ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ τοὺς μακρεῖς περιπάτους ἕνα
καυτὸ καλοκαιρινὸ ἀπόγευμα. Τρεῖς μὲ τέσσερις ὧρες ἀρχικὰ καὶ μετὰ
τὴν δεύτερη συνάντηση, ἔφτασαν νὰ περιφέρονται στοχαστικά, γιὰ
πέντε, ἀκόμη καὶ γιὰ ἑφτὰ ὧρες. Διέσχιζαν τὴν Ἀθήνα μέσα ἀπὸ τὶς
γειτονιές της, πηγαίνοντας ἀπὸ τὸ Χαλάνδρι στὸ Παναθηναϊκὸ Στάδιο,
καὶ ἀπὸ τὸν παλιὸ σιδηροδρομικὸ σταθμό, μέχρι τὸ Μοσχάτο στὶς ἐκβολὲς
τοῦ Κηφισοῦ· ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ ὣς στὴν Βούλα· ἀπὸ τὰ Ἄνω Πατήσια μέχρι
τὴν Ὁμόνοια, καὶ ἀπὸ κεῖ, στὴν Ἀκαδημία Πλάτωνος. Θαύμασαν τὰ μοντερνιστικὰ
τῆς Δροσοπούλου, τῆς Νάξου, τὴν καταπράσινη Σεφέρη, τὴν νωχελικότητα
τῆς Παρίτση· τὸν ἀνοιχτὸ καὶ πλατὺ ὁρίζοντα σὲ κάποιους δρόμους τῆς
Βούλας καὶ τῆς Γλυφάδας, πού, θύμιζαν γειτονιὲς ἄλλης χώρας. Ἡ κάθε
συνοικία μποροῦσε σχεδὸν νὰ διαβαστεῖ, μέσα ἀπὸ μιὰ ἀνάλυση κοινωνικῆς
γεωγραφίας, ἱστορίας, ἀρχιτεκτονικῆς καὶ πολεοδομικοῦ σχεδιασμοῦ.
Ἡ Νέα Χαλκηδόνα μὲ τὶς μονοκατοικίες της καὶ τὶς ἔντονες ἀναφορὲς
στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ Κηφισιὰ μὲ τὰ ἀρχοντικά της, ἡ ἄνω Κυψέλη
μὲ τὶς ἀνηφόρες καὶ τὶς ἀναπάντεχες ὁριζόντιες ὀπτικές της· ὁ Ταῦρος
μὲ τὸ βιομηχανικὸ σκηνικό, νὰ διασχίζει ὅλο το τοπίο μέχρι τὸ
λιμάνι, κι ἡ Καλλιθέα, μὲ τὰ ἀσφυκτικά της διώροφα, τὰ στενὰ πεζοδόμια
μὲ τὶς νερατζιές, καὶ τὴν ἀπρόσμενη ἐκβολή της στὴν θάλασσα. Ἐπιπλέον,
ἡ ποικιλία τῶν σπιτιῶν, ἀπὸ γωνιὰ σὲ γωνιά, ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ
τοὺς δημιουργοῦσε μιὰ αἴσθηση πὼς ἴσως περιπλανῶνται γιὰ μέρες. Ὅσο
τὸ πέρασμα, ἀπὸ τὴν μιὰ περιοχὴ στὴν ἄλλη, ὅπως ἀπὸ τὸ Ψυχικὸ στὴν
Ἑλληνορώσων γιὰ παράδειγμα, ἔμοιαζε μὲ ταξίδι στὸν χρόνο.
Ὁ χρόνος ποὺ πέρναγε περπατώντας, ἄφηνε στὶς ψυχὲς τοὺς ἕνα ἐλαφρὺ
αἴσθημα πολυτελοῦς ἀνάπαυλας, καὶ στὸ σῶμα τους, μιὰ βραδυφλεγῆ εὐχαρίστηση,
σὰν νὰ βρίσκονται σὲ σάουνα. Τὰ θέματα τῶν συζητήσεων ἦταν ποικίλα
καὶ αὐτά: ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς παρατηρήσεις, μετακινοῦνταν μὲ εὐκολία
στὰ ἐσωτερικά, φιλοσοφικὰ ἀναπάντητα ἐρωτήματα, χωρὶς καμία
διάθεση νὰ τὰ ἐπιλύσουν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, περναγαν προσεκτικὰ στὰ
πιὸ προσωπικά, στὶς καθημερινὲς ἀποτυχίες, ἄλλοτε ἐπαγγελματικές,
ἄλλοτε ἐρωτικές.
Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ προσωπικὰ δράματα, μέσα στὸν μεγάλο περίπατο,
φωτίζονταν διαφορετικά. Διαχέαν κάτι ἀπὸ τὴν πικρία τους, σκορποῦσαν
κάτι ἀπὸ τὴν γύρη τους, στὸ συλλογικὸ ἀσυνείδητο τῆς πόλης. Καὶ ἡ
πόλη θώπευε αὐτὲς τὶς μικρὲς γιὰ ἐκείνη τραγωδίες, καὶ ἔπειτα τὶς
διέχεε στὰ σπλάχνα της ἀνανεωμένες· ἀποκαθηρμένες ἀπὸ τὸ δάκρυ
καὶ τὸν πόνο, μὲ ὅλη τους τὴν πρωταρχικὴ δόξα. Ἔτσι τὸ περπάτημα στὴν
πόλη ἐπενεργοῦσε μὲ κάποιο ἀνεξήγητο μηχανισμό, θετικὰ στοὺς
δύο περιπατητές μας καὶ οἱ καρποὶ μιᾶς πρώιμης φιλίας ἄρχισαν νὰ ἀναφύονται.
Μιᾶς ἀνιδιοτελοῦς ἀνδρικῆς φιλίας.
Τὸ ἅδραγμα τῶν πρώτων φαινομενικὰ ὥριμων αὐτῶν καρπῶν, ἦρθε
τὴν ἐποχὴ τοῦ φθινοπώρου, Σεπτέμβριο, ὅπου στὴν Ἀττική, δὲν διαφέρει
καὶ τόσο ἀπὸ τὸ θέρος. Ξεκίνησε δειλά, μὲ ἀμοιβαῖες ἐξομολογήσεις
περὶ ἀνέφικτου ἔρωτα καὶ τὴν συνήθεια ποὺ ἔχουν οἱ ποιητὲς νὰ ἐξυμνοῦν
τὴν ὀμορφιά του, δίχως ἡ σάρκα, νὰ ἔχει κορέσει τὴν δίψα της. Κάτω ἀπὸ
τὶς πιὸ ἄκομψες ἀπορρίψεις, ἔχουν γεννηθεῖ πραγματικὰ ἀριστουργήματα.
Καὶ ὅπως συμβαίνει πάντα μὲ τοὺς ποιητές, τὶς συχνὰ δονκιχωτικὲς αὐτὲς
φιγοῦρες, ἡ προοπτικὴ τῆς δημιουργίας ἑνὸς τέτοιου ἀριστουργήματος,
δείχνει νὰ ἔχει μεγαλύτερη βαρύτητα ἀπὸ τὴν πραγμάτωση ἑνὸς ἀνέλπιστου
καὶ ἀληθινὰ τρελλοὺ ἔρωτα. Γιατί τὸ φῶς του εἶναι τέτοιο, ποὺ θαμπώνει
τὴν καθεαυτὴ πράξη. Καὶ μόνο ποὺ ζεῖς, σοῦ εἶναι ἀρκετό, χωρὶς νὰ σὲ
ἐνδιαφέρει ἡ ἐπιτυχὴς κατάληξη τοῦ πάθους. Καὶ ὅσο γιὰ τὸ καλλιτεχνικὸ
δημιούργημα, μήπως δὲν στέκει κατὰ μία ἔννοια ὡς τὸ νόθο παιδί,
κάθε μεγάλου καὶ ἀνέφικτου ἔρωτα;
Συνέχιζαν τοὺς ἀργόσυρτους περιπάτους συζητώντας γιὰ ὅλα αὐτὰ
καί, σταδιακά, ἄρχισαν νὰ διαχωρίζουν τὶς ἀπόψεις τους, σὰν δυὸ
κλαδιὰ ποὺ ἀπομακρύνονται. Ὁ ἕνας θὰ ὑποστήριζε ἀκράδαντα, πὼς
τὸ φῶς καὶ ἡ ἰδέα, ἡ σύλληψη ἑνὸς ἀκόμη ποιήματος γιὰ Ἐκείνη, εἶναι
ἀρκετά· πὼς ἕνα χαϊκού, εἶναι τὸ ὕψιστο ἐπίπεδο εὐτυχίας, τὸ ὁποῖο,
ἕνας μεγάλος ἔρωτας μπορεῖ νὰ τὸν ἀνεβάσει. Ὁ ἄλλος θὰ διατυμπάνιζε
τὴν πραγματική του λατρεία γιὰ τὸν ἐπίγειο ἔρωτα, τὸ ἄγγιγμα, τὰ
φιλιά· τὶς ἀπροσμέτρητες σαρκικὲς ἀπολαύσεις. Τὴν ζωὴ δίπλα στὴν
καθημερινὴ τριβὴ τῶν πραγμάτων. Καὶ πώς, ἀκόμη κι ἐκεῖ, συνήθως ἐκεῖ,
καρποφορεῖ τὸ ὡραῖο καὶ ὑψηλό· πὼς ἐκεῖ ἀνθίζει, ἕνας κῆπος μὲ
πραγματικὰ λουλούδια.
Μὲ λίγα λόγια, εἶχαν καὶ οἱ δυό, μιὰ βαθιὰ πίστη στὰ θαύματα.
Ὅταν τελικὰ κουράστηκαν, κάθισαν σὲ ἕνα ταβερνεῖο, παρήγγειλαν
χωριάτικη, δυὸ μερίδες μπιφτέκια, πατάτες τηγανητές, τυρὶ σαγανάκι
καὶ μπύρες. Βούτηξαν μανιασμένοι τὸ ψωμὶ στὴν σαλάτα καί, ὅταν αὐτὴ
ἄδειασε, παρήγγειλαν κι ἄλλη. Ἔφαγαν κάπως ἀργὰ τὰ ὑπόλοιπα,
τσιμπολογώντας, σχεδὸν ἀμίλητοι ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο φαινόταν,
νὰ ἔχει περιέλθει, ἡ ἀρχική τους συζήτηση. Ὁ χρόνος πάγωσε ἀνάμεσα
ἀπὸ τὶς μπουκιές, ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς παπάρες, καί οἱ περιπαιχτικὲς ἀκτίνες
τοῦ ἥλιου πότε ἔλαμπαν, πότε κρύβονταν, κάτω ἀπὸ τὴν ζελατίνα. Τὸ
γκαρσόνι πρότεινε νὰ κατεβάσει τὴν τέντα. Ἔγνεψαν καταφατικὰ
καί, καθὼς ἡ καθημερινότητα τύλιγε σὰν σάβανο τὶς σκέψεις τους, ἄκουγαν
σιωπηλοί το ἀργόσυρτο στρίγκλισμα τῆς μανιβέλας.
[06 .07. 2021]
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Κίμων Καλαμάρας (Ἀθήνα, 1976). Εἶναι ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτὴς
καὶ ἐκπαιδευτὴς ἐπαγγελματιῶν ψυχικῆς ὑγείας στὴν συστημικὴ οἰκογενειακὴ
θεραπεία. Ἀσχολεῖται μὲ τὴν ποίηση καὶ τὴν πεζογραφία. Δημοσίευσε
στὰ περιοδικὰ Ἰδεοδρόμιο, Ἐντευκτήριο, Δέκατα καὶ στοὺς
ἱστότοπους Πλανόδιον-Ἱστορίες
Μπονζάι, Νέο Πλανόδιον. Πρῶτο του
βιβλίο: Γράμματα
σὲ ἕναν συγγραφέα (ἐπιστολικὴ νουβέλα, Ἐκδόσεις
Γκοβόστη, 2020).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου