|
|
ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ τῶν Εὐρωπαίων οἱ ἄταχτοι Ἕλληνες,
ποὺ κάνανε τὸν πόλεμο τοῦ Τούρκου, φαινόντανε δειλοί, γιατὶ δὲν πέφτανε
τυφλὰ μέσ' τὴν φωτιά, παρὰ κάναν οἰκονομία στὴ ζωή τους, ἅμα βλέπανε
τὸν Τοῦρκο νὰ νικάῃ, καὶ φεύγανε· μὰ ξαναγυρίζανε, κι' ἀναπαμὸ δὲν
εἴχανε ποτέ. Ἔτσι λυώνανε τὸν Τοῦρκο, μὲ τὴν ὑπομονή.
Τὸν τρόπο αὐτὸν τοῦ πολέμου, τὸ τουφέκι
τ' ἀνεμικὸ
—σκόρπιον πόλεμο— δὲ μποροῦσε νὰ τὸν καταλάβῃ κ' ἕνας Ἕλληνας Βονιτσᾶνος,
ποὺ εἶχε κάμει ἔμπορος στὴν Ἱσπανία, κ' εἶδε ἐκειπέρα σ' ἕναν ἐμφύλιο
σπαραγμὸ νὰ σφάζωνται οἱ Σπανιόλοι, καὶ ζωὴ νὰ μὴ λογαριάζουν.
Ὁ
καλὸς αὐτὸς Ἕλληνας λεγότανε Ψωρίλης κ' ἤτανε στὸ Πέτα, Ἰούλιο τοῦ
1822, μὲ τὸ Γῶγο τὸ γερο-Ἀρματωλό. Μὰ βλέποντας τὰ παληκάρια τοῦ Γώγου
νὰ τσακίζωνται [ὑποχωροῦν], δὲν τὸ βαστοῦσε ὁ νοῦς του· καὶ πάλευε ὁ
Ψωρίλης νὰ κρατήσῃ τοὺς ἄταχτους ἀπ' τὸ φευγιὸ καὶ νὰ τοὺς κάμῃ νὰ σταθοῦν
καὶ νὰ πεθάνουν. Τότε ὁ Γῶγος φώναξε καὶ τὸν πιάσαν τὸν Ψωρίλη καὶ τὸν
πήρανε μαζί τους, μὲ τὴ βία, τὰ παληκάρια του. Ὕστερα ὁ Ψωρίλης μάλλωνε
τὸ Γῶγο καὶ τοὔλεγε πὼς ἔπρεπε νὰ μείνουν καὶ νὰ σκοτωθοῦν, ἀφοῦ σηκῶσαν
τ' ἄρματα γιὰ τὴ λευτεριά.
— Ἄφ'σ' τ' αὐτά, ἄφ'σ' τ' αὐτά, Θανάσ'! τοῦ λέει ὁ Γῶγος· τὰ παληκάρια
μου τὰ θέλου καὶ ταχιά, δὲν τ' ἀφίνου 'γὼ νὰ μ' τὰ χαλάσουν οἱ Τοῦρκοι·
ποῦ θὰ βρῶ ἄλλα ὕστερα; Ἔχου τ'ν Ἀρβανιτιὰ τ' Σουλτάν' νὰ σ'νάζου ἀσκέρ'
ὅπουτι χρειάζουμαι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου