|
|
ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ μὲ τρεῖς-τέσσερες
χιλιάδες στρατό· μὰ ὅλοι βλέπανε τὸν τόπο χαμηλὸ κ' εὔκολο νὰ πατηθῇ
ἀπὸ τὴν καβαλλαρία. Γι' αὐτὸ κι' ὁ ἀνεψιός του Ἠλίας Φλέσσας, ὁ φίλος
του Παν. Κεφάλας κι' ἄλλοι τονὲ συβουλεύανε νὰ πιάσουνε ψηλότερα,
στὸ βουνὸ ἀπάνου, ὅπου μάλιστα, ἀπὸ φόβο, εἴχανε κιόλα σταθῆ οἱ περισσότεροι
ἀπὸ τοὺς ἄταχτους ποὖχε συνάξει. Ἐκεῖ θὰ μπορούσανε νὰ κρατήσουν τὸν
πόλεμο κάνα-δυὸ μέρες ὥς που νὰ φτάσῃ ἡ βοήθεια ποὺ ἐλπίζαν.
— Ἐγώ, τοὺς εἶπε ὁ Φλέσσας, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ μετρήσω τὸ στρατὸ τοῦ
Μπραΐμη, πόσος εἶναι, ἀπὸ τὰ ψηλώματα· ἦρθα νὰ πολεμήσω. Οὔτε τρελλάθηκε
ὁ Μπραΐμης νὰ χασομεράῃ ἐκεῖ ποὺ δὲν ἐλπίζει νὰ κερδήσῃ νίκη, μὰ θὰ
τραβήξῃ ἴσα κατὰ τὴν Τριπολιτσά, κ' ἐγὼ τότε θὰ μείνω νὰ μαζεύω ἀπὸ
πίσω τὰ καρφοπέταλά του. Ἂν ὅμως τὸν κρατήσω δῶ στὸ Μανιάκι, γλυτώνω
τὸ Μωριᾶ, γιατὶ θὰ τὸν κάμω νὰ πισωγυρίσῃ ὅπως ὁ Δράμαλης, εἰτεμὴ θὰ
πληρώσῃ ἀκριβὰ τὸ αἷμα μου καὶ θὰ τὸ συλλογιστῇ καλὰ ὕστερα νὰ μπῇ
στὴν καρδιὰ τοῦ Μωριᾶ. Καθίστε ἐδῶ νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες!
Καὶ κάθισε καὶ πέθανε σὰν ἀρχαῖος Ἕλληνας.
Ὁ
Ἰμπραΐμης καὶ σὲ ξένους καὶ σ' Ἕλληνες, καὶ στὸ Θ. Γρίβα κατὰ τὰ 1844,
ποὺ εἶχε πάει στὴν Αἴγυπτο, εἶπε πὼς δέκα ἀκόμα σὰν τὸν Παππαφλέσσα
ναὔρισκε νὰ τοῦ ἀντισταθοῦνε στὸ Μωριᾶ, θὰ γύριζε στὸν τόπο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου