|
|
Δὲν μιλᾶνε,
πλὴν ὅμως συνεννοοῦνται,
γιατί ὅλοι ξέρουν
αὐτὸ ποὺ κανένας τους δὲν λέει.
Γιῶργος Μαρκόπουλος
EΙΝΑΙ ΓΕΝΑΡΗΣ καὶ βρέχει συχνά. Τὸ τοπίο
μοιάζει φρεσκαρισμένο καὶ τὰ χρώματα εἶναι πιὸ ἔντονα. Ἔχω μείνει τὶς
δύο τελευταῖες νύχτες στὸ Ριζοκάρπασο, γράφοντας τὸν πρόλογο γιὰ τὸ
βιβλίο τοῦ Κάλβου. Στὸ Γυμνάσιο ἡ Μιχαέλα παίρνει τὰ δοκίμια τοῦ βιβλίου,
τὰ φυλλομετράει κοιτώντας τὶς φωτογραφίες καὶ μοῦ κάνει ἐρωτήσεις.
Χαίρεται καὶ θέλει νὰ μάθει τὸ καθετὶ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ποιητῆ. Κοιτάει
τὰ γράμματά του στὰ ἑλληνικά. Τῆς ἀρέσει ὁ γραφικός του χαρακτήρας
καὶ προσέχει πῶς ἑνώνει μερικὲς φορὲς τὶς λέξεις καὶ τὴν ἰδιότυπη ὀρθογραφία
του. Τῆς κάνουν ἐντύπωση τὰ πολλὰ ταξίδια του στὴν Εὐρώπη καὶ τὸ γεγονὸς
ὅτι τελικὰ πεθαίνει σὲ χώρα μακρινή. Κάποια στιγμή μοῦ λέει, «ἐγὼ
θέλω νὰ ζήσω στὸν τόπο μου, νὰ πάω καὶ σ’ ἄλλες χῶρες, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέφω
ἐδῶ».
Στὴν Ἁγία Τριάδα, ἕνα χωριὸ πολὺ κοντὰ στὴ Γιαλούσα, συναντῶ τὸν Γιαννάκη ποὺ φοιτάει στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τοῦ Ριζοκαρπάσου. Περνᾶ σὰν βολίδα μὲ τὸ καινούργιο ποδήλατο ποὺ τοῦ χάρισαν αὐτὲς τὶς μέρες. Χάνεται γιὰ λίγο στοὺς δρόμους κι ἐμφανίζεται πάλι γιὰ δευτερόλεπτα στὸν ἔρημο δρόμο, πατώντας τὰ πετάλια μέσα στὴ θλίψη τοῦ ἀπογεύματος, γιὰ νὰ χαθεῖ ξανὰ πίσω ἀπ’ τὸ ρημαγμένο Δημοτικὸ Σχολεῖο.
Κανεὶς δὲν βλέπει αὐτὸ τὸ παιδὶ μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιὰ ποὺ τ’ ἀνεμίζει ἕνας
θλιβερὸς ἄνεμος, ἔτσι ὅπως ἀνεβοκατεβαίνει μὲς στὸ χωριὸ κάνοντας
ἐπικίνδυνους ἑλιγμοὺς σὰν νὰ πρόκειται ν’ ἀποφύγει κάποιο ἐμπόδιο.
Στὸν δρόμο γιὰ τὸ Λεονάρισσο παιδιὰ τῶν ἐποίκων πουλοῦν μανιτάρια,
ποὺ τὰ προβάλλουν στοὺς ὁδηγοὺς τῶν αὐτοκινήτων, ἀνεβαίνοντας στὴν ἄσφαλτο.
Ἔχουν γεννηθεῖ στὴν Κύπρο... Ἔχω μάθει ἀπὸ τὸν κύριο Σάββα στὴν Ἁγία
Τριάδα ὅτι στὸ Λεονάρισσο ζοῦν ἀκόμη τέσσερις ἐγκλωβισμένοι, οἱ
τρεῖς γυναῖκες. Στρίβω δεξιὰ ἀπὸ τὴν κύρια ὁδικὴ ἀρτηρία, ἀπὸ τ’ ἀριστερὰ
πᾶς Λυθράγκωμη καὶ στὴν Παναγία τῆς Κανακαριᾶς.
Μπαίνοντας στὸ χωριὸ σταματῶ στὸ παρατηρητήριο τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν.
Εἶναι ἕνας στρατιώτης σὲ τζίπ, τὸν ρωτάω ποῦ εἶναι τὸ σπίτι τῆς κυρίας
Παναγιώτας, εἶμαι καθηγητὴς στὸ ἑλληνικὸ Γυμνάσιο καὶ τῆς φέρνω
μήνυμα ἀπὸ συγχωριανό της. Θὰ μὲ ὁδηγήσει αὐτὸς καὶ μοῦ λέει νὰ τὸν ἀκολουθήσω.
Ἔχει σταματήσει ἕνα αὐτοκίνητο δίπλα μας, φαίνεται ὅτι παρακολουθοῦν
τὸ δικό μου. Φεύγουμε κι ἐγὼ παριστάνω τὸν ἀδιάφορο.
Κατεβαίνουμε λίγο πρὶν τὴν πλατεία κι ὁ στρατιώτης χτυπᾶ τὴν πόρτα,
ἀνοίγει μιὰ γυναίκα ποὺ θά ’ταν πολὺ νέα τὸ 1974. Στὸ χὸλ εἶναι ἡ μητέρα
της, ντυμένη στὰ μαῦρα. Λέω ὅτι δῆθεν τῆς φέρνω χαιρετίσματα ἀπὸ
γνωστό τους πρόσωπο, πὼς θὰ ξανάρθω, κι ἑτοιμάζομαι νὰ φύγω.
— Δὲν θὰ πιεῖτε ἕναν καφέ; μοῦ λέει.
Ρωτάω τὸν συνοδό μου, αὐτὸς ἀπαντάει στὰ ἀγγλικὰ «ὄχι, πρέπει νὰ ἐπιστρέφω»,
μᾶς εὐχαριστεῖ καὶ τὸν ἀποχαιρετῶ μὲ θερμὴ χειραψία.
Μένω κάπου δύο ὧρες στὸ σπίτι τῆς κυρίας Παναγιώτας. Μοῦ ἀφηγεῖται
τὰ περιστατικὰ τοῦ βίου της ὅλα αὐτὰ τὰ πέτρινα χρόνια, πῶς φύραναν
σιγὰ σιγὰ οἱ μαθητὲς κι ἔκλεισε τὸ σχολεῖο, πῶς εἶδε τὴν καταστροφὴ
τοῦ ψηφιδωτοῦ στὴν Παναγία τῆς Κανακαριᾶς, ὅταν πῆγε μὲ τὴ Σαλιμὲ
τὴ φίλη της γιὰ ν’ ἀνάψει ἕνα κερί, ὅπως πήγαινε συχνὰ καὶ κρυφὰ γιὰ
νὰ μὴν τὴ δοῦν. Ἡ μάνα της, ἡ κυρία Λούλα, σχεδὸν δὲν μιλᾶ, μόνο ὅταν ἀκούει
θόρυβο ἔξω στὸν δρόμο κάτι σιγομουρμουρίζει. Μοῦ ἐξηγεῖ ἡ κυρία
Παναγιώτα:
— Ὁ φόβος, εἴμαστε μόνες κι ἔτσι
ἀντιδρᾶ. Ἀπὸ φόβο.
Κάθεται καὶ μοῦ λέει γιατί δὲν ἔφυγε, μοῦ ἐξηγεῖ τὸ καθετὶ λεπτομερῶς,
γιὰ τὸν πατέρα της ποὺ δὲν ἔφυγε ἀπ’ τὸ χωριό, περιμένοντας πὼς θὰ ’ρθουν
καλύτερες μέρες, καὶ πέθανε σπίτι του.
— Νὰ μείνουμεν κόρη μου, νὰ μὲν χάσουμεν τέλεια τὸν τόπο μας, συνεχίζει
νὰ λέει.
Θυμᾶται ὅταν εἶχαν μαζέψει τὰ γυναικόπαιδα γιὰ νὰ τὰ ἐκτελέσουν. Ἦρθε
ἕνας Τουρκοκύπριος, ἦταν δικαστής, μπῆκε στὴ μέση καὶ δὲν τοὺς ἄφησε.
Μὲ δυσκολία, γιατὶ λέγονταν διάφορα ποὺ δὲν ἦταν ἀλήθεια. Μιὰ πρόφαση
ἔψαχναν γιὰ νὰ τοὺς ξεκάνουν.
Ἔχει πεθάνει ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια, ἐρχόταν καὶ μᾶς ἔβλεπε ποῦ καὶ
ποῦ. Ὅταν ἔρχονταν Τοῦρκοι στρατιῶτες, ἔκαναν ἔρευνες στὰ σπίτια καὶ
μὲ τὸ παραμικρὸ ἀγρίευαν. Μᾶς εἰδοποιοῦσαν τὶς γυναῖκες καὶ κρυβόμασταν.
Ἡ θλίψη εἶναι βαθιὰ χαραγμένη στὸ πρόσωπό της.
Εἶναι ὧρες ποὺ νιώθω νὰ πνίγομαι. Τί ἔκαμα ἐγὼ ποὺ ἔμεινα; Ὅλα πῆγαν
χαμένα.
Ἔχει σκύψει τὸ κεφάλι της, ὕστερα τὸ ἀνασηκώνει πολὺ ἀργὰ καὶ ψιθυρίζει:
— Ἔκαμά το γιὰ τὸν τόπο μου.
Σηκώνεται καὶ μοῦ λέει νὰ πᾶμε ἀπέναντι, νὰ μοῦ γνωρίσει τὴν κυρία
Νιόβη. Ἀνοίγει τὴν πόρτα, στὸν δρόμο εἶναι σταματημένο ἕνα αὐτοκίνητο,
εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ ἦταν καὶ στὸ παρατηρητήριο τοῦ ΟΗΕ. Διασταυρώνουμε
τὸν δρόμο. Ψιχαλίζει. Εἶναι ἕνα σπίτι παλαιϊκὸ μὲ καμάρες, σχεδὸν ἐρειπωμένο.
Σπρώχνουμε τὴν πόρτα καὶ βλέπουμε μιὰ γυναίκα ντυμένη ἀτημέλητα, μὲ
τὴν παραδοσιακὴ κυπριακὴ ἐνδυμασία, ξεθωριασμένη. Κάθεται σὲ
μιὰ καρέκλα μ’ ἕνα γατὶ στὰ γόνατά της. Θά ’χει περάσει τὰ ἑβδομῆντα.
Μᾶς ξεναγεῖ στὸ σπίτι της, ἡ ἐγκατάλειψη φαίνεται μὲ τὴν πρώτη ματιά.
Στὸ τελευταῖο δωμάτιο εἶναι μισογκρεμισμένο τὸ ταβάνι. Παλιὰ ἔπιπλα,
ἑρμάρια, κομοδίνα καὶ καρέκλες, ποὺ χρόνια δὲν χρησιμοποιήθηκαν,
γεμάτα σκόνες. Ἔξω στὴν αὐλὴ πολλὰ περιστέρια, μᾶς τὰ δείχνει μὲ μίαν
ἀθωότητα παιδιοῦ. Τριγυρνοῦν ἀπὸ πάνω μας, ἄλλα εἶναι στοὺς περιστερῶνες
στὸν μεγάλο τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ.
— Αὐτά μοῦ κάνουν παρέα ἅμα δειλινιάσει καὶ περιμένω τὴν Παναγιώτα
νὰ πιοῦμε καφέ.
Ὕστερα κάθεται μὲ σταυρωμένα χέρια στὴν καρέκλα καὶ βλέπεις τὴ θλίψη στὰ μάτια, στὸ χαμόγελο καὶ στὸ μαῦρο φόρεμά της.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου