|
|
ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΗ τὸ σκέφτηκε, ὅπως φυσοῦσε
τὸ ἀεράκι ἀνάμεικτο μὲ τὴν αἰθάλη καὶ τὴν καπνιὰ τῶν αὐτοκινήτων. Ἀπὸ
τὸ πίσω κάθισμα τὸν ἀγκάλιαζε σφιχτά, μέχρι ποὺ ἀνακάλυπτε τὰ κόκαλά
του μὲ τὰ δάχτυλα, δάχτυλα λεπτὰ ποὺ σφίγγαν τὸ λευκὸ νάιλον μπλουζάκι.
Αὐτὸς μύριζε σὰν ἀνθισμένη θάλασσα. Ἡ παραλία χαϊδευόταν στὰ πόδια
της, κι ἂς ἦταν ἡ ὥρα τῆς ἀσφάλτου. Ἡ μηχανὴ μὲ ἑλιγμοὺς πέρναγε ἀνάμεσα
στὰ αὐτοκίνητα. Ὑπέροχη ὥρα γιὰ μπάνιο, σκέφτηκε.
Ἡ
παραλία ἔστελνε μικρὰ κυματάκια. Τὸ φεγγάρι θωπευτικὰ κρεμάστηκε
σὲ σπάγκους, ἀναρριχητικὸ φυτὸ μὲ ὑπερφυσικὸ κεφάλι.
Ἔμμονη ἰδέα τῆς εἶχε γίνει.
Τὸ λαχτάρησε ὅσο τίποτε ἄλλο. Ἡ μέρα παραδινόταν στὴ μαγεία τῆς προσμονῆς. Αὐτὸς μπῆκε στὴ ζωή της σὰν παιχνιδιάρικο ἀπόγευμα ποὺ μύριζε ἀφρόλουτρο. Δὲ μιλοῦσε πολύ. Ἔβγαινε συχνὰ μὲ ἀντροπαρέες – τρανὴ ἀπόδειξη τῆς ἀντρικῆς ὑπεροχῆς του.Μιλοῦσε κοφτὰ χωρὶς πολλὲς
ἐξηγήσεις. Κάποτε ἀποφάσισε νὰ ρωτήσει: Θὰ πᾶμε γιὰ μπάνιο; Τὸ ἤθελε
ὅσο τίποτα στὸν κόσμο. Τὸ σκεφτόταν συνέχεια πάνω στὴ μηχανή. Δηλαδὴ
τότε τῆς ἦρθε ἡ ἰδέα. Ἡ θάλασσα πάφλαζε κιόλας στὰ πόδια της. Ἡ ἄσφαλτος
ἔκαιγε μὲ κύματα πυρετοῦ. Ἡ μηχανὴ πέρναγε μὲ ἑλιγμοὺς ἀνάμεσα
στὰ αὐτοκίνητα. Σταμάτησε. Κατέβα, εἶπε αὐτός. Εἴχανε φτάσει κιόλας.
Δὲν τὸ εἶχε καταλάβει. Κατέβηκε στὸν πολυσύχναστο δρόμο. Τὸν ἀκολούθησε
μὲ τὰ μάτια μέχρι ποὺ χάθηκε.
Ὁ
Τζώρτζης ἦταν τὸ ἀγόρι ποὺ εἶχε γνωρίσει σὲ μιὰ καφετέρια. Φυσικὸ ἦταν,
μιὰ καὶ ὁ δρόμος τῆς ἦταν γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα «ὁ δρόμος μὲ τὶς καφετέριες».
Εἶχαν κι ἕνα σιντριβάνι μπροστά. Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ἀλλιῶς. Αὐτὴ
χάζευε τὸ σιντριβάνι ὅταν κατάλαβε ἢ νόμισε πὼς τὴν κοίταζε. Τὰ νερὰ
εἶχαν μιὰ μουσικὴ ποὺ θύμιζε κάτι πολὺ καθαρὸ καὶ σχεδὸν διαρκές. Τῆς
ἄρεσε αὐτὴ ἡ ἰδέα.
Τὸ εἴδωλό της στὸν καθρέφτη
τῆς ἔγνεφε μὲ ἐμπιστοσύνη. Βιαστικὰ ἀλλὰ μὲ σωστὴ ἐπιλογὴ εἶχε
ψωνίσει τὸ ἴδιο πρωὶ ἕνα καινούργιο μαγιό.
Ἔβλεπε
κιόλας τὸν ἑαυτό της γοργόνα νὰ κολυμπᾶ σὲ μιὰ παραλία τῆς Ἀττικῆς,
στὴ μεθυστικὴ αὔρα τῆς θάλασσας. Μαζὶ μὲ τὸν Τζώρτζη βέβαια —δὲν μποροῦσε
νὰ φανταστεῖ τὸν ἑαυτό της χωρὶς αὐτόν— τὸ ἀγαλματένιο σῶμα μὲ τὶς ἀναλογίες
ποὺ τοῦ χάριζαν τὰ εἴκοσι τέσσερα χρόνια του, ψημένα στὸν ἥλιο τῆς οἰκοδομῆς
καὶ μὲ κεῖνο τὸ ἄρωμα τῆς ἐλευθερίας ποὺ τὴ συνέπαιρνε. Ἔριξε ἄλλη
μιὰ ματιὰ στὸν καθρέφτη. Τὸ σῶμα της διαγραφόταν ἀνεπαίσθητα γυναικεῖο
μὲ τὶς τρυφερὲς καμπύλες μέσα στὸ κοράλλι μαγιό.
Πῆρε ταξὶ γιὰ νὰ φτάσει πιὸ γρήγορα. Ἦταν πολὺ ζεστὸ ἀπόγευμα.
Ὅλα καίγονταν. Ἀποχαυνωμένοι ἄνθρωποι κινοῦνταν στοὺς δρόμους σὰν
ρομπότ. Αὐτὴ εἶχε μιὰ παράξενη χαρά. Σὰν παιδάκι ποὺ τοῦ χάριζαν κάποιο
σπάνιο παιχνίδι. Ἀνέβηκε τὴ μικρὴ σκάλα. Τῆς ἄνοιξε ὁ Τζὼρτζης, γυμνὸς
ἀπ’ τὴ μέση καὶ πάνω. Τῆς ἦρθε ἔντονη ἡ μυρωδιὰ τῆς μπογιᾶς. Περιπλανήθηκε
λίγο μέσα στὰ χρώματα καὶ στὰ πινέλα, σαστισμένη ἀπὸ τὴ μελαχρινὴ ὀμορφιά
του. Τὰ χέρια του ἦταν γεμάτα μπογιές. Τὶς πολυθρόνες σκέπαζαν κάτι
τριμμένα σεντόνια μὲ ἁπαλὰ ἐμπριμέ, σβησμένα ἀπὸ τὸ χρόνο.
— Περίμενε λίγο. Τελειώνω.
Ἀπὸ
τὸ κουζινάκι πρόβαλε ὁ Ἀντρέας. Τὸν εἶχε γνωρίσει μιὰ φορὰ στὴν καφετέρια.
— Μὲ βοηθάει στὸ βάψιμο, εἶπε ὁ Τζώρτζης καὶ πῆγε νὰ πλύνει τὰ
χέρια.
Ὁ
Ἀντρέας κάθισε στὸ φθαρμένο καναπὲ μὲ τὸ σῶμα ἐλαφρὰ λογισμένο πρὸς
τὰ μπρός. Μὲ τὰ μικρὰ διαπεραστικά του μάτια τὴν περιεργαζόταν.
— Θὰ πᾶμε γιὰ μπάνιο; τόλμησε νὰ ρωτήσει συγκρατημένα.
Ἡ
ἐπιθυμία φούντωσε μέσα της ἕνα εἶδος πυρετοῦ.
— Ἔχω ἁμάξι, πετάχτηκε ὁ Ἀντρέας καὶ μετὰ ἀπότομα σώπασε.
Ὁ
Τζώρτζης δὲν ἀπάντησε, μόνο τῆς χαμογέλασε μὲ κεῖνο τὸ ὑπέροχο χαμόγελο.
Ἅπλωσε τὰ χέρια στὸ κορμί της καὶ τὴν ψαχούλεψε. Τὰ δάχτυλά του ἔπαιξαν
μὲ τὸ μικροσκοπικὸ μπικίνι κάτω ἀπὸ τὸ μακό. Τὴν τράβηξε ἀπὸ τὴ μέση,
τὴν ἔσυρε σχεδόν.
Διαμαρτυρήθηκε χαμηλόφωνα.
— Ἔλα, ὁ Ἀντρέας εἶναι φίλος.
Μπῆκαν στὸ δωμάτιο. Στὴν πόρτα πρόβαλε ἡ λιγνὴ φιγούρα τοῦ Ἀντρέα.
Τὰ βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Εἶδε στὰ μάτια του μιὰ μικρὴ λάμψη.
Κάτι τὴν ἐνοχλοῦσε βαθιὰ μέσα της καὶ τὴν ἐρέθιζε. Σὲ δευτερόλεπτα
τὸ μικρὸ κεφάλι ἐξαφανίστηκε. Ἀκούστηκε ἡ φωνή του ὑπόκωφη ἀπὸ
τὸ χόλ. Καθησυχαστική. Εἶχε ὅμως τὴν ἐντύπωση πὼς τοὺς παρακολουθοῦσε,
κι αὐτὸ τῆς προκάλεσε βαθιὰ ἀναστάτωση.
Ὁ
Τζώρτζης τὴν ἔριξε στὸ κρεβάτι. Ἀγκομάχησε μέσα της γιὰ λίγο. Μετὰ
σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ μπάνιο. Αὐτὴ μάζεψε τὸ μαγιὸ ἀπὸ κάτω καὶ τὸ
τύλιξε στοργικὰ σὰν κάτι ζωντανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου