|
|
ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ ΠΑΛΙ παρομοίως θὰ πράξω» σκέφτηκε
μὲ αὐτοκαταστροφικὴ ἔπαρση ὁ κύριος Τάκης, κατεβάζοντας τὸ ἀκουστικό
τοῦ τηλεφώνου, καὶ ὁ θυμός του τόνωσε τὸν παλμὸ στὴν ἤδη τσιτωμένη
φλεβίτσα ποὺ ρωμαλέα ἔπαλλε καὶ ἀναπηδοῦσε ἰαμβικά, κάτω ἀπὸ τὸν
γκρίζο του κρόταφο. Θρασύτατα καὶ παραβατικὰ σταλαγμένη, ἡ ἀδρεναλίνη
διαχεόταν στὸ ἀφρόντιστο καὶ κακοπαθημένο κυκλοφορικό του, καὶ ὠθοῦσε
στὰ ἄκρα τὶς σκέψεις του, ἔτσι ποὺ τὸν συνέπαιρναν παράφορα, σὰν νά ’τανε
ἐμπειρίες ἐφηβικές· παράλληλα, ὅμως, τὸν συντρόφευαν μὲ ἕναν τρόπο
ποὺ θὰ τολμούσαμε νὰ ὀνομάσουμε συζυγικό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἦταν
σχέση ποὺ εἶχε ἀναπτυχθεῖ σταδιακά, στέρεα καὶ ἐν τέλει ἐπιζήμια
μέσα στὴ μακρόχρονη μοναξιά του, μαζὶ μὲ τὰ τόσα ἄλλα χούγια του.
Ἤτανε μόνος καὶ μοναχικός, στριμμένος, ἀλλὰ ὄχι μίζερος ὁ κύριος Τάκης. Δὲν εἶχε φύγει ἀπὸ τὸ Τσιρίγο, παρὰ μόνο γιὰ τὶς σπουδές του. Ἡ Βέτα ἡ ἀδερφή του, ἀμέσως μετὰ τὴ χηρεία της, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, εἶχε μετοικίσει στὸ ἰσόγειο μιᾶς διώροφης ἡμιπολυτελοῦς κατοικίας στὴν ὁδὸ Σκανδείας στὸν Ἄλιμο, ὅπου ἐπίσης διέμεναν οἱ δύο της κόρες (μία σὲ κάθε ὄροφο) μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς ἄντρες τους, οἱ ὁποῖοι ὑπέμεναν ἀξιοθαύμαστα τὸ βάσανο τῆς περιποιητικῆς καὶ ἄστοργης τριαδικῆς μητριαρχίας, κι αὐτὸ γιατὶ μὲ τὸν καιρὸ εἶχαν καταστεῖ ὁ μὲν ἕνας ἐξαιρετικὰ πειθήνιος (σχεδὸν χαλβάς), ὁ δὲ ἄλλος ψευδολόγος καὶ μπερμπάντης.
Στὸ νησὶ εἶχε παραμείνει (μᾶλλον μὲ μισὴ καρδιὰ) ὁ μικρὸς ἀδερφὸς ὁ Βασίλης (μικρός... τριάντα ὀχτὼ χρόνων πλέον), διαχειριστὴς τῆς ὅλης καὶ καθόλου εὐκαταφρόνητης οἰκογενειακῆς περιουσίας (τοῦ μεριδίου τοῦ κυρίου Τάκη συμπεριλαμβανομένου), ἄτυπα μὲν καὶ σιωπηρά, μὰ κοινῇ συναινέσει καὶ ἀγόγγυστα. Μὰ καὶ μὲ τὴν οἰκογένεια αὐτὴ ὁ κύριος Τάκης ἐλάχιστα εἶχε, λίγο γιατὶ τὸν ἐνοχλοῦσε ἡ ἄξεστη προφορὰ καὶ ἡ θορυβοποιὸς πολυλογία τῆς ἐξ ἀγχιστείας ἀνιψιᾶς του (ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Καρδίτσας σὰν δασκαλίτσα πρωτοῆρθε στὸ νησί), καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἐκνευριστικὴ ἀδράνεια τὴν ὁποία ἔδειχνε τὸ ζευγάρι στὴ σαρωτικὴ καταστροφομανία ποὺ ὀνόμαζαν παιχνίδι τὰ παιδάκια τους (δύο θηλυκοὶ τραμποῦκοι ἤτανε, ὄχι παιδάκια), καὶ εἶχε σὰν πεδίο ἄσκησης τὸ ἴδιο του τὸ σπίτι, τὸ μὲ ἐπιμέλεια καὶ ἐργονομία φροντισμένο, κατὰ τὶς ἀρχικὰ σπάνιες καὶ πλέον μηδενικὲς ἐπισκέψεις τους. Τὰ οἰκογενειακὰ πάρε-δῶσε, λοιπόν, εἶχαν περιοριστεῖ σὲ κάποιες πασχαλινὲς συναθροίσεις, στὶς ἀπρόβλεπτες μὰ εὐτυχῶς πάντα σύντομες ἐπισκέψεις τοῦ Βασίλη καὶ στὸ καθιερωμένο δεκάλεπτο τηλεφώνημα τῆς Βέτας κάθε Σάββατο στὶς ἐννιάμισι τὸ πρωί, ἀνελλιπῶς.
Νὰ γιατί ἡ τηλεφωνικὴ κλήση ποὺ λίγο πρὶν δέχτηκε ἀπὸ τὴν ἀδερφή
του, Πέμπτη μεσημέρι στὶς τέσσερις, καὶ ἐνεργοποίησε τὸν εὐφάνταστο
θυμό του, ἤτανε ἔκτακτη καὶ ἐξαιρετική, ἂν καὶ ἀπὸ ἐντελῶς διαφορετικὴ
σκοπιὰ ἰδωμένη, ἀναμενόμενη.
«... δὲν ντρέπεσαι στὴν ἡλικία σου... αὐτὴ τὰ λεφτά σου θέλει νὰ φάει...
ἴσως καὶ ἀποκατάσταση, ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξει... ἔχει καὶ παιδί... σιγά,
ἀπὸ σένα τί νὰ ζήλεψε...; τί θὰ λέει ὁ κόσμος...; τὸν Βασίλη δὲν τὸν
σκέφτεσαι...; μᾶς ἐκθέτεις ὅλους... εἶσαι καὶ προϊστάμενος, τρομάρα
σου... σύνελθε...». Τέτοια καὶ ἄλλα παρεμφερῆ εἰπώθηκαν ἀπὸ τὴ Βέτα
σὲ ἕναν φιλιππικό, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ὁποίου ἄκουσε ἀπὸ ἀπόσταση,
ἀκουμπώντας τὸ ἀκουστικὸ πάνω στὸ παρακείμενο μπουφεδάκι, ἐνοχλημένος
ἀπὸ τὴν ἀπρέπεια ποὺ ἀνέδιδαν ἡ ἔνταση καὶ ἡ χροιὰ τῆς φωνῆς. Κατόπιν
ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο ἀποφασιστικὰ χωρὶς νὰ πεῖ λέξη.
Καὶ τί νὰ πεῖ; Ὁ καθένας ἀπὸ τὴ μεριὰ του ἔβλεπε, ἔκρινε τὰ γεγονότα
καὶ ἔπραττε ἀναλόγως. Ἂς ἔβραζαν στὸ ζουμί τους καὶ ἡ Βέτα καὶ ὁ Βασίλης
καὶ ὅποιος ἄλλος κερατὰς ἤθελε. Ἐκεῖνος μὲ τὸν ἑαυτὸ του τὰ εἶχε τώρα
δὰ καλά. Πολὺ καλὰ μάλιστα. Καλύτερα ἀπὸ ποτέ! Κι ἄφησε ἀχαλίνωτη
τὴ φαντασία του μὲ τόλμη νὰ συμπληρώνει τὰ ἤδη τολμηρὰ συμβεβηκότα
τῶν τελευταίων δεκατριῶν ἡμερῶν.
Γιατί ἤτανε δεκατρεῖς μέρες, γλυκὰ μετρημένες, ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα
ποὺ ὁ κύριος Τάκης, ἀναθαρρεύοντας μπροστὰ στὸ ἴσως καὶ αὐθόρμητο,
μὰ σίγουρα ἀπαστράπτον χαμόγελο ποὺ ἀνέτειλε πίσω ἀπὸ τὸ θηριῶδες
καὶ φωταγωγημένο ψυγεῖο τῶν τυριῶν τοῦ σοῦπερ μάρκετ στὸ πρόσωπο τῆς
χαριτωμένης καὶ καλλίγραμμης Βουλγάρας, ποὺ τοῦ ἔκοβε ἐκείνη τὴ
στιγμὴ τὴν ἕβδομη ἀπὸ τὶς δέκα φέτες τῆς βραστῆς γαλοπούλας ποὺ τῆς εἶχε
παραγγείλει, τῆς πρότεινε μεταξὺ σοβαροῦ καὶ ἀστείου, καὶ παίρνοντας
ὅλα τὰ ρίσκα μιᾶς πιθανότατης ἀπόρριψης καὶ γελοιοποίησης, νὰ βγοῦνε
γιὰ δεῖπνο, κι ἐκείνη δέχτηκε, χαρίζοντάς του ἕνα ἀκόμη χαμόγελο,
σὺν ἕνα μικρὸ γελάκι, τὰ ὁποῖα ἐντός του μετουσιώθηκαν σὲ ἀπρόσμενο
σὸκ στιγμιαίας εὐδαιμονίας.
Ἔκτοτε βγῆκαν ἀκόμη τέσσερις φορές. Πήγαιναν μὲ τὸ αὐτοκίνητό του
συνήθως σὲ κάποιο ἑστιατόριο (ἄλλο κάθε φορά) καὶ τρώγανε ἀδιαφορώντας
γιὰ τὰ καθόλου καλὰ συγκαλυμμένα ἐπικριτικὰ βλέμματα τῆς ὑπόλοιπης
πελατείας. Πίνανε ἐμφιαλωμένο κρασί. Τὴ σέρβιρε καὶ τὴν περιποιότανε
ὅπως ἁρμόζει σὲ ἕναν εὐγενὴ ποὺ συνοδεύει μιὰ κυρία. Μίλαγαν λίγο
καὶ γελούσανε πολύ. Εἶχε χιοῦμορ κοφτερὸ καὶ πρωτότυπο ὁ κύριος Τάκης.
Κι ὅταν τὸ ἀστεῖο ἦταν ἀπὸ τὰ πιὸ πετυχημένα, ἐκείνη γέλαγε πολύ,
τοῦ ’πιανε καὶ τοῦ ’σφιγγε τὸ χέρι, μὰ αὐτὸ δὲν διαρκοῦσε πολύ. Στὸ
γυρισμὸ τὴν πήγαινε ὣς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι της, κι ἐκεῖ, πρὶν χωρίσουν,
τοῦ ἔδινε ἕνα πεταχτὸ φιλὶ στὸ μάγουλο καὶ τοῦ ἔλεγε «ἀντίο», προφέροντάς
το μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ὁ κύριος Τάκης ἔβρισκε ἀκαταμάχητο καὶ ἀφροδισιακό.
Αὐτὸ ἦταν ὅλο. Μὰ ἡ φαντασία του τὸ συμπλήρωνε μὲ δράσεις καὶ πράξεις
θαρρετές, νεανίζουσες καὶ ἐλευθεριάζουσες, ποὺ ὅμως σκόνταφταν, ἀκόμα
καὶ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς φαντασίας του, στὴν ἐγωπαθῆ καὶ ὑπολογιστικὴ
σκληρότητα τῶν συγγενῶν καὶ στὴν ἀπαξιωτικὴ περιθωριοποίηση ἀπὸ
τὴν τοπικὴ κοινότητα, καὶ τότε κατάστρωνε σχέδια πολεμικὰ καὶ τὸν
κατακυρίευε ὁ μεγάλος ἔνδοξος θυμός, μὲ τὶς ἀρτηρίες του νὰ βροντοῦν
καὶ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του νὰ γίνεται, περνώντας σταδιακὰ ἀπὸ πλῆθος
ἀποχρώσεων τοῦ ἐρυθροῦ, τελικὰ μελιτζανί.
Τό ’παθε ποὺ λέτε τὸ ἐγκεφαλικὸ καὶ ὕστερα τὸ ξανάπαθε χειρότερα,
καὶ κατέληξε ὁ κύριος Τάκης ἀνήμπορος στὸ ἀναπηρικὸ καροτσάκι, μὲ
χακὶ ζακέτα στοὺς ὤμους, μπὲζ-καρὸ κουβερτούλα στὰ πόδια καὶ μὲ τὸ
βλέμμα ἀπλανές, ἀκίνητο κι ἀκόμη θυμωμένο. Λεφτὰ δὲν λυπήθηκαν οἱ
συγγενεῖς. Τοῦ προσλάβανε μιὰ Πολωνέζα νόστιμη (τυχαία νόστιμη ἤ,
ἄραγε, ἀπὸ τύψεις;) νὰ τὸν περιποιεῖται ὁλημερίς. Σὰν μωρὸ τὸν εἶχε.
Οἱ συντοπίτες του ὅλο συμπάθεια σταματοῦν τὸν Βασίλη στὸ δρόμο καὶ
ρωτοῦν: «Τί κάνει ὁ κύριος Τάκης;». Κι ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Τί νὰ κάνει;».
Ὁ κύριος Τάκης ἐπιβιώνει καρτερικὰ καὶ ἄχρονα, καὶ ὀνειρεύεται ἀσύστολα
μὲ τὰ μάτια του ἀνοιχτὰ ἢ κλειστά (τὸ ἴδιο κάνει). Καὶ τὸ βράδυ βράδυ,
αὐτὸ μᾶλλον στ’ ἀλήθεια τοῦ συμβαίνει, μὰ δὲν εἶναι καὶ ἀπόλυτα σίγουρος...
ἡ κοπελιὰ τοῦ φτιάχνει τὴ μπὲζ-καρὸ κουβέρτα, τὸν φιλάει στὰ χείλη ἀκουμπώντας
τα ἀνεπαίσθητα καὶ τρυφερά, καὶ τοῦ ψιθυρίζει: «ἀντίο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου