|
|
Η ΜΑΝΑ τὸ ἔχει ἀκόμα τὸ σημάδι. Ἔχει ἀχνέψει πολύ, μόλις ποὺ τὸ διακρίνεις. Ἂν δὲν τὸ ξέρεις οὔτε ποὺ τὸ βλέπεις. Ὅμως ἐγὼ τὸ ξέρω καὶ τὸ βλέπω πάντα ἐκεῖ, στὴ θέση του. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ τὸ ἔκανα. Γιατί ἐγὼ τῆς τὸ ἔκανα . Μὲ τὴ μασιά. Τὴν πυρωμένη μασιά. Κοιμόταν ὅταν τὴν κατέβασα στὰ μοῦτρα της, ὄχι μὲ δύναμη, ἁπαλά, ἀργὰ, ὄχι μὲ ἀπόλαυση, μὲ ἔξαρση, ὅτι ἐξόρκιζα τὸ κακό, τὸ κακὸ ποὺ ἔκανε ἐκείνη, ἡ μάνα μου, ἡ εἰκόνα μου, ἐκείνη ἦταν τὸ κακό, δὲν ἦταν μόνο του, δὲν τό ‘φερε κανεὶς ξένος καὶ τ’ ἀπόθεσε στὰ χέρια της, ἐκείνη τὸ περιεῖχε στὸ κακιασμένο βλέμμα της, μὲ τὴν πυρωμένη τσιμπίδα προσπάθησα νὰ τ’ ἁρπάξω, νὰ τὸ κάψω, νὰ τὸ ἐξαφανίσω, ὅπως ἐκείνη ἀφάνισε μιὰ ψυχή, ὄχι τὴ δική μου. Τὴν δική μου τὴν ροκάνιζε σιγά-σιγὰ μὲ λόγια μέλι, μὴ δίνεις, μὴ χαϊδεύεις, μή… μή... καὶ χαλοῦσε τὸ στομάχι τῆς ψυχῆς μου, δὲν ἄντεχα νὰ βλέπω τὴ μάνα μου φίδι στὸν παράδεισο τῆς ἄγνοιάς μου. Ὅταν ἤμουν ἑφτὰ χρονῶν κατάπια ντὶ τὶ τί, κοιμόμουνα τρία μερόνυχτα, δὲν ἤξερε γιατί, τεμπέλα μ’ ἔλεγε, νόμιζε, ὅταν τῆς τὸ εἶπα ἀλληθώρισε τὸ μάτι της, μ’ ἔδωσε μιὰ σφαλιάρα κι ἔκλαψε, πῆγε νὰ μ’ ἀγκαλιάσει μὰ τραβήχτηκα, ἔκλαψε πιὸ δυνατά, σιγὰ πού... Ἐνῶ τσιτσίρισε τὸ δέρμα της, περίεργο ἄργησε ν’ ἀντιδράσει, κοιμόταν, κι ὁ ἐγκέφαλος καθυστέρησε νὰ δώσει σῆμα, ἄνοιξε τὰ μάτια της μᾶλλον ἥσυχα, μὲ εἶδε μὲ τὴ μασιὰ στὰ χέρια, δὲν ξέρω πῶς τὴν κοιτοῦσα, τί ψυχὴ εἶχε τὸ βλέμμα μου, πέρασαν μερικὰ δευτερόλεπτα ὣς νὰ τινάξει τὸ σκέπασμα ἀπὸ πάνω της τσιρίζοντας κι ἄρχισε νὰ μὲ κυνηγάει, ἐνῶ καθὼς αὐτόματα εἶχε φέρει τὸ χέρι στὸ μάγουλό της καὶ τό ‘συρε πάνω στὴν πληγή, ἀπόμεινε ἡ πέτσα του νὰ κρέμεται, καὶ μ’ αὐτὸ τὸ χέρι γύρευε νὰ μ’ ἁρπάξει, ἔτρεχε ξωπίσω μου, μὰ ποῦ νὰ μὲ φτάσει. Βγῆκα στὴν αὐλή, κατάλαβε ὅτι δὲ θὰ μ’ ἔπιανε ποτέ, κάθισε στὸ πεζούλι κι ἔκλαιγε. Ὕστερα ἔπαψε νὰ κλαίει καὶ κοίταζε ἴσα μπροστὰ μᾶλλον χωρὶς νὰ βλέπει. Τὴν πλησίασα ἀργά, ἔβγαλε τὴν παντόφλα της καὶ μοῦ τὴν πέταξε. Δὲν μὲ πέτυχε.
Μέσα στὴ φτώχεια μας, μᾶς
περίσσευε ἕνα δωματιάκι, λίγο μεγαλύτερο ἀπὸ κοτέτσι, τὸ νοικιάσαμε
σ’ ἕναν κακομοίρη μετανάστη ποὺ καθόλου δὲ μᾶς καλοφάνηκε. Κιτρινιάρης,
ρουφηγμένος σὰ φυματικός, μὲ καφετιὰ ἀραιὰ δόντια, φοροῦσε μονίμως
μιὰ λιγδιασμένη καμπαρντίνα. Ὅμως δὲν ἦταν αὐτό, ἦταν τὸ βλέμμα του,
διαρκῶς κατεβασμένο, λοξό, ἔνοχο βλέμμα. Εἶχε ἕνα καροτσάκι, πουλοῦσε
ξηροὺς καρποὺς ἔξω ἀπ’ τοὺς κινηματογράφους, μαζευόνταν στὴν καμαρούλα
τὴ νύχτα, μουλωχτά, σιγανοπατώντας κι ἔπεφτε νὰ κοιμηθεῖ χωρὶς ν’ ἀνάψει
τὸ φῶς. Τὰ ἑλληνικά του μισὰ καὶ στραβοκάνικα. Κάτι μοῦ βρωμάει σ’ αὐτὸν
εἶπε ἡ μάνα μου στὴ νουνά μου· ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τὸ μυρίσαμε γρήγορα, ἀλλὰ
δὲν ξέραμε τί εἴδους μυρουδιὰ ἦταν. Ἡ Βάσω, ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν παρέα
μας, ψηλή, ξερακιανή, στέκα τὴ φωνάζαμε, ἄχαρη στὴν ἡλικία τῶν ἕντεκα
χρόνων της, ἡ Βάσω λοιπόν, καθότανε καὶ τῆς χάιδευε τὸ μπράτσο, μᾶς ἔφερνε
σακοῦλες τὰ σπόρια καὶ τρώγαμε ὅλες φτύνοντας τὰ φλούδια μὲ μανία σὰ
νὰ φτύναμε ἐκεῖνον. Ἡ Βάσω ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ μᾶς ἔφερνε σπόρια καὶ καραμέλες,
ὥσπου ἔφτασαν στ’ αὐτιὰ τῆς μάνας της τὰ καμώματά της. Ἀφοῦ τὴν πάτησε
ἕνα γερὸ ξύλο, ἔστειλε τὸν ἄντρα της ποὺ παραφύλαξε τὸν νοικάρη μας
καὶ μόλις ἐκεῖνος ἐμφανίστηκε, σκυφτός, ὅρμησε καὶ τοῦ ΄ριξε δυὸ χαστούκια,
μιλιὰ δὲν ἔβγαλε μόνο σούρθηκε, ὡς τὴν καμαρούλα του, ἔμεινε ἐκεῖ
κλεισμένος μέρες, ἡ μάνα μου τὸν λυπήθηκε, τοῦ πῆγε ἕνα πιάτο φαγὶ
μιὰ κανάτα νερό, τ’ ἄφησε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα του. Μετὰ ἄρχισε πάλι νὰ
πηγαίνει στὴ δουλειὰ του ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν εἴχαμε σπόρια νὰ τρῶμε.
Ἔτυχε νὰ πεθάνει κάποια συγγένισσά μας κι ἡ μάνα μου ἔπρεπε νὰ πάει
στὸ ξενύχτι. Δὲν ἤθελα νὰ κοιμηθῶ στῆς νουνᾶς μου, εἶχε ὅλο ἀγόρια ἐκείνη,
κατὰ σύμπτωση ὁ νοικάρης μας ἦταν στὴν καμαρούλα του, ἡ μάνα μου κοίταξε
καχύποπτα τὴν πόρτα του καὶ φώναξε ἀρκετὰ δυνατὰ ὥστε νὰ τὴν ἀκούσει:
τὸ νοῦ σου μὴ σὲ πλησιάσει ὁ χτικιάρης, μὴ σὲ ξεμοναχιάσει ὁ σιχαμένος,
μακριά του, ἔτσι καὶ σὲ σιμώσει θὰ σᾶς πνίξω καὶ τοὺς δυὸ μὲ τ’ ἄντερά
σας. Ἀκοῦς; Ἤξερα πὼς τὸ ἀκοῦς, τὸ ‘λέγε σ’ αὐτὸν κι ὄχι σὲ μένα. Ἔδεσε
τὸ μαντίλι στὸ κεφάλι της καὶ βγῆκε στὸ δρόμο.
Σουρούπωνε ὅταν ἔφυγε κι ἡ γειτονιὰ μαζώχτηκε στὰ σπίτια της. Ἄναψα
τὸ φῶς κι ἅπλωσα τὰ τετράδιά μου στὸ τραπέζι νὰ γράψω τὰ μαθήματά
μου. Δὲν πρόλαβα νὰ πιάσω τὸ μολύβι ὅταν ἄκουσα τὰ ἄηχα βήματά του
νὰ πλησιάζουν. Ἔτριξε ἡ πόρτα του καθὼς ἄνοιξε κι ἔκλεισε, τὸ σῶμα
μου μαζεύτηκε ἐνῶ τ’ αὐτιά μου τεντώθηκαν. Τίποτα, ἡσυχία.
Εἶχα τελειώσει τὰ γραψίματά μου, νύσταζα, ἀλλὰ δὲ μποροῦσα νὰ χαλαρώσω,
ἤμουν σφιγμένη. Δὲν ἤξερα τί φοβόμουν ἀπ’ αὐτόν, ἀλλὰ φοβόμουν. Κάποια
στιγμὴ ἄκουσα ἕνα χαρχάλεμα στὴν πόρτα, δὲ σκέφτηκα τὴ μάνα μου, αὐτόνα
σκέφτηκα. Ζούφωξα στὴ γωνιά μου, μάζωξα τὰ πόδια ὣς τὴν κοιλιά, κατέβασα
τὸ φόρεμά μου ὣς τοὺς ἀστραγάλους. Ἄκουσα τὰ βήματά του νὰ γυρίζουν
πίσω. Ἡ καρδιά μου ταμποῦρλο. Πέρασε ὥρα, μισοζαλισμένη ἀπ’ τὴ νύστα,
εἶδα τὴν πόρτα ν’ ἀνοίγει κι αὐτὸν νὰ πλησιάζει πρὸς τὸ μέρος μου. Ἡ
γλώσσα μου κολλημένη, τὸ λαρύγγι στεγνό. Ἄφησε πάνω στὸ τραπέζι ἕνα
πιάτο κι ἔφυγε πάλι ἥσυχα νυχοπατώντας. Ἀφοῦ ἦρθε ἡ ψυχή μου στὸν
τόπο της, ἅπλωσα τὸ χέρι στὸ πιάτο. Βρασμένα ζεστὰ κάστανα, φιστίκια
κι ἕνα μανταρίνι τὸ γέμιζαν. Ἔφαγα τὰ ζεστὰ κάστανα ἀργὰ ἀργά, ξεφλούδισα
μὲ τὰ δόντια τ’ ἁλμυρὰ κικιρίκια, ἀφήνοντας καὶ γιὰ τὴ μάνα, ξεδίψασα
μὲ τὸ μισὸ μανταρίνι μὲ τ’ αὐτιὰ τεντωμένα.
Νύσταξα, κοιμήθηκα. Ὅταν ἄνοιξα τὰ μάτια μου τὸ δωμάτιο ἦταν πλημμυρισμένο
στὸ φῶς, αὐτὸς ὄρθιος ἀπὸ πάνω μου. Τὰ μάτια του πρώτη φορὰ μὲ κοίταζαν
καὶ τὰ ἔβλεπα. Εἶχαν ἕνα γλυκὸ καστανὸ χρῶμα, ἄχνιζαν ἀπὸ ζεστασιὰ
σὰν τὰ κάστανα πού μοῦ ‘φερε ψὲς βράδυ. Τοῦ χαμογέλασα.
Σήκω νὰ πᾶς σκολιό, μοῦ εἶπε καὶ μοῦ ‘δειξε δυὸ φραντζολάκια μὲ σαλάμι
πάνω στὸ τραπέζι. Ἔφυγε πηγαίνοντας πίσω-πίσω, μοῦ χαμογελοῦσε.
Ἀφοῦ ἔφαγα, πῆρα τὴν πάνινη τσάντα μου ἀλλὰ πρὶν φύγω ἄνοιξα τὴν πόρτα
καὶ μπῆκα στὸ δωμάτιό του. Ἦταν συμμαζεμένο, ὄχι καθαρό, ἁπλῶς τακτοποιημένο,
πρώτη φορὰ ἔμπαινα μέσα, τὸ κρεβάτι του μὲ τὸ λερωμένο πάπλωμα, χάμω
σε μιὰ γωνιὰ ἕνα καλάθι μ’ ἕνα μπουκάλι λάδι, ζυμαρικά, μιὰ κρεμάστρα
μὲ δυὸ πουκάμισα κι ἕνα παντελόνι περασμένα στὸ χερούλι τοῦ παραθυριοῦ,
στὸ τραπέζι δυὸ πιάτα, ἕνας τέντζερης, ἡ κορνιζαρισμένη φωτογραφία
ἑνὸς κοριτσιοῦ ἐννιὰ-δέκα χρονῶν μὲ τὰ ἴδια καστανὰ μάτια αὐτουνοῦ.
Ἕνα καντηλάκι ἔκαιγε πλάι της.
Καθὼς μὲ εἶδε νὰ τὴν κοιτάζω, ἡ κόρη μου, εἶπε. Σκοτώθηκε πρὶν ἕνα
χρόνο μαζὶ μὲ τὴ μάνα της. Ἔπεσε βόμβα στὸ σπίτι, ἀνατινάχτηκαν. Τὸ
χεράκι της κόπηκε ἀπ’ τὸν ὦμο καὶ πετάχτηκε σὲ μίαν αὐλή. Τὸ βρῆκαν
τὸ μπρατσάκι της καὶ μοῦ τὸ φέραν μετὰ μιὰ ὥρα. Τὸ περάσαμε μέσα ἀπ’
τὸ μανικάκι της γιὰ νὰ τὴ θάψουμε. Ἔκλαιγε, κι ἔκλαιγα κι ἐγώ. Ἐκείνη
τὴν ὥρα ἄνοιξ’ ἡ πόρτα κι ὅρμησε ἡ μάνα μου ἔξαλλη. Ἀφοῦ μὲ τράνταξε
γιὰ τὰ καλά, τὸ στόμα μου μύριζε σαλάμι, αὐτός σὲ τάισε οὔρλιαξε κι ὅρμησε
πάνω του, τὸν ἔσουρε ἀπ’ τὰ μαλλιά, μάταια τσίριζα ἐγὼ πὼς δὲν μὲ πείραξε
πὼς ἤτανε καλὸς καὶ λυπημένος, ἐκείνη τὸν ἔσουρε μὲ τὴ γειτονιὰ ξωπίσω
της, τὸν ξεμάλλιασαν, τοῦ σκίσανε τὰ ροῦχα καὶ τὸ πρόσωπο. Ταυτόχρονα
ἡ νουνά μου μὲ μιὰ γειτόνισσα μ’ ἅρπαξαν καὶ μὲ ξάπλωσαν στὸ κρεβάτι.
Νὰ μὲ παρηγορήσουν νόμιζα. Μὰ ἐκεῖνες μοῦ σήκωσαν τὸ φουστάνι μ’ ἄνοιξαν
τὰ πόδια, μοῦ κατέβασαν τὸ ἐσώρουχο. Ἐντάξει εἶναι, δὲν τὴν πείραξε
φώναξαν τῆς μάνας μου καθὼς μὲ εἶχαν γυρίσει ἤδη μπρούμυτα. Δὲν καταλάβαινα,
αἰσθανόμουνα. Δὲν ἦταν ἀνθρώπινα δάχτυλα αὐτά, ἦταν νύχια ἁρπαχτικῶν
ποὺ σκάλιζαν ὄχι τὸ σῶμα, τὴν ψυχή μου, κι ἀκόμα πιὸ πολὺ αἰσθανόμουν
τὶς δικές τους ψυχὲς νὰ ἔχουν βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα τους καὶ νὰ ἔχουν μεταφερθεῖ
πάνω σ’ αὐτὰ τὰ γαμψὰ νύχια Κι αὐτὸ ποὺ ἔνιωθα ἤτανε τόσο ἀπεχθές,
τόσο βάρβαρο, τόσο σκοτεινό, σὰ νὰ μὲ εἶχαν παραχώσει σ΄ ἕνα βόθρο
καὶ μοῦ ‘ριχναν τόνους ἀκαθαρσίες πάνω μου καὶ δὲ μποροῦσα ν’ ἀνασάνω.
Τὸ μόνο ποὺ κατάφερα εἶναι μόλις μ’ ἄφησαν ἀπ’ τὰ χέρια τους νὰ τοὺς
δώσω δυὸ δυνατὲς κλωτσιὲς στὰ μοῦτρα. Ἡ μύτη τῆς νουνᾶς μου μάτωσε,
δὲν εἶπε τίποτα.
Ἔφυγε χωρὶς νὰ πάρει τὰ πράγματά του, σὰ δαρμένος σκύλος. Ὅρμησα στὴ
μάνα μου, τὴ δάγκωνα, δὲ μποροῦσαν νὰ μὲ ξεκολλήσουν ἀπὸ πάνω της.
Κάποτε βρῆκα τὸ κουράγιο καὶ τοῦ ἔπλυνα τὸ πάπλωμα. Μπροστά της. Πῆγε
νὰ μὲ βοηθήσει, τῆς τ΄ ἅρπαξα ἀπ’ τὰ χέρια. Δὲ μίλησε. Μαζὶ μὲ τὴ Βάσω
τοῦ τὸ πήγαμε ἐκεῖ ποὺ εἶχε τὸ καρότσι του. Πῆρε τὸ πάπλωμα, τὸ μύρισε,
μᾶς κοίταξε γλυκὰ καὶ γλίστρησε τὸ χέρι του στὸ μπράτσο τῆς Βάσως καθυστερώντας
ἀρκετὰ στὰ δικά μου μαλλιά.
Ὄχι, ποτὲ δὲν κατέβασα
τὴ μασιὰ πάνω στὴ μάνα μου. Ἤθελα νὰ τὸ κάνω. Τὸ φανταζόμουνα. Τὸ σχεδίαζα
κάθε βράδυ καὶ ἔσπαζε ὁ θυμός μου πάνω στὴν κίνηση τοῦ χεριοῦ μου. Καθὼς
κατέβαινε ἡ μασιὰ καὶ τσίρωνε τὸ πρόσωπό της, μαζεύονταν ζαρωμένο
τὸ δέρμα της, μάζευε κι ὁ θυμός μου, γίνονταν ἕνα μόρφωμα ἐκτρωματικό,
σταματημένο μόνιμα ἐκεῖ, στὸ διάφραγμά μου. Ἡ ἀναπνοή μου ἦταν ἀναγκασμένη
νὰ σκαλώνει πάνω του, νὰ διασχίζει αὐτὴ τὴ σκοτεινὴ οὐλή, ὣς νὰ βγεῖ
ξεγδαρμένη, μολυσμένη, ποῦ;
Γιὰ χρόνια τῆς μιλοῦσα ἐλάχιστα. Ἅπλωνε τὸ χέρι της νὰ μ’ ἀγγίξει κι
ἐγὼ τραβιόμουνα. Ἔβλεπα τὸ ἀόρατο σημάδι τῆς μασιᾶς πάνω στὸ πρόσωπό
της καὶ τὸ περίεργο εἶναι πὼς τό ‘βλεπε καὶ κείνη, γιατί κάθε τόσο σήκωνε
τὸ χέρι κι ἄγγιζε τὴν πληγή.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου