|
|
ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ τῆς ἀρρώστιας τῆς μητέρας, ὅπως
τόσοι καὶ τόσοι ἄνθρωποι, ἐπισκεπτόμασταν σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα
τὸ νοσοκομεῖο Ἅγιοι Ἀνάργυροι γιὰ τὶς ἀναγκαῖες χημειοθεραπεῖες.
Ἡ διαδικασία ξεκινοῦσε νωρὶς τὸ πρωῒ μὲ τὶς ἐξετάσεις αἵματος,
καὶ τελείωνε ἀργὰ τὸ μεσημέρι. Οἱ ἡμέρες καὶ οἱ ἡμερομηνίες ἦταν
αὐστηρὰ καθορισμένες καὶ ἄλλαζαν μόνο ἂν ὑπῆρχαν ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια.
Ἔτσι λίγο-πολὺ στοὺς διαδρόμους στοιβαζόμασταν λόγω καὶ ἔλλειψης
χώρου —στὸ παλιὸ τότε ἀκόμα νοσοκομεῖο—οἱ ἴδιες πάνω-κάτω φυσιογνωμίες
ἀσθενῶν καὶ συνοδῶν. Καὶ λέω λίγο-πολὺ γιατί κάποιοι ἐν τῷ μεταξὺ
τελείωναν τὸν κύκλο τῆς θεραπείας τους καὶ δὲν ξαναέρχονταν γιὰ μεγάλο
διάστημα, ἄλλοι πάλι τελείωναν τὸν κύκλο τῆς ζωῆς τους καὶ μαθαίναμε
τὰ ἄσχημα νέα ἀπὸ τοὺς ἄλλους συνοδοιπόρους στὸν Γολγοθᾶ τῆς ἐπάρατης
νόσου.
Ἕνα μεσημέρι κατὰ τὶς δώδεκα, καθὼς περίμενα στὸ διάδρομο ὄρθιος —στὶς λίγες θέσεις κάθονταν ἡλικιωμένοι καὶ ἀσθενεῖς— ἐνῶ ἡ μητέρα μου εἶχε ἀρχίσει τὴ θεραπεία, ξαπλωμένη σὲ μιὰ καρέκλα ὀδοντιάτρου, ἐμφανίστηκε ἕνας μελαψὸς μεσήλικας, πιθανότατα τσιγγάνος. Χαιρέτησε καὶ κάθισε σὲ μιὰ ἄδεια θέση στὸν καναπέ. Εἶχε ἔρθει μόνος του, χωρὶς συνοδό. Ἐγὼ πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπα. Οἱ ἄλλοι ὅμως φάνηκε πὼς τὸν γνώριζαν. Ἔδωσε αἷμα καὶ περίμενε τὴ σειρά του. Ὅση ὥρα καθόταν ἔβηχε μὲ ἕναν βαθὺ ὕπουλο βήχα ποὺ τὸν συντάραζε ὁλόκληρο. Ὁ γιατρός του ὡστόσο ἀργοῦσε νὰ ἔρθει, καὶ ὁ ἄνθρωπος κάποια στιγμὴ σηκώθηκε καὶ βγῆκε ἔξω. Στάθηκε στὸν ἤσκιο, στὴν εἴσοδο τοῦ νοσοκομείου, ἄναψε ἕνα τσιγάρο καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ρουφᾶ λαίμαργα, βήχοντας ταυτόχρονα. Τὶς κινήσεις του τὶς ἀντιλήφθηκαν οἱ παρακαθήμενοι καί, ὅταν μπῆκε μέσα, κάποιοι τοῦ ρίχτηκαν – ἦταν πρόσφατες καὶ οἱ αὐστηρὲς διατάξεις τῆς εὐρωπαϊκῆς ἕνωσης, ποὺ εἶχαν ὀξύνει στὸ ἔπακρο τὴν εὐαισθησία τῶν ἀντικαπνιστῶν.
— Καλὰ ἐσὺ δὲ βάζεις μυαλό. Δὲν διορθώνεσαι μὲ τίποτα; Οὔτε ἡ ἀρρώστια
σὲ συνετίζει;
Ἐκεῖνος
προσπάθησε νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἡ φωνή του κοβόταν ἀπὸ
βήχα καὶ τελικὰ ἀκούστηκε περισσότερο ἀπὸ λόγος, ἕνα μούγκρισμα
διαμαρτυρίας.
Μετὰ μπῆκαν κι ἄλλοι στὴ συζήτηση καὶ ἔβγαλαν ὅλο τὸν πόνο γιὰ
τοὺς δικούς τους ἀρρώστους πάνω του, μὲ χτυπήματα διαρκῶς κάτω ἀπὸ τὴ
ζώνη. Τὸν ρώτησαν ἂν ἔχει παιδιὰ καί, ὅταν ἔνευσε καταφατικά, τὸν
κατηγόρησαν ὅτι δὲν τὰ σκέφτεται καὶ τοῦ εἶπαν καὶ ἄλλα λόγια ποὺ πληγώνουν
ἕναν ἄνθρωπο μὲ τεράστια ὑπομονή, ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι ὑγιής.
Ἐκεῖνος
περιέφερε τὰ καφὲ σκοῦρα μάτια του γύρω-γύρω γεμάτα πόνο, μουγκρίζοντας
καὶ βήχοντας, ψάχνοντας νὰ βρεῖ ὑποστήριξη. Μάταια ἐγὼ προσπάθησα
νὰ πῶ πὼς περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ τσιγάρο σὲ αὐτὴ τὴν πόλη βλαπτικὸ εἶναι
τὸ καυσαέριο ποὺ εἰσπνέουμε, τὰ αἰωρούμενα σωματίδια. Ἐκεῖνος
συγκατάνευσε ἀλλὰ οἱ ἄλλοι δὲν ἡσύχαζαν καὶ τοῦ ἐπιτίθονταν συνέχεια.
Τότε σηκώθηκε ἀπότομα καὶ ἔδωσε τέλος στὴ συζήτηση μὲ μιὰ
σπαρακτικὴ ἀποστροφή. «Ἀφοῦ θὰ πεθάνω, ρὲ γαμῶτο, ἀφοῦ θὰ πεθάνω.»
Καὶ διασχίζοντας σκυφτός το διάδρομο ἄναψε ἄλλο ἕνα τσιγάρο, μόλις
βγῆκε ἀπὸ τὴν εἴσοδο.
Τὸν ἀκολούθησα κι ἐγώ, ἀλλὰ βγαίνοντας κατευθύνθηκα στὸ πίσω
μέρος τοῦ νοσοκομείου καὶ ἀφοῦ κάθισα σὲ μιὰ βρόμικη σκάλα, ἔχωσα
τὸ κεφάλι μου ἀνάμεσα στὰ πόδια καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου