Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Ἡ λε­μο­νιά

Του Κρίστη Ελαίου*

 .
ΞΥΠΝΗΣΑ τὸ με­ση­μέ­ρι μὲ τὰ ὄ­νει­ρα νὰ μὲ γυ­ρί­ζουν ὅ­λο τὸ βρά­δυ, ζα­λι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν κα­πνὸ ποὺ εἶ­χα ρου­φή­ξει ὣς ἀρ­γὰ τὸ πρω­ί. Ἄ­νοι­ξα τὰ πα­ρά­θυ­ρα νὰ μπεῖ ὁ φρέ­σκος ἀ­έ­ρας, ἔ­ρι­ξα δυ­ὸ κου­τα­λι­ὲς κα­φὲ μέ­σα στὴ κού­πα μου. Ἡ πό­λη ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ, ὅ­λα κα­νο­νι­κὰ καὶ συγ­χρο­νι­σμέ­να, τὰ μα­γα­ζιὰ μὲ τοὺς ἐμ­πό­ρους στὴν πόρ­τα νὰ ἀ­δη­μο­νοῦν, τὸν ζη­τιά­νο νὰ πει­νά­ει, τὴ λε­μο­νιὰ στὸν ὑ­παί­θριο νὰ εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πὸ φρέ­σκα καὶ μυ­ρω­δά­τα λε­μό­νια. Αὐ­τὴ ἡ λε­μο­νιά, μοῦ ἔ­χει κά­νει φο­βε­ρὴ ἐν­τύ­πω­ση, μέ­σα στὸ τσι­μέν­το στέ­κει ἀ­γέ­ρω­χη καὶ πε­ρή­φα­νη γεν­νών­τας κά­τι καρ­ποὺς ποὺ ἀ­κό­μα καὶ ὁ πιὸ ἐ­πι­δέ­ξιος ἀ­γρό­της, θὰ τοὺς ζή­λευ­ε. Μὲ πῆ­ρες τη­λέ­φω­νο νὰ μὲ κα­λη­με­ρί­σεις, ὅ­πως πάν­τα. Σή­με­ρα δὲν εἶ­χα δι­ά­θε­ση νὰ βά­λω σὲ τά­ξη τί­πο­τα, οὔ­τε τὴ λάν­τζα στὸ νε­ρο­χύ­τη, οὔ­τε τὰ πε­τα­μέ­να ροῦ­χα. Τὸ κά­θε τὶ ποὺ βρί­σκε­ται μπρο­στά σου, θυ­μί­ζει κά­τι ἀ­πὸ τὸ πα­ρελ­θόν, κά­τι ποὺ ἔ­ζη­σες καὶ ξαφ­νι­κὰ ζων­τα­νεύ­ει μέ­σα ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρα ἁ­πλὰ κα­θη­με­ρι­νὰ τί­πο­τα, οἱ εἰ­κό­νες, τὰ λό­για, ὅ­λα ἔ­χουν τὸν λό­γο τους. Παγ­κρά­τι ὥ­ρα 12:00. Ἔ­ρι­ξα μιὰ μα­τιὰ στὶς εἰ­δή­σεις, ἡ ἱ­στο­ρί­α ἀ­κό­μα δη­μι­ουρ­γεῖ, ἔ­στω κι ἂν πα­λεύ­ει γι’ ἄλ­λα ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ εἶ­χαν γρα­φτεῖ. Αὐ­τὸ πα­ρα­τή­ρη­σα ἐ­νο­χλοῦ­σε καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ, κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος ὅ­ταν δι­α­ψεύ­δε­ται... «Ἡ ἀ­νάγ­κη νὰ ἔ­χεις πάν­τα δί­κιο σφρα­γί­δα ἑ­νὸς χυ­δαί­ου πνεύ­μα­τος» εἶ­χε γρά­ψει ὁ Κα­μύ, μᾶλ­λον ἐν­νο­οῦ­σε τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ σύγ­χρο­νου πνεύ­μα­τος γιὰ τὴν χυ­δαι­ό­τη­τά του· πε­ρί­ερ­γο, πὼς κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι πι­στο­ποί­η­σαν τὴ θε­ω­ρί­α τους μὲ τὴ ἴ­δια τους τὴ ζω­ή… Αὐ­το­κι­νη­τι­στι­κὸ δυ­στύ­χη­μα, «Τὸ πα­ρά­λο­γο πα­ρα­μο­νεύ­ει σὲ κά­θε στρο­φή» εἶ­χες πεῖ καὶ εἶ­χες δί­κιο, γιὰ αὐ­τὸ καὶ δὲν ἤ­σουν χυ­δαῖ­ο πνεῦ­μα. Στὴν Ἑλ­λά­δα τοῦ σή­με­ρα τώ­ρα, μιὰ χώ­ρα ποὺ ἔ­χει πέ­σει πά­νω της ὅ­λος ὁ κό­σμος, γύ­ρω της χο­ρεύ­ουν ἐ­πα­να­στά­σεις, ἐ­ξε­γέρ­σεις, με­τα­τρο­πές, οἰ­κο­νο­μι­κὰ προ­γράμ­μα­τα, σω­τῆ­ρες, καὶ Σω­τη­ρί­ες, ἄ­σπον­δοι φί­λοι, κι αὐ­τὴ κρα­τά­ει ἀ­κό­μα πα­ρα­τη­ρή­τρια τοῦ που­θε­νά, σὰν νὰ ψά­χνει νὰ βρεῖ τὸ δρό­μο της μέ­σα σὲ αὐ­τὴ τὴ δί­νη, εἶ­ναι πε­ρί­ερ­γο, μοῦ θυ­μί­ζει τὴ λε­μο­νιά μου,
ἐ­γώ, μοῦ λέ­ει, θὰ φτιά­ξω τὰ λε­μό­νια μου γιὰ νά ‘χεις ἂν θὲς λί­γο ξι­νὸ χυ­μὸ νὰ πι­εῖς, νὰ δρο­σι­στεῖς μέ­σα στὴν κά­ψα τοῦ κα­λο­και­ριοῦ, ἐ­σὺ μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις ὅ,τι θές, ἐ­γώ σοῦ προ­σφέ­ρω ἁ­πλὰ τοὺς καρ­πούς μου. Ἔ­κο­ψα ἕ­να λε­μό­νι καὶ τὸ ἔ­φε­ρα στὸ πρό­σω­πό μου, ἔ­κλει­σα τὰ μά­τια μου καὶ ἀ­φέ­θη­κα στὴν μυ­ρω­διά του, ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ λε­μο­νιοῦ ται­ριά­ζει μὲ τὸ κί­τρι­νο, «Οὐ­δὲν ἄ­τα­κτον τῶν φύ­σει». Ὁ κα­φές μου τε­λει­ώ­νει ἔ­χει μεί­νει μό­νο μιὰ γου­λιά, ἀ­νά­βω ἕ­να τσι­γά­ρο καὶ σκέ­φτο­μαι τὰ λό­για πού μοῦ εἶ­πες «ἀ­κό­μα καὶ μέ­σα σὲ αὐ­τὴ τὴ πα­ρα­κμὴ θὰ ὑ­πάρ­ξουν ἄν­θρω­ποι ποὺ θ’ ἀλ­λά­ξουν τὴν κα­τά­στα­ση» εἶ­σαι μιὰ με­τα­νά­στρια, μιὰ ξέ­νη, μιὰ λε­μο­νιά, μέ­σα στὸ γκρί­ζο τσι­μέν­το.                                  
       Με­γά­λο πράγ­μα ν’ ἀν­τέ­χεις, γλυ­κιά μου λε­μο­νιά!.

*Κρίστης Ἐ­λαῖ­ος (Κέρκυρα, 1981). Ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ διαδίκτυο (ποιεῖν, poema, Τὸ παράθυρο, vakxikon).

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου