Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

Χρῆ­στος Παπ­πᾶς : Βή­μα­τα

 



 

ΤΟ ΡΑΒΑΣΑΚΙ ἦρθε χθὲς  τὸ βρά­δυ, σὲ ἀ­νύ­πο­πτο χρό­νο, λί­γο πρὶν κλεί­σουν τὰ φῶ­τα. Μοῦ τὸ ἔ­δω­σε ὁ Πα­πα­δη­μη­τρί­ου, φύ­λα­κας μὲ ἀ­ριθ­μὸ 2532. Τὸ δι­ά­βα­σα κι ἔ­πει­τα τὰ φῶ­τα ἔ­κλει­σαν.

       Δί­πλω­σα τὸ χαρ­τά­κι, ξά­πλω­σα, ἀλ­λὰ μά­τι δὲν ἔ­κλει­σα. Ἴ­σως νὰ ἔ­κα­να μα­λα­κία ποὺ τό '­βα­λα στὴν ἀ­ρι­στε­ρή μου τσέ­πη. Ὅ­λο τὸ βρά­δυ τὸ ἔ­νι­ω­θα πά­νω στὸ στῆ­θος μου σὰν βά­ρος.

       Ση­κώ­θη­κα με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο κι ἔ­κα­να τὰ ἔξι βή­μα­τα τοῦ σπι­τιοῦ μου δώδεκα φο­ρές. Ἑβδομῆντα δύο βή­μα­τα. Τό­σα θέ­λω νὰ πά­ω ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι ποὺ τρώ­ω στὸ κρεβ­βά­τι μου. Δεύτερος ὄ­ρο­φος, δεύτερο κε­λί, δεύτερη κου­κέ­τα ἀ­πὸ πά­νω.

       Τὸ βῆ­μα γιὰ ν' ἀ­νέ­βω δὲν τὸ μέ­τρη­σα πο­τέ.

       Ὅ­ταν ξύ­πνη­σε ὁ Ἀ­νέ­στης καὶ μὲ ρώ­τη­σε, δὲν τοῦ εἶ­πα τί­πο­τα. Θὰ ἤ­θε­λε νὰ μεί­νου­με ξύ­πνιοι ἀλ­λὰ ἄλ­λον ἄϋ­πνο στὴν συ­νεί­δη­σή μου δὲν ἤ­θε­λα. Προ­σφέρ­θη­κε νὰ κά­νει χῶ­ρο γιὰ νὰ κοι­μη­θοῦ­με μα­ζί. Ἴ­σως σὲ λί­γο, τοῦ '­πα, τώ­ρα θέ­λω ἀ­έ­ρα. Εἶ­πα ψέ­μα­τα ξέ­ρον­τας ὅ­τι ἀ­πὸ αὔ­ριο θὰ '­χα τό­σο, ποὺ δὲν θὰ ἤ­ξε­ρα τί νὰ τὸν κά­νω.

       Ἀ­νέ­βη­κα στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ ἔ­πι­α­σα τὸ δεύτερο καὶ τὸ τέ­ταρ­το κάγ­κε­λο.

       

Κοί­τα­ξα τὴν αὐ­λή.

       Ἑπτὰ βή­μα­τα, ἀ­πὸ τὶς μπα­σκέ­τες ὣς τὶς ἐ­ξέ­δρες. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ, τριάντα γιὰ τὰ βά­ρη. Ἐνενῆντα ἀ­πὸ τὴν μιὰ ἄ­κρη στὴν ἄλ­λη καὶ τριακόσια εξῆντα πέντε γιὰ τὸν γύ­ρο ὅ­λο. Τὴν ἀ­πό­στα­ση ὅ­μως μέ­χρι τὴν ἔ­ξο­δο δὲν μπό­ρε­σα πο­τὲ νὰ τὴν ὑ­πο­λο­γί­σω. Τό­τε βέ­βαι­α ἦ­ταν εἴ­σο­δος κι ὅ­ταν μπῆ­κα οἱ ἀ­ριθ­μοὶ δὲν μ' ἔ­νοια­ζαν. Μό­νο ὅ­ταν ἄρ­χι­σα νὰ με­τρά­ω τὶς μέ­ρες πῆ­ραν ξα­νὰ ἕ­να κά­ποι­ο νό­η­μα.

       Ὁ Ἀ­νέ­στης ξε­φύ­ση­ξε. Ἀ­κό­μα δὲν κοι­μό­ταν. Αὔ­ριο· ποι­ός θὰ ἐρ­χό­ταν νὰ μεί­νει ἐ­δῶ μα­ζί του ἄ­ρα­γε; Κοί­τα­ξα τὸ ρο­λό­ι. Μία. Ἴ­σως ἀ­κό­μα ἔξι ὧ­ρες, μπο­ρεῖ καὶ ἑπτά. Ρὲ Ἀ­νέ­στη δῶ­σε ἕ­να τσι­γά­ρο, τοῦ ζή­τη­σα. Μοῦ τὸ ἔ­δω­σε ἀ­ναμ­μέ­νο. Δὲν τοῦ εἶ­πα εὐ­χα­ρι­στῶ. Δὲν τοῦ εἶ­χα πεῖ οὔ­τε ἕ­να, πα­ρὰ τὰ ὅ­σα εἶ­χε κά­νει γιὰ μέ­να. Ἔ­χω ὥ­ρα ἀ­κό­μα.

       Στὶς τρεῖς τζοῦ­ρες τὸ πέ­τα­ξα. Εἶ­δα τὴν κά­φτρα νὰ πέ­φτει καὶ ἤ­θε­λα νὰ πέ­σω μα­ζί της.

       Ποῦ θὰ πή­γαι­να; Ποι­ὸς θὰ μὲ πε­ρί­με­νε ἐ­κεῖ ἔ­ξω;

       Ἐ­λεύ­θε­ρος.

       Ὅ­ταν θὰ βγῶ θὰ ἔ­χω κά­τι ἄλ­λο νὰ ὑ­πο­λο­γί­ζω καὶ ὄ­χι βή­μα­τα, ὧ­ρες, μέ­ρες. Ἀλ­λὰ χω­ρὶς αὐ­τὸ τί ἔ­χω; Τί εἶ­μαι; Τό­σος χῶ­ρος ἐ­κεῖ ἔ­ξω δὲ θὰ μπο­ρῶ ν' ἀ­να­πνεύ­σω μό­νος μου.

       Ἔ­λα δῶ, εἶ­πε ὁ Ἀ­νέ­στης καὶ ἔ­κα­νε χῶ­ρο στὸ κρεβ­βά­τι του. Κα­τέ­βη­κα, φώ­λια­σα δί­πλα του κι ὅ­ταν μὲ πῆ­ρε ἀγ­κα­λιά, μὲ πῆ­ραν τὰ κλά­μα­τα.

       Σ' εὐ­χα­ρι­στῶ γιά...

       Σςς, μοῦ εἶ­πε καὶ μοῦ ἔ­κλει­σε τὸ στό­μα μ' ἕ­να φι­λί. Αὔ­ριο μοῦ εἶ­πε καὶ ἔ­κλει­σε τὰ μά­τια του καὶ κοι­μή­θη­κε.


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 

Χρῆ­στος Παπ­πᾶς. Ἔ­χει σπου­δά­σει Του­ρι­στι­κὲς ἐ­πι­χει­ρή­σεις καὶ πα­ρα­κα­λου­θεῖ ἐρ­γα­στή­ριο δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς στὸ Ρέ­θυ­μνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου