐτὸ βέβαια ἦταν
λιγότερο ἀστεῖο καὶ προτίμησα ν’ ἀφήσω τὴν φαντασία μου ἥσυχη
(διαφορετικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ πάω κι ἐγὼ στὴν παρέλαση μὲ προτομὲς καὶ
πορτραίτα).
Ὅταν ὅμως μοῦ διηγήθηκε πὼς τῆς ἔκανε ἔξωση ἡ σπιτονοικοκυρά της, δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατηθῶ μολονότι εἶδα τὴ σκιὰ στὸ πρόσωπο τῆς Ἀγγελικῆς πού μοῦ εἶπε προστακτικά, μὴ γελᾶς. Πῶς νὰ μὴν γελάσω ὅμως; Πῶς νὰ μὴν ἀφήσω τὴν φαντασία μου νὰ ὀργιάσει; (Ἄλλωστε δὲν ἀνησυχοῦσα γι’ αὐτήν, ἦταν ἀμαζόνα.)
Ὁ μόνος χῶρος ποὺ ἡ Ἀγγελικὴ μπόρεσε νὰ βρεῖ γιὰ τὸ θεατρικὸ ἔργο
ποὺ σκηνοθετοῦσε, Τὰ
Μαῦρα Πρόβατα, ἦταν ἡ ταράτσα τῆς πολυκατοικίας ὅπου ἔμενε.
Ἡ σπιτονοικοκυρά της ἀνέβηκε κατὰ κακὴ τύχη ν’ ἁπλώσει ροῦχα καὶ
βρῆκε τὸν θίασο ἁπλωμένο, ὅλο γυναῖκες, μερικὲς ἡμίγυμνες, ἐπὶ
σκηνῆς (Ἡ Ἀγγελικὴ προσπαθοῦσε νὰ λύσει τὸ πρόβλημα τῆς παρουσίασης
τῆς ἐρωτικῆς πράξης στὸ θέατρο.) Πῶς νὰ μὴν κοκαλώσει ἡ γυναίκα μπροστὰ
στὸ ἀνίερο θέαμα, πὼς νὰ μὴ φανταστεῖ τί Γόμορρα γίνονταν πάνω ἀπὸ
τὴν σκεπή της; Ἐφευρετικὴ ὅμως σὰν τὸν Ὀδυσσέα βρῆκε τὴν λύση: ἔδιωξε
τὴν Ἀγγελικὴ καὶ ἔφερε τὸν παπὰ νὰ κάνει ἁγιασμὸ στὴν ταράτσα,
στοὺς κοινοὺς χώρους, καὶ στὸ διαμέρισμα τῆς λεσβίας. Ὁ χῶρος ἐξαγνίστηκε
καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ θεοῦ κόπασε. Πῶς νὰ μὴ φανταστῶ τὸν καημένο τὸν παπὰ μὲ
τὸν βασιλικὸ στὰ χέρια νὰ ἐξορκίζει τὰ δαιμόνια τὶς ἀμαζόνες;
Ἄσε με νὰ γελάσω, τῆς εἶπα, πρέπει νὰ μάθουμε νὰ γελᾶμε.
Τὸ εἶπε καὶ ὁ Ζαρατούστρα ἂν καὶ δὲν εἶχε τὴν τύχη ν’ ἀνέβει σὲ ταράτσα,
μόνο σὲ βουνό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου