Του Στέφανου
Τακτικού*
.
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΑΚΟΥΣ νὰ μιλᾶνε
ὅλο γιὰ λεφτά. Μιλοῦν χωρὶς σταματημό, λὲς καὶ δουλεύουν μὲ κέρματα.
Πληρωμένες ἀπαντήσεις, λόγια ποὺ ἀνταλλάσσονται τοῖς μετρητοῖς – εἶν’
ὅλο γιὰ κάποια δοσοληψία· χωρὶς λόγο, τζάμπα καὶ βερεσὲ —δηλαδὴ
νά ’χουμε νὰ λέμε— μεταξὺ φίλων ποὺ δὲν χαρίζονται. Τὰ στόματα ἀνοίγουν
διάπλατα σὰν νὰ βγάζουν τὴ γλώσσα κοροϊδευτικά· οἱ ἦχοι μοιάζουν ἄναρθροι
σὰν ν’ ἄνοιγε τὸ συρτάρι ταμειακῆς μηχανῆς. Κυκλοφορεῖς ἀνάμεσα
στὸ πλῆθος λαθραῖα, νιώθοντας σὰν πλαστὸ χαρτονόμισμα κι ἐκεῖ ξεχωρίζεις,
σὰν κλέφτης ποὺ καιροφυλακτεῖ ἐνῶ ἐκεῖνοι σὲ ἀγνοοῦν ἀνύποπτοι,
προερχόμενες ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερά, φράσεις νὰ κουδουνίζουν μὲ τὸν
ἦχο ποὺ κάνει ἕνα κέρμα ποὺ πέφτει στὸ πλακόστρωτο. Ἀπὸ τὶς φτηνὲς ὑποσχέσεις
τῆς πολιτικῆς μέχρι τὸ πεζοδρόμιο, τὰ λόγια πέφτουν στὸ κενό. Στὴν ἀγορὰ
ὅλοι μιλοῦν ἀνάμεσα στὰ δόντια σὰν νὰ δαγκώνουν κάλπικο νόμισμα – ἢ
καὶ ἐφαρμόζουν πιστὰ τὸ δόγμα: «ἡ σιωπὴ εἶναι χρυσός». Τὰ λόγια τους,
ὅταν μιλᾶνε γιὰ λεφτὰ —δηλαδὴ πάντοτε ἀνεξαιρέτως— εἶναι ἡ ἴδια
τους ἡ σιωπή – ἐξαργυρωμένη, κελαηδώντας σὰν ζεστὸ συνάλλαγμα.
Τὸ ἀφεντικὸ εἶχε φύγει γιὰ κεῖ ὅπου δὲν περνᾶνε λεφτὰ καί, μέχρι νὰ ἐκδηλωθεῖ
ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐκμετάλλευση τῶν λουτρῶν, τὸ κοινὸ ἔμπαινε ἐλεύθερα
– ἔλειπε ὁ σκύλος πού, τὸ Χειμώνα, φύλαγε σὰν Κέρβερος καί, περνώντας
τὴν καγκελόπορτα, ἦταν σάν, ἐν τῇ ἀπουσίᾳ του, νὰ εἰσερχόσουν λαθραῖα
στὸν κάτω κόσμο, ὅπου οἱ ψυχές, μ’ αὐτὴν τὴ σιωπὴ τοῦ βυθοῦ, ἔστεκαν ἀμίλητες
ἤ, σὰν νὰ ‘ταν τὰ φαντάσματα τῶν ἀλλοτινῶν λουομένων ποὺ ’χαν γίνει ἀφρός,
ψιθύριζαν μυστήρια καὶ ἀκατάληπτα μὲ τὴ βοὴ τῶν κυμάτων, σ’ αὐτὸ τὸ
διφορούμενό τους πήγαιν’ ἔλα, τὸ αἰώνιο πού, ὅμως, δήλωνε ὅτι ὅλα
ἦταν παροδικά, ὅπως ἐκεῖνα ἔρχονταν καὶ παρέρχονταν.
Μὲ τὰ κύματα,
τὸ ἀφεντικὸ ἔκοψε στὴν εἴσοδο μιὰ ζωὴ εἰσιτήρια κι ἔτσι πλήρωσε
γιὰ τὸ τελευταῖο του ταξίδι, ἀπ’ αὐτὰ τὰ φραγκοδίφραγκα, τὰ ναῦλα
γιὰ τὴν εἴσοδό του στὸ νερὸ καὶ τὴ μεταφορά του ἀκτοπλοϊκῶς, ἀπὸ τὸ
βαρκάρη – σὲ αὐτὴν τὴν τελευταία συναλλαγή, κάπως σὰν ἐπισφράγιση
τοῦ ὅτι ὁ νεκρὸς δὲν ἄφηνε ἀνοικτοὺς λογαριασμούς, συγκαταλεγόμενος
πιὰ ἀνάμεσα σὲ ὅσους δὲν ταράζονταν ἀπὸ καμία ἀνάγκη ἢ ἐπιθυμία.
Ἐδῶ πιὰ δὲν εἶχες ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα ἡ θάλασσα ἦταν
γαλήνια τόσο πού, κάτω ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια ποὺ ἔπαιρνε τὴν ἀνταύγεια
τῆς ροδαλῆς σάρκας, σὰν τὸ φάντασμα τῶν κυμάτων ποὺ ἀναβιώνει μέσα ἀπὸ
ἕνα κοχύλι, μποροῦσες νὰ ἀνακαλέσεις τὸν ἀπόηχο μιᾶς ἐνδομήτριας
θαλπωρῆς. Μποροῦσες νὰ ξεγελαστεῖς γιὰ μιὰν ὥρα μ’ αὐτὴν τὴν ψευδαίσθηση
αὐτάρκειας. Ἀλλὰ τὸ ζευγάρι μιλοῦσε γιὰ τὰ ψώνια τῆς ἑβδομάδας – ὀνειρεύονταν
πὼς κολυμποῦσαν στὰ λεφτά. Μὲ τὸ νερὸ ὣς τοὺς λαιμούς τους, τὰ κεφάλια
τους ἔμοιαζαν σὰν αὐτὸ τῆς Γοργόνας πού ’χε ἀναδυθεῖ στὴν ἐπιφάνεια.
Ἡ ἀδελφή τοῦ Μέγα Ἀλέξαντρου ρώταγε: Νὰ
ζεῖ κανεὶς ἢ νὰ μὴ ζεῖ; Ὁ Ἀδελφός της ἔριχνε τὴ σκιὰ τῆς ἐξουσίας
τοῦ χρήματος ποὺ ἔκρυβε τὸ ἡλιοβασίλεμα, ὅπως ἄλλοτε στὸ κατοστόδραχμο
ὅπου, στὴν ἄλλη μεριά, ἔκρυβε τὸν ἥλιο τῆς Βεργίνας. Τὸ ἐμπόρευμα ὑποσχόταν
τὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ χαροῦν, νὰ ἐπιθυμήσουν τὸν ἥλιο καὶ τὴ
θάλασσα. Ἔπαιζαν τὴ ζωὴ κορώνα-γράμματα καὶ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ἡ
θάλασσα θὰ ξέβραζε κάποιο πτῶμα.
Εἴχαμε πιὰ ἀπομείνει μόνοι, αὐτοὶ κι ἐγώ, καὶ μοῦ ἦρθε νὰ τοὺς μιλήσω.
Ἤμουνα ἕτοιμος, ἀλλὰ δίστασα – ἂν πλησιάσεις κάποιους αὐτοὶ ἀμέσως
θὰ βάζουν διάφορα μὲ τὴ σκέψη τους, θὰ σκεφτοῦν τί ζητᾶς ἀπ’ αὐτούς.
Ἄσε, εἶπα, θὰ νομίσουν ὅτι τοὺς ζητάω λεφτά. Θεωρεῖται, σκέφτηκα,
φυσιολογικὸ νὰ μιλήσεις μὲ ἀγνώστους μόνο ἐφοδιασμένος μὲ ἕνα
χαρτονόμισμα – εἶναι σὰν νά ’χεις συστατικὴ ἐπιστολὴ ὑπογεγραμμένη
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πρόεδρο τῆς Κεντρικῆς Τραπέζης.
Οὕτως ἢ ἄλλως μοῦ εἶχαν βουλώσει τ’ ἀφτιὰ καὶ γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς μέρας
θὰ ἄκουγα τὸν ἀπόηχο τῆς θάλασσας, ἔχοντας στ’ ἀφτί μου νὰ μοῦ ψιθυρίζει
τὸν φλοῖσβο. Ἐνίοτε ἀγαθοποιὰ θαλάσσια πνεύματα ἔρχονται καὶ βουλώνουν
ἔτσι τ’ ἀφτιά μας νὰ μὴν ἀκοῦμε, προφυλάσσοντάς μας ἀπ’ τὶς Σειρῆνες
τῆς ρηχῆς καθημερινότητας. Αὐτὸ τὸ κουβεντολόι τῶν ὠκεανίδων,
ποὺ τώρα μὲ ἀκολούθησαν, ἠχοῦσε στ’ ἀφτιά μου παρηγορητικὰ – σὰν τὸν
ἐνδοϋποκειμενικὸ διάλογο ὅπου κανεὶς βυθίζεται καὶ ποὺ διαφέρει
τόσο ἀπὸ τοὺς λογαριασμοὺς πού, διαρκῶς, βουίζουν στὸ κεφάλι τοῦ homo
economicus. Κάθονται στὸ προσκέφαλό μας καὶ ἐξατμίζονται τὸ πρωὶ ὅταν
μιὰ σταγόνα ἅρμης ἔχει ἀπομείνει ἀπ’ αὐτὲς σὰν νόμισμα πάνω στὸ μαξιλάρι
μας.
Βγῆκα ἀπ’ τὸ νερό. Στὴ χρυσὴ ἄμμο ἕνα νήπιο καθόταν μὲ τὸ φτυάρι καὶ
τὸ κουβαδάκι του καὶ αὐτὸ τὸ πλαστικὸ κόσκινο σὰν μελλοντικὸς χρυσοθήρας.
Ἔτσι τὸ τοπίο φάνταζε ἐρημικό. Τὸ μωρὸ ἴσα ποὺ θά ’χε ἀρχίσει νὰ λέει
τὶς πρῶτες του λέξεις. Καθὼς φώναξε «μαμά», νόμισα πὼς τὸ ἄκουσα μὲ τὰ
βότσαλα στὸ στόμα του, νὰ προσπαθεῖ νὰ μάθει νὰ μιλάει σὰν τοὺς μεγάλους,
ἔχοντας κάτω ἀπ’ τὴ γλώσσα τὸ Χαρώνειο νόμισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου