|
|
«ΣΦΙΞΟΥ, κυρά μου», εἶπε ἡ νοσοκόμα.
«Γιά προσέξτε πῶς μοῦ μιλᾶτε», εἶπε ἡ κυρία. «Ἐγὼ δὲ σᾶς πρόσβαλα, ἔτσι;»
«Τί, ἐπειδὴ σᾶς εἶπα “κυρά μου”; Ὡραῖα, τὸ παίρνω πίσω, σφιχτῆτε κυρία
μου!»
«Κάτι εἶναι κι αὐτό, ἀρχίσαμε νὰ συνεννοούμαστε...»
«Ναί, ἀλλὰ δὲ βλέπω νὰ σφίγγεστε», ἐπέμεινε ἡ νοσοκόμα.
«Ἔ, πόσο πιὰ νὰ σφιχτῶ, θὰ χαλάσῃ καὶ ἡ φόρμα μου...»
«Μ᾿ ὅλο τὸ θάρρος, εἶναι σφίξιμο αὐτό; Ἐδῶ, ἡ διπλανή σας, μ᾿ ἕνα σφίξιμο
ἔβγαλε τρίδυμα, κι ἐσεῖς μᾶς παιδεύετε τόσες μέρες, πότε ὁ Γιάννης δέ μπορεῖ,
πότε...»
«Ἄ, δὲν ὑποφέρεστε, δὲν ἤθελα νὰ ἀπευθυνθῶ στὴ διεύθυνση τῆς κλινικῆς,
ἀλλὰ μὲ ἀναγκάζετε νὰ σᾶς ἀναφέρω! Δὲν εἶναι κατάσταση αὐτὴ πλέον!»
«Εἶναι ἡ τρίτη φορὰ κυρία μου ποὺ μοῦ κάνετε καταγγελία, καὶ ἐντάξει,
καταγγεῖλτε με, ἀλλὰ σφιχτῆτε παραλλήλως σᾶς παρακαλῶ, ἐπὶ τέλους πρέπει νὰ
γεννήσετε καὶ κάποτε...»
«Ἔστω, θὰ καταβάλω μιὰ τελευταία προσπάθεια παραλλήλως, ἀπαιτῶ ὅμως νὰ
μεταβιβάσετε στοὺς ὑπευθύνους τὰ ἐντονώτατά μου παράπονα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
ταλαιπωροῦμαι ἐπὶ τρεῖς συναπτὲς ἡμέρες, καὶ νὰ σκοντάφτω πάνω στὴν πιὸ ἀπίστευτη
ἀναλγησία!»
«Ἄ, σὰν κάτι νὰ γίνεται...», ἀναθάρρησε ἡ νοσοκόμα, «γιὰ σφιχτῆτε λίγο
παραπάνω... λίγο ἀκόμα... κι ἄλλο λίγο... μὰ αὐτὸ εἶναι ἀπίστευτο... κυρία μου,
κάνατε ἕνα τεράστιο κοτσάρι!*...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου