|
|
ΤΟ ΡΑΒΑΣΑΚΙ ἦρθε χθὲς τὸ βράδυ, σὲ ἀνύποπτο χρόνο, λίγο πρὶν κλείσουν τὰ φῶτα. Μοῦ τὸ ἔδωσε ὁ Παπαδημητρίου, φύλακας μὲ ἀριθμὸ 2532. Τὸ διάβασα κι ἔπειτα τὰ φῶτα ἔκλεισαν.
Δίπλωσα τὸ χαρτάκι, ξάπλωσα, ἀλλὰ μάτι δὲν ἔκλεισα. Ἴσως νὰ ἔκανα
μαλακία ποὺ τό 'βαλα στὴν ἀριστερή μου τσέπη. Ὅλο τὸ βράδυ τὸ ἔνιωθα
πάνω στὸ στῆθος μου σὰν βάρος.
Σηκώθηκα μετὰ ἀπὸ λίγο κι ἔκανα τὰ ἔξι βήματα τοῦ σπιτιοῦ μου
δώδεκα φορές. Ἑβδομῆντα δύο βήματα. Τόσα θέλω νὰ πάω ἀπὸ τὸ τραπέζι ποὺ
τρώω στὸ κρεββάτι μου. Δεύτερος ὄροφος, δεύτερο κελί, δεύτερη κουκέτα ἀπὸ
πάνω.
Τὸ βῆμα γιὰ ν' ἀνέβω δὲν τὸ μέτρησα ποτέ.
Ὅταν
ξύπνησε ὁ Ἀνέστης καὶ μὲ ρώτησε, δὲν τοῦ εἶπα τίποτα. Θὰ ἤθελε νὰ
μείνουμε ξύπνιοι ἀλλὰ ἄλλον ἄϋπνο στὴν συνείδησή μου δὲν ἤθελα. Προσφέρθηκε
νὰ κάνει χῶρο γιὰ νὰ κοιμηθοῦμε μαζί. Ἴσως σὲ λίγο, τοῦ 'πα, τώρα θέλω
ἀέρα. Εἶπα ψέματα ξέροντας ὅτι ἀπὸ αὔριο θὰ 'χα τόσο, ποὺ δὲν θὰ ἤξερα
τί νὰ τὸν κάνω.
Ἀνέβηκα
στὸ παράθυρο καὶ ἔπιασα τὸ δεύτερο καὶ τὸ τέταρτο κάγκελο.
Κοίταξα τὴν αὐλή.
Ἑπτὰ
βήματα, ἀπὸ τὶς μπασκέτες ὣς τὶς ἐξέδρες. Ἀπὸ ἐκεῖ, τριάντα γιὰ τὰ βάρη.
Ἐνενῆντα ἀπὸ τὴν μιὰ ἄκρη στὴν ἄλλη καὶ τριακόσια εξῆντα πέντε γιὰ τὸν γύρο
ὅλο. Τὴν ἀπόσταση ὅμως μέχρι τὴν ἔξοδο δὲν μπόρεσα ποτὲ νὰ τὴν ὑπολογίσω.
Τότε βέβαια ἦταν εἴσοδος κι ὅταν μπῆκα οἱ ἀριθμοὶ δὲν μ' ἔνοιαζαν.
Μόνο ὅταν ἄρχισα νὰ μετράω τὶς μέρες πῆραν ξανὰ ἕνα κάποιο νόημα.
Ὁ
Ἀνέστης ξεφύσηξε. Ἀκόμα δὲν κοιμόταν. Αὔριο· ποιός θὰ ἐρχόταν νὰ
μείνει ἐδῶ μαζί του ἄραγε; Κοίταξα τὸ ρολόι. Μία. Ἴσως ἀκόμα ἔξι ὧρες,
μπορεῖ καὶ ἑπτά. Ρὲ Ἀνέστη δῶσε ἕνα τσιγάρο, τοῦ ζήτησα. Μοῦ τὸ ἔδωσε
ἀναμμένο. Δὲν τοῦ εἶπα εὐχαριστῶ. Δὲν τοῦ εἶχα πεῖ οὔτε ἕνα, παρὰ τὰ
ὅσα εἶχε κάνει γιὰ μένα. Ἔχω ὥρα ἀκόμα.
Στὶς τρεῖς τζοῦρες τὸ πέταξα. Εἶδα τὴν κάφτρα νὰ πέφτει καὶ ἤθελα
νὰ πέσω μαζί της.
Ποῦ θὰ πήγαινα; Ποιὸς θὰ μὲ περίμενε ἐκεῖ ἔξω;
Ἐλεύθερος.
Ὅταν
θὰ βγῶ θὰ ἔχω κάτι ἄλλο νὰ ὑπολογίζω καὶ ὄχι βήματα, ὧρες, μέρες. Ἀλλὰ
χωρὶς αὐτὸ τί ἔχω; Τί εἶμαι; Τόσος χῶρος ἐκεῖ ἔξω δὲ θὰ μπορῶ ν' ἀναπνεύσω
μόνος μου.
Ἔλα
δῶ, εἶπε ὁ Ἀνέστης καὶ ἔκανε χῶρο στὸ κρεββάτι του. Κατέβηκα, φώλιασα
δίπλα του κι ὅταν μὲ πῆρε ἀγκαλιά, μὲ πῆραν τὰ κλάματα.
Σ' εὐχαριστῶ γιά...
Σςς, μοῦ εἶπε καὶ μοῦ ἔκλεισε τὸ στόμα μ' ἕνα φιλί. Αὔριο μοῦ εἶπε
καὶ ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ κοιμήθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου