Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

Λεύ­κιος Ζα­φει­ρί­ου: Γυ­ναῖ­κες στὸ Λε­ο­νάρισ­σο

 



Δὲν μι­λᾶ­νε, πλὴν ὅ­μως συ­νεν­νο­οῦν­ται,
για­τί ὅ­λοι ξέ­ρουν αὐ­τὸ ποὺ κα­νέ­νας τους δὲν λέ­ει.
Γι­ῶρ­γος Μαρ­κό­που­λος

EΙΝΑΙ ΓΕΝΑΡΗΣ καὶ βρέ­χει συ­χνά. Τὸ το­πί­ο μοιά­ζει φρε­σκα­ρι­σμέ­νο καὶ τὰ χρώ­μα­τα εἶ­ναι πιὸ ἔν­το­να. Ἔ­χω μεί­νει τὶς δύ­ο τε­λευ­ταῖ­ες νύ­χτες στὸ Ρι­ζο­κάρ­πα­σο, γρά­φον­τας τὸν πρό­λο­γο γιὰ τὸ βι­βλί­ο τοῦ Κάλ­βου. Στὸ Γυ­μνά­σιο ἡ Μι­χα­έ­λα παίρ­νει τὰ δο­κί­μια τοῦ βι­βλί­ου, τὰ φυλ­λο­με­τρά­ει κοι­τών­τας τὶς φω­το­γρα­φί­ες καὶ μοῦ κά­νει ἐ­ρω­τή­σεις. Χαί­ρε­ται καὶ θέ­λει νὰ μά­θει τὸ κα­θε­τὶ γιὰ τὴ ζω­ὴ τοῦ ποι­η­τῆ. Κοι­τά­ει τὰ γράμ­μα­τά του στὰ ἑλ­λη­νι­κά. Τῆς ἀ­ρέ­σει ὁ γρα­φι­κός του χα­ρα­κτή­ρας καὶ προ­σέ­χει πῶς ἑ­νώ­νει με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὶς λέ­ξεις καὶ τὴν ἰ­δι­ό­τυ­πη ὀρ­θο­γρα­φί­α του. Τῆς κά­νουν ἐν­τύ­πω­ση τὰ πολ­λὰ τα­ξί­δια του στὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τε­λι­κὰ πε­θαί­νει σὲ χώ­ρα μα­κρι­νή. Κά­ποι­α στιγ­μή μοῦ λέ­ει, «ἐ­γὼ θέ­λω νὰ ζή­σω στὸν τό­πο μου, νὰ πά­ω καὶ σ’ ἄλ­λες χῶ­ρες, ἀλ­λὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­φω ἐ­δῶ».

       

Στὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα, ἕ­να χω­ριὸ πο­λὺ κον­τὰ στὴ Για­λούσα, συ­ναν­τῶ τὸν Γι­αν­νά­κη ποὺ φοι­τά­ει στὸ Δη­μο­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο τοῦ Ρι­ζο­καρ­πά­σου. Περ­νᾶ σὰν βο­λί­δα μὲ τὸ και­νούρ­γιο πο­δή­λα­το ποὺ τοῦ χά­ρι­σαν αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες. Χά­νε­ται γιὰ λί­γο στοὺς δρό­μους κι ἐμ­φα­νί­ζε­ται πά­λι γιὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα στὸν ἔ­ρη­μο δρό­μο, πα­τών­τας τὰ πε­τά­λια μέ­σα στὴ θλί­ψη τοῦ ἀ­πο­γεύ­μα­τος, γιὰ νὰ χα­θεῖ ξα­νὰ πί­σω ἀ­π’ τὸ ρη­μαγ­μέ­νο Δη­μο­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο.

        Κα­νεὶς δὲν βλέ­πει αὐ­τὸ τὸ παι­δὶ μὲ τὰ ξαν­θὰ μαλ­λιὰ ποὺ τ’ ἀ­νε­μί­ζει ἕ­νας θλι­βε­ρὸς ἄ­νε­μος, ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νει μὲς στὸ χω­ριὸ κά­νον­τας ἐ­πι­κίν­δυ­νους ἑ­λιγ­μοὺς σὰν νὰ πρό­κει­ται ν’ ἀ­πο­φύ­γει κά­ποι­ο ἐμ­πό­διο.

        Στὸν δρό­μο γιὰ τὸ Λε­ο­νά­ρισ­σο παι­διὰ τῶν ἐ­ποί­κων που­λοῦν μα­νι­τά­ρια, ποὺ τὰ προ­βάλ­λουν στοὺς ὁ­δη­γοὺς τῶν αὐ­το­κι­νή­των, ἀ­νε­βαί­νον­τας στὴν ἄ­σφαλ­το. Ἔ­χουν γεν­νη­θεῖ στὴν Κύ­προ... Ἔ­χω μά­θει ἀ­πὸ τὸν κύ­ριο Σάβ­βα στὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα ὅ­τι στὸ Λε­ο­νά­ρισ­σο ζοῦν ἀ­κό­μη τέσ­σε­ρις ἐγ­κλω­βι­σμέ­νοι, οἱ τρεῖς γυ­ναῖ­κες. Στρί­βω δε­ξιὰ ἀ­πὸ τὴν κύ­ρια ὁ­δι­κὴ ἀρ­τη­ρία, ἀ­πὸ τ’ ἀ­ρι­στε­ρὰ πᾶς Λυ­θράγ­κω­μη καὶ στὴν Πα­να­γί­α τῆς Κα­να­κα­ριᾶς.

        Μπαί­νον­τας στὸ χω­ριὸ στα­μα­τῶ στὸ πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο τῶν Ἡ­νω­μέ­νων Ἐ­θνῶν. Εἶ­ναι ἕ­νας στρα­τι­ώ­της σὲ τζίπ, τὸν ρω­τά­ω ποῦ εἶ­ναι τὸ σπί­τι τῆς κυ­ρί­ας Πα­να­γι­ώ­τας, εἶ­μαι κα­θη­γη­τὴς στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ Γυ­μνά­σιο καὶ τῆς φέρ­νω μή­νυ­μα ἀ­πὸ συγ­χω­ρια­νό της. Θὰ μὲ ὁ­δη­γή­σει αὐ­τὸς καὶ μοῦ λέ­ει νὰ τὸν ἀ­κο­λου­θή­σω. Ἔ­χει στα­μα­τή­σει ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το δί­πλα μας, φαί­νε­ται ὅ­τι πα­ρα­κο­λου­θοῦν τὸ δι­κό μου. Φεύ­γου­με κι ἐ­γὼ πα­ρι­στά­νω τὸν ἀ­δι­ά­φο­ρο.

        Κα­τε­βαί­νου­με λί­γο πρὶν τὴν πλα­τεί­α κι ὁ στρα­τι­ώ­της χτυ­πᾶ τὴν πόρ­τα, ἀ­νοί­γει μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ θά ’­ταν πο­λὺ νέ­α τὸ 1974. Στὸ χὸλ εἶ­ναι ἡ μη­τέ­ρα της, ντυ­μέ­νη στὰ μαῦ­ρα. Λέ­ω ὅ­τι δῆ­θεν τῆς φέρ­νω χαι­ρε­τί­σμα­τα ἀ­πὸ γνω­στό τους πρό­σω­πο, πὼς θὰ ξα­νάρ­θω, κι ἑ­τοι­μά­ζο­μαι νὰ φύ­γω.

        — Δὲν θὰ πι­εῖ­τε ἕ­ναν κα­φέ; μοῦ λέ­ει.

        Ρω­τά­ω τὸν συ­νο­δό μου, αὐ­τὸς ἀ­παν­τά­ει στὰ ἀγ­γλι­κὰ «ὄ­χι, πρέ­πει νὰ ἐ­πι­στρέ­φω», μᾶς εὐ­χα­ρι­στεῖ καὶ τὸν ἀ­πο­χαι­ρε­τῶ μὲ θερ­μὴ χει­ρα­ψί­α.

        Μέ­νω κά­που δύ­ο ὧ­ρες στὸ σπί­τι τῆς κυ­ρί­ας Πα­να­γι­ώ­τας. Μοῦ ἀ­φη­γεῖ­ται τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τοῦ βί­ου της ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ πέ­τρι­να χρό­νια, πῶς φύ­ρα­ναν σι­γὰ σι­γὰ οἱ μα­θη­τὲς κι ἔ­κλει­σε τὸ σχο­λεῖ­ο, πῶς εἶ­δε τὴν κα­τα­στρο­φὴ τοῦ ψη­φι­δω­τοῦ στὴν Πα­να­γί­α τῆς Κα­να­κα­ριᾶς, ὅ­ταν πῆ­γε μὲ τὴ Σα­λι­μὲ τὴ φί­λη της γιὰ ν’ ἀ­νά­ψει ἕ­να κε­ρί, ὅ­πως πή­γαι­νε συ­χνὰ καὶ κρυ­φὰ γιὰ νὰ μὴν τὴ δοῦν. Ἡ μά­να της, ἡ κυ­ρί­α Λού­λα, σχε­δὸν δὲν μι­λᾶ, μό­νο ὅ­ταν ἀ­κού­ει θό­ρυ­βο ἔ­ξω στὸν δρό­μο κά­τι σι­γο­μουρ­μου­ρί­ζει. Μοῦ ἐ­ξη­γεῖ ἡ κυ­ρί­α Πα­να­γι­ώ­τα:

        — Ὁ φό­βος, εἴ­μα­στε μό­νες κι ἔ­τσι ἀν­τι­δρᾶ. Ἀ­πὸ φό­βο.

        Κά­θε­ται καὶ μοῦ λέ­ει για­τί δὲν ἔ­φυ­γε, μοῦ ἐ­ξη­γεῖ τὸ κα­θε­τὶ λε­πτο­με­ρῶς, γιὰ τὸν πα­τέ­ρα της ποὺ δὲν ἔ­φυ­γε ἀ­π’ τὸ χω­ριό, πε­ρι­μέ­νον­τας πὼς θὰ ’ρ­θουν κα­λύ­τε­ρες μέ­ρες, καὶ πέ­θα­νε σπί­τι του.

        — Νὰ μεί­νου­μεν κό­ρη μου, νὰ μὲν χά­σου­μεν τέ­λεια τὸν τό­πο μας, συ­νε­χί­ζει νὰ λέ­ει.

        Θυ­μᾶ­ται ὅ­ταν εἶ­χαν μα­ζέ­ψει τὰ γυ­ναι­κό­παι­δα γιὰ νὰ τὰ ἐ­κτε­λέ­σουν. Ἦρ­θε ἕ­νας Τουρ­κο­κύ­πριος, ἦ­ταν δι­κα­στής, μπῆ­κε στὴ μέ­ση καὶ δὲν τοὺς ἄ­φη­σε. Μὲ δυ­σκο­λί­α, για­τὶ λέ­γον­ταν δι­ά­φο­ρα ποὺ δὲν ἦ­ταν ἀ­λή­θεια. Μιὰ πρό­φα­ση ἔ­ψα­χναν γιὰ νὰ τοὺς ξε­κά­νουν.

        Ἔ­χει πε­θά­νει ἐ­δῶ καὶ με­ρι­κὰ χρό­νια, ἐρ­χό­ταν καὶ μᾶς ἔ­βλε­πε ποῦ καὶ ποῦ. Ὅ­ταν ἔρ­χον­ταν Τοῦρ­κοι στρα­τι­ῶ­τες, ἔ­κα­ναν ἔ­ρευ­νες στὰ σπί­τια καὶ μὲ τὸ πα­ρα­μι­κρὸ ἀ­γρί­ευ­αν. Μᾶς εἰ­δο­ποι­οῦ­σαν τὶς γυ­ναῖ­κες καὶ κρυ­βό­μα­σταν.

        Ἡ θλί­ψη εἶ­ναι βα­θιὰ χα­ραγ­μέ­νη στὸ πρό­σω­πό της.

        Εἶ­ναι ὧ­ρες ποὺ νι­ώ­θω νὰ πνί­γο­μαι. Τί ἔ­κα­μα ἐ­γὼ ποὺ ἔ­μει­να; Ὅ­λα πῆ­γαν χα­μέ­να.

        Ἔ­χει σκύ­ψει τὸ κε­φά­λι της, ὕ­στε­ρα τὸ ἀ­να­ση­κώ­νει πο­λὺ ἀρ­γὰ καὶ ψι­θυ­ρί­ζει:

        — Ἔ­κα­μά το γιὰ τὸν τό­πο μου.

        Ση­κώ­νε­ται καὶ μοῦ λέ­ει νὰ πᾶ­με ἀ­πέ­ναν­τι, νὰ μοῦ γνω­ρί­σει τὴν κυ­ρί­α Νι­ό­βη. Ἀ­νοί­γει τὴν πόρ­τα, στὸν δρό­μο εἶ­ναι στα­μα­τη­μέ­νο ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το, εἶ­ναι τὸ ἴ­διο ποὺ ἦ­ταν καὶ στὸ πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο τοῦ ΟΗΕ. Δι­α­σταυ­ρώ­νου­με τὸν δρό­μο. Ψι­χα­λί­ζει. Εἶ­ναι ἕ­να σπί­τι πα­λαι­ϊ­κὸ μὲ κα­μά­ρες, σχε­δὸν ἐ­ρει­πω­μέ­νο. Σπρώ­χνου­με τὴν πόρ­τα καὶ βλέ­που­με μιὰ γυ­ναί­κα ντυ­μέ­νη ἀ­τη­μέ­λη­τα, μὲ τὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ κυ­πρια­κὴ ἐν­δυ­μα­σί­α, ξε­θω­ρι­α­σμέ­νη. Κά­θε­ται σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα μ’ ἕ­να γα­τὶ στὰ γό­να­τά της. Θά ’­χει πε­ρά­σει τὰ ἑ­βδο­μῆν­τα.

        Μᾶς ξε­να­γεῖ στὸ σπί­τι της, ἡ ἐγ­κα­τά­λει­ψη φαί­νε­ται μὲ τὴν πρώ­τη μα­τιά. Στὸ τε­λευ­ταῖ­ο δω­μά­τιο εἶ­ναι μι­σογ­κρε­μι­σμέ­νο τὸ τα­βά­νι. Πα­λιὰ ἔ­πι­πλα, ἑρ­μά­ρια, κο­μο­δί­να καὶ κα­ρέ­κλες, ποὺ χρό­νια δὲν χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν, γε­μά­τα σκό­νες. Ἔ­ξω στὴν αὐ­λὴ πολ­λὰ πε­ρι­στέ­ρια, μᾶς τὰ δεί­χνει μὲ μί­αν ἀ­θω­ό­τη­τα παι­διοῦ. Τρι­γυρ­νοῦν ἀ­πὸ πά­νω μας, ἄλ­λα εἶ­ναι στοὺς πε­ρι­στε­ρῶ­νες στὸν με­γά­λο τοῖ­χο τοῦ σπι­τιοῦ.

        — Αὐ­τά μοῦ κά­νουν πα­ρέ­α ἅ­μα δει­λι­νιά­σει καὶ πε­ρι­μέ­νω τὴν Πα­να­γι­ώ­τα νὰ πι­οῦ­με κα­φέ.

        Ὕ­στε­ρα κά­θε­ται μὲ σταυ­ρω­μέ­να χέ­ρια στὴν κα­ρέ­κλα καὶ βλέ­πεις τὴ θλί­ψη στὰ μά­τια, στὸ χα­μό­γε­λο καὶ στὸ μαῦ­ρο φό­ρε­μά της.

ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Μ’ εὐ­λά­βεια καὶ μὲ λύ­πη (Γα­βρι­η­λί­δης, 2013).

Λεύ­κιος Ζα­φει­ρί­ου (Λάρ­να­κα, 1948). Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Πρώ­τη του ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Ποι­ή­μα­τα (1975, 1977). Ἄλλα ἔργα του: Ἡ νε­ό­τε­ρη Κυ­πρια­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α: γραμ­μα­το­λο­γι­κὸ σχε­δί­α­σμα (με­λέ­τη, 1991), Ὁ βί­ος καὶ τὸ ἔρ­γο τοῦ Ἀν­δρέ­α Κάλ­βου (Με­ταίχ­μιο, 2006). Ποι­ή­μα­τα, κεί­με­να καὶ με­λέ­τες γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνί­α δη­μο­σι­εύ­τη­καν σὲ πολ­λὰ πε­ρι­ο­δι­κά, συλ­λο­γι­κὲς ἐκ­δό­σεις, πρα­κτι­κὰ συ­νε­δρί­ων. Με­τεῖ­χε στὴν ἔκ­δο­ση τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν Ση­μεῖ­ο (Λευ­κω­σί­α 1992-1999), Ἀ­κτή καὶ Ὕ­λαν­τρον. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο Μ’ εὐ­λά­βεια καὶ μὲ λύ­πη (Γα­βρι­η­λί­δης, 2013).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου