Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Ἡ Οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Λό­γου

 Του Στέφανου Τακτικού*
 .
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΑΚΟΥΣ νὰ μι­λᾶ­νε ὅ­λο γιὰ λε­φτά. Μι­λοῦν χω­ρὶς στα­μα­τη­μό, λὲς καὶ δου­λεύ­ουν μὲ κέρ­μα­τα. Πλη­ρω­μέ­νες ἀ­παν­τή­σεις, λό­για ποὺ ἀν­ταλ­λάσ­σον­ται τοῖς με­τρη­τοῖς – εἶ­ν’ ὅ­λο γιὰ κά­ποι­α δο­σο­λη­ψί­α· χω­ρὶς λό­γο, τζάμ­πα καὶ βε­ρε­σὲ —δη­λα­δὴ νά ’χου­με νὰ λέ­με— με­τα­ξὺ φί­λων ποὺ δὲν χα­ρί­ζον­ται. Τὰ στό­μα­τα ἀ­νοί­γουν δι­ά­πλα­τα σὰν νὰ βγά­ζουν τὴ γλώσ­σα κο­ρο­ϊ­δευ­τι­κά· οἱ ἦ­χοι μοιά­ζουν ἄ­ναρ­θροι σὰν ν’ ἄ­νοι­γε τὸ συρ­τά­ρι τα­μεια­κῆς μη­χα­νῆς. Κυ­κλο­φο­ρεῖς ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος λα­θραῖ­α, νι­ώ­θον­τας σὰν πλα­στὸ χαρ­το­νό­μι­σμα κι ἐ­κεῖ ξε­χω­ρί­ζεις, σὰν κλέ­φτης ποὺ και­ρο­φυ­λα­κτεῖ ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νοι σὲ ἀ­γνο­οῦν ἀ­νύ­πο­πτοι, προ­ερ­χό­με­νες ἀ­πὸ δε­ξιὰ καὶ ἀ­ρι­στε­ρά, φρά­σεις νὰ κου­δου­νί­ζουν μὲ τὸν ἦ­χο ποὺ κά­νει ἕ­να κέρ­μα ποὺ πέ­φτει στὸ πλα­κό­στρω­το. Ἀ­πὸ τὶς φτη­νὲς ὑ­πο­σχέ­σεις τῆς πο­λι­τι­κῆς μέ­χρι τὸ πε­ζο­δρό­μιο, τὰ λό­για πέ­φτουν στὸ κε­νό. Στὴν ἀ­γο­ρὰ ὅ­λοι μι­λοῦν ἀ­νά­με­σα στὰ δόν­τια σὰν νὰ δαγ­κώ­νουν κάλ­πι­κο νό­μι­σμα – ἢ καὶ ἐ­φαρ­μό­ζουν πι­στὰ τὸ δόγ­μα: «ἡ σι­ω­πὴ εἶ­ναι χρυ­σός». Τὰ λό­για τους, ὅ­ταν μι­λᾶ­νε γιὰ λε­φτὰ —δη­λα­δὴ πάν­το­τε ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως— εἶ­ναι ἡ ἴ­δια τους ἡ σι­ω­πή – ἐ­ξαρ­γυ­ρω­μέ­νη, κε­λα­η­δών­τας σὰν ζε­στὸ συ­νάλ­λαγ­μα.
       Τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ εἶ­χε φύ­γει γιὰ κεῖ ὅ­που δὲν περ­νᾶ­νε λε­φτὰ καί, μέ­χρι νὰ ἐκ­δη­λω­θεῖ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὴν ἐ­κμε­τάλ­λευ­ση τῶν λου­τρῶν, τὸ κοι­νὸ ἔμ­παι­νε ἐ­λεύ­θε­ρα – ἔ­λει­πε ὁ σκύ­λος πού, τὸ Χει­μώ­να, φύ­λα­γε σὰν Κέρ­βε­ρος καί, περ­νών­τας τὴν καγ­κε­λό­πορ­τα, ἦ­ταν σάν, ἐν τῇ ἀ­που­σί­ᾳ του, νὰ εἰ­σερ­χό­σουν λα­θραῖ­α στὸν κά­τω κό­σμο, ὅ­που οἱ ψυ­χές, μ’ αὐ­τὴν τὴ σι­ω­πὴ τοῦ βυ­θοῦ, ἔ­στε­καν ἀ­μί­λη­τες ἤ, σὰν νὰ ‘ταν τὰ φαν­τά­σμα­τα τῶν ἀλ­λο­τι­νῶν λου­ο­μέ­νων ποὺ ’χαν γί­νει ἀ­φρός, ψι­θύ­ρι­ζαν μυ­στή­ρια καὶ ἀ­κα­τά­λη­πτα μὲ τὴ βο­ὴ τῶν κυ­μά­των, σ’ αὐ­τὸ τὸ δι­φο­ρού­με­νό τους πή­γαι­ν’ ἔ­λα, τὸ αἰ­ώ­νιο πού, ὅ­μως, δή­λω­νε ὅ­τι ὅ­λα ἦ­ταν πα­ρο­δι­κά, ὅ­πως ἐ­κεῖ­να ἔρ­χον­ταν καὶ πα­ρέρ­χον­ταν.
Μὲ τὰ κύ­μα­τα, τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ ἔ­κο­ψε στὴν εἴ­σο­δο μιὰ ζω­ὴ εἰ­σι­τή­ρια κι ἔ­τσι πλή­ρω­σε γιὰ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο του τα­ξί­δι, ἀ­π’ αὐ­τὰ τὰ φραγ­κο­δί­φραγ­κα, τὰ ναῦ­λα γιὰ τὴν εἴ­σο­δό του στὸ νε­ρὸ καὶ τὴ με­τα­φο­ρά του ἀ­κτο­πλο­ϊ­κῶς, ἀ­πὸ τὸ βαρ­κά­ρη – σὲ αὐ­τὴν τὴν τε­λευ­ταί­α συ­ναλ­λα­γή, κά­πως σὰν ἐ­πι­σφρά­γι­ση τοῦ ὅ­τι ὁ νε­κρὸς δὲν ἄ­φη­νε ἀ­νοι­κτοὺς λο­γα­ρια­σμούς, συγ­κα­τα­λε­γό­με­νος πιὰ ἀ­νά­με­σα σὲ ὅ­σους δὲν τα­ρά­ζον­ταν ἀ­πὸ κα­μί­α ἀ­νάγ­κη ἢ ἐ­πι­θυ­μί­α.
       Ἐ­δῶ πιὰ δὲν εἶ­χες ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ τί­πο­τα. Ἀρ­γὰ τὸ ἀ­πό­γευ­μα ἡ θά­λασ­σα ἦ­ταν γα­λή­νια τό­σο πού, κά­τω ἀ­π’ τὴν ἐ­πι­φά­νεια ποὺ ἔ­παιρ­νε τὴν ἀν­ταύ­γεια τῆς ρο­δα­λῆς σάρ­κας, σὰν τὸ φάν­τα­σμα τῶν κυ­μά­των ποὺ ἀ­να­βι­ώ­νει μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να κο­χύ­λι, μπο­ροῦ­σες νὰ ἀ­να­κα­λέ­σεις τὸν ἀ­πό­η­χο μιᾶς ἐν­δο­μή­τριας θαλ­πω­ρῆς. Μπο­ροῦ­σες νὰ ξε­γε­λα­στεῖς γιὰ μιὰν ὥ­ρα μ’ αὐ­τὴν τὴν ψευ­δαί­σθη­ση αὐ­τάρ­κειας. Ἀλ­λὰ τὸ ζευ­γά­ρι μι­λοῦ­σε γιὰ τὰ ψώ­νια τῆς ἑ­βδο­μά­δας – ὀ­νει­ρεύ­ον­ταν πὼς κο­λυμ­ποῦ­σαν στὰ λε­φτά. Μὲ τὸ νε­ρὸ ὣς τοὺς λαι­μούς τους, τὰ κε­φά­λια τους ἔ­μοια­ζαν σὰν αὐ­τὸ τῆς Γορ­γό­νας πού ’χε ἀ­να­δυ­θεῖ στὴν ἐ­πι­φά­νεια. Ἡ ἀ­δελ­φή τοῦ Μέ­γα Ἀ­λέ­ξαν­τρου ρώ­τα­γε: Νὰ ζεῖ κα­νεὶς ἢ νὰ μὴ ζεῖ; Ὁ Ἀ­δελ­φός της ἔ­ρι­χνε τὴ σκιὰ τῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ χρή­μα­τος ποὺ ἔ­κρυ­βε τὸ ἡ­λι­ο­βα­σί­λε­μα, ὅ­πως ἄλ­λο­τε στὸ κα­το­στόδραχ­μο ὅ­που, στὴν ἄλ­λη με­ριά, ἔ­κρυ­βε τὸν ἥ­λιο τῆς Βερ­γί­νας. Τὸ ἐμ­πό­ρευ­μα ὑ­πο­σχό­ταν τὰ πάν­τα, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ χα­ροῦν, νὰ ἐ­πι­θυ­μή­σουν τὸν ἥ­λιο καὶ τὴ θά­λασ­σα. Ἔ­παι­ζαν τὴ ζω­ὴ κο­ρώ­να-γράμ­μα­τα καὶ ἀ­πὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μὴ ἡ θά­λασ­σα θὰ ξέ­βρα­ζε κά­ποι­ο πτῶ­μα.
       Εἴ­χα­με πιὰ ἀ­πο­μεί­νει μό­νοι, αὐ­τοὶ κι ἐ­γώ, καὶ μοῦ ἦρ­θε νὰ τοὺς μι­λή­σω. Ἤ­μου­να ἕ­τοι­μος, ἀλ­λὰ δί­στα­σα – ἂν πλη­σιά­σεις κά­ποι­ους αὐ­τοὶ ἀ­μέ­σως θὰ βά­ζουν δι­ά­φο­ρα μὲ τὴ σκέ­ψη τους, θὰ σκε­φτοῦν τί ζη­τᾶς ἀ­π’ αὐ­τούς. Ἄ­σε, εἶ­πα, θὰ νο­μί­σουν ὅ­τι τοὺς ζη­τά­ω λε­φτά. Θε­ω­ρεῖ­ται, σκέ­φτη­κα, φυ­σι­ο­λο­γι­κὸ νὰ μι­λή­σεις μὲ ἀ­γνώ­στους μό­νο ἐ­φο­δι­α­σμέ­νος μὲ ἕ­να χαρ­το­νό­μι­σμα – εἶ­ναι σὰν νά ’χεις συ­στα­τι­κὴ ἐ­πι­στο­λὴ ὑ­πο­γε­γραμ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν πρό­ε­δρο τῆς Κεν­τρι­κῆς Τρα­πέ­ζης.
       Οὕ­τως ἢ ἄλ­λως μοῦ εἶ­χαν βου­λώ­σει τ’ ἀ­φτιὰ καὶ γιὰ τὸ ὑ­πό­λοι­πο τῆς μέ­ρας θὰ ἄ­κου­γα τὸν ἀ­πό­η­χο τῆς θά­λασ­σας, ἔ­χον­τας στ’ ἀ­φτί μου νὰ μοῦ ψι­θυ­ρί­ζει τὸν φλοῖ­σβο. Ἐ­νί­ο­τε ἀ­γα­θο­ποι­ὰ θα­λάσ­σια πνεύ­μα­τα ἔρ­χον­ται καὶ βου­λώ­νουν ἔ­τσι τ’ ἀ­φτιά μας νὰ μὴν ἀ­κοῦ­με, προ­φυ­λάσ­σον­τάς μας ἀπ’ τὶς Σει­ρῆ­νες τῆς ρη­χῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Αὐ­τὸ τὸ κου­βεν­το­λό­ι τῶν ὠ­κε­α­νί­δων, ποὺ τώ­ρα μὲ ἀ­κο­λού­θη­σαν, ἠ­χοῦ­σε στ’ ἀ­φτιά μου πα­ρη­γο­ρη­τι­κὰ – σὰν τὸν ἐν­δο­ϋ­πο­κει­με­νι­κὸ δι­ά­λο­γο ὅ­που κα­νεὶς βυ­θί­ζε­ται καὶ ποὺ δι­α­φέ­ρει τό­σο ἀ­πὸ τοὺς λο­γα­ρια­σμοὺς πού, διαρ­κῶς, βου­ί­ζουν στὸ κε­φά­λι τοῦ homo economicus. Κά­θον­ται στὸ προ­σκέ­φα­λό μας καὶ ἐ­ξα­τμί­ζον­ται τὸ πρω­ὶ ὅ­ταν μιὰ στα­γό­να ἅρ­μης ἔ­χει ἀ­πο­μεί­νει ἀ­π’ αὐ­τὲς σὰν νό­μι­σμα πά­νω στὸ μα­ξι­λά­ρι μας.
       Βγῆ­κα ἀ­π’ τὸ νε­ρό. Στὴ χρυ­σὴ ἄμ­μο ἕ­να νή­πιο κα­θό­ταν μὲ τὸ φτυά­ρι καὶ τὸ κου­βα­δά­κι του καὶ αὐ­τὸ τὸ πλα­στι­κὸ κό­σκι­νο σὰν μελ­λον­τι­κὸς χρυ­σο­θή­ρας. Ἔ­τσι τὸ το­πί­ο φάν­τα­ζε ἐ­ρη­μι­κό. Τὸ μω­ρὸ ἴ­σα ποὺ θά ’χε ἀρ­χί­σει νὰ λέ­ει τὶς πρῶ­τες του λέ­ξεις. Κα­θὼς φώ­να­ξε «μα­μά», νό­μι­σα πὼς τὸ ἄ­κου­σα μὲ τὰ βό­τσα­λα στὸ στό­μα του, νὰ προ­σπα­θεῖ νὰ μά­θει νὰ μι­λά­ει σὰν τοὺς με­γά­λους, ἔ­χον­τας κά­τω ἀ­π’ τὴ γλώσ­σα τὸ Χα­ρώ­νει­ο νό­μι­σμα.           

Πη­γή: ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. 

*Στέ­φα­νος Τα­κτι­κός (Κέρ­κυ­ρα, 1983). Γρα­πτά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κά. Ἀρ­θρο­γρα­φεῖ στὸν το­πι­κὸ τύ­πο.

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου