|
ἀπὸ τὸν/τὴν planodion |
ΠΕΡΠΑΤΩ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ τῆς παλιᾶς πόλης. Προσπαθῶ νὰ συγκρατήσω τὴ ρέουσα στιγμή, συνδέοντάς την μὲ τὸ παρελθόν. Νὰ ὁλοκληρωάσω ἕναν κύκλο μέσα στὸ χάος τῶν αἰσθήσεων. Προσπαθῶ νὰ ἐξασφαλίσω τὰ βήματα τῆς ἐπαύριον, ποὺ μὲ τρομάζει. Μὲ παρακινεῖ ἡ θύμηση κάποιας περασμένης στιγμῆς. Στὸ σημεῖο ποὺ ὁ δρόμος στρίβει, περνώντας πιὸ ψηλά, σχηματίζοντας εἶδος ἐξώστη, μὲ θέα πανοραματική, πάνω ἀπὸ τὶς στέγες τῶν σπιτιῶν, ποὺ κατεβαίνουν μέχρι τὴ θάλασσα. Νύχτα μὲ ἀναμμένα τὰ φῶτα, καθισμένος σ’ ἕνα καφενεῖο, εἶχα μεθύσει. Μαζί μου τὸ πρόσωπο ἑνός νεκροῦ. Πάνω στὸ φθαρμένο, βρώμικο τραπέζι ἄδεια ἡ μπουκάλα. Τὸ πράσινο γυαλὶ καὶ τὸ κόκκινο περιεχόμενο. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ μαγαζὶ μὲ τὸν χάρτινο κόκκινο διάκοσμο, ἀναπαύτηκαν τὰ μάτια μου στὸ γαλάζιο παράθυρο τῆς ὄμορφης. Ἀχτένιστα τὰ σγουρὰ χαριτωμένα μαλλιά της, ἴδια μὲ σιδερένια στόρια μαγαζιῶν, τὴν διασώζουν ἀπ’ τοὺς πόθους τοῦ ληστῆ τῆς νύχτας. Τρομάζοντας τὶς ἡμέρες τοῦ μέλλοντος, προφητεύω, ἀκολουθώντας τὸν τορὸ τῶν περασμένων. Κλαίω ὅσους πέθαναν. Ἀγωνίζομαι ν’ ἀποκαταστήσω τὴν ἑνότητα τῶν σπασμένων κομματιῶν σὲ κάθε στροφή. Εἶχα περάσει ἄλλοτε ἀπ’ αὐτοῦ μαζὶ μὲ πρόσωπα ποὺ ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν ἐν ζωῇ. Τὸ καλντερίμι παρέμεινε τὸ ἴδιο. Ἴδια καὶ ἡ βρύση, τὸ σπίτι. Ταυτόχρονα κάτι ἄλλο ποὺ δὲν ἦταν ἐπανάληψη τοῦ παλιοῦ, ἀλλὰ καινούρια ὄψη κολλημένη στὸν παλιὸ δρόμο. Προσθήκη βημάτων. Μὲ χαροποιεῖ ἡ ἀντίληψη τῆς νέας ζωῆς πάνω στὰ κατάλοιπα τῶν παλιῶν. Χορεύουν νέα παλικάρια. Σαββατιάτικο ξαλάφρωμα στὸ μαγαζὶ μὲ τὴ λατέρνα καὶ τὰ κρουστὰ παιχνίδια. Χέρια καὶ πόδια σὲ κίνηση. Κορμιὰ καμαρωτὰ λυγοῦν ἀργά. Ὁ Ραμπότας, ὁ λεβέντης τραγουδιστὴς, ποὺ τανώντας τ’ αὐτὶ οἱ γυναῖκες παρακολουθοῦσαν τὸ σκοπό του, πάνω σε μιά φούρλα τοῦ χοροῦ τσάκισε τὰ δάχτυλα στὸ ἕνα του πόδι. Βάλε ρακὶ καὶ πιές. Μὴ δίνεις προσοχὴ σ’ ὅσα λέγονται. Σήκω μὲ ὁρμὴ ἀπάνω νὰ καταπιεῖς τὸν διαβατάρη χρόνο. Ἡ κουρασμένη γριὰ στὴ φουβοὺ μερακλαδίζει μεζέδες γιὰ τὰ νιάτα. Βγὲς στὴν πόρτα νὰ ὑποδεχτεῖς τὴ Δδὰ Στιγμὴ τοῦ Γέρου Χρόνου, ποὺ ξεκαβαλικεύει καὶ γλεντᾶ. Μετὰ ἕπεται ἡ μαύρη ἀποχαύνωση καὶ ὁ λογαριασμός. Τὸ φιλοδώρημα τοῦ χλωμοῦ μουζικάντη μὲ τὸ κλεμμένο ἀπὸ κάποιο ἀστέρι τοῦ κινηματογράφου λεπτὸ μουστάκι. Χάνονται μέσ’ ἀπό τὰ χέρια μας οἱ ἄνθρωποι περνώντας ἀντίκρυ. Συντροφιὰ μὲ εἰκόνες τῆς μνήμης ἄχρωμες, ξεκινῶ νὰ βρῶ τοὺς ἄλλους, ν’ ἀκεραιωθῶ σμίγοντας μαζί τους. Διερμηνεύω τὶς γεωμετρικὲς ἀξιές τῶν οἰκοδομῶν. Τὸ ὕψος, τὸ πλάτος. Ἡ κατάληξη τοῦ κάθε σχήματος, μυστικὲς ὑποθῆκες τοῦ ματιοῦ. Μαῦρο σκοτάδι καλύπτει μὲ ἄγνοια τοὺς ὄγκους τῶν κατοικιῶν. Βουβαίνονται τὰ παράθυρα. Ὁ ἦχος τῶν βημάτων σχηματοποιεῖ τὴν ξενιτιά. Πίσω ἀπ' τὶς κλειστὲς πόρτες παραφυλάγουν φαντάσματα. Περνάω δίπλα στὴ «Λαοδηγήτρια». Κάνω τὸ σταυρό μου καὶ πάω νὰ προσκυνήσω τὴ θαυματουργὴ Ἅγια Εἰκόνα. Αἰῶνες παρέμεινε θαμμένη στὴ γῆ. Ἕνα παιδὶ τὴν ἀποκάλυψε. Ἔπαιζε στὴν ἀλάνα τῶν ἐρειπίων ἀπό τὸ πρωί. Ἡ μάνα του, ποὺ κάποια στιγμὴ ξαφνικά το’ ‘χάσε ἀπ’ τὰ μάτια της, ἄρχισε νὰ τὸ ἀναζητᾶ παντοῦ. Τὸ παιδί, τρέχοντας νὰ ψηλώσει ἕναν χαρταετό, εἶχε πέσει σ’ ἕνα βαθὺ λαγούμι. Σιμώνοντας ἐπὶ τόπου, ἡ μάνα ἀκούει ζωντανὴ τὴ λαλιὰ τοῦ παιδιοῦ. «Μὴ νοιάζεσαι γλυκιὰ μανούλα. Εἶμαι πολὺ καλά. Μιὰ μεγάλη Κυρά, κι’ ἀπὸ σένα ἀκόμη ὀμορφότερη, μὲ κρατεῖ ἀγκαλιά!» Ἀναζητώντας τὸ παιδί, βρῆκαν τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας στὸ βαθὺ σκάμμα τῆς γῆς. Ὁ ἱερέας, τοποθετώντας στὴν Ἔκκλησια τὴν ἱερὴ μνημικὴ ἀπεικόνιση, θυμήθηκε ὅτι τὴν πρώτη τοῦ Σεπτέμβρη, ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου καὶ τοῦ δωδεκάμηνου κύκλου τοῦ Χριστιανικοῦ ἔτους, τιμᾶται ἡ μνήμη παρόμοιας φανέρωσης, ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς λίμνης Ζαγουροῦς, εἰκόνας πάντιμης τῆς Παρθένου. Λιγοστὲς ψιχάλες βροχῆς ἔκαμαν τὶς στέγες νὰ λαμπυρίζουν, ἀντανακλώντας τὸ λευτερωμένο ἀπὸ τὰ σύννεφα φεγγάρι. Συνέχισα τὸ δρόμο πρὸς τὸ πατρικό τῆς μητέρας μου. Ἀνοιχτὴ ἡ ἐξώπορτα, ἄφηνε νά ’ρχεται στὶς αἰσθήσεις ἕνα ἄρωμα λεμονιᾶς, ποὺ γινόταν χρῶμα. Ὁ διάδρομος στρωμένος μὲ μαλτόπετρες ἕως τὴν ξύλινη σκάλα. Λευκοφορεμένη παιδίσκη ἡ μάνα μου, κατέρχονταν τὴν κλίμακα, σπεύδοντας στὸ σχολειὸ νὰ μάθει γράμματα. Στηρίζομαι στὸν παλιὸ τοῖχο τοῦ Παρθεναγωγείου καὶ τὴν ἀκούω νὰ ἐπαναλαμβάνει τὴν πρωινὴ προσευχή. Ἕνα παράθυρο ἀνοίγει κατάφωτο. Δυὸ παιδιά. Ἕν’ ἀγόρι κι’ ἕνα κορίτσι, ἀδέλφια, μαλώνουν. Τὸ φῶς, ποὺ ἀντανακλοῦσε τὸ πρόσωπο τῆς κόρης, μοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀναγνωρίσω, ζώντας, τὸν πεθαμένο ἴσκιο ποὺ μὲ συνόδευε.
1936
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου