του
Κώστα Λάμπου
«Ο πολιτισμός που συνεχίζει να παράγει ανθρώπους χωρίς
άποψη,
αγοράζει τον ίδιο του τον πνευματικό θάνατο σε μηνιαίες
δόσεις»
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
*
«Η ιστορία των
ελευθεριών που έχουν παραχωρηθεί στον άνθρωπο δεν
έπαψε ποτέ, μέχρι
σήμερα, να συγχέεται με την ιστορία των ελευθεριών
που ο άνθρωπος
παραχώρησε στην οικονομία»
Ραούλ Βάνεγκεμ
Η Ελβετική
Ομοσπονδία ιδρύθηκε το 1291[1] και κατ’ άλλους το 1307[2] ως ‘Ένορκη Συμμαχία’ ανεξάρτητων Καντονιών από τον Walter Fuerst
εκπρόσωπο της επαρχίας Uri, τον Werner Stauffacher
εκπρόσωπο της επαρχίας Schwyz και τον Arnold von
Melchtahl εκπρόσωπο της επαρχίας Unterwalden, για την από κοινού αντιμετώπιση των
σχεδίων του Ρωμαίο-Γερμανού βασιλιά Albrecht I, να προσαρτήσει τα εδάφη τους υπό την κυριαρχία
του οίκου των Χαμπσβούργων. Η πορεία ολοκλήρωσής της πέρασε από διάφορες φάσεις
και εξαρτήσεις μέχρι να φτάσει στην παγίωση της σημερινής της μορφής.
Το 1848 η
‘Ένορκη Συμμαχία’ μετεξελίσσεται σε συνταγματικό ομοσπονδιακό κράτος, στο οποίο
τα Καντόνια εκχωρούν μέρος των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές της άμυνας, των
τελωνείων, του ταχυδρομείου, του νομίσματος και άλλων. Τα λαϊκά στρώματα,
κυρίως η φτωχή αγροτιά, δεν αρκέστηκαν στην καθιέρωση του γενικού εκλογικού
δικαιώματος, αν και μόνο για τους άνδρες, και απαίτησαν την καθιέρωση του
δικαιώματος της Άμεσης Δημοκρατίας για να αποφασίζει ο ίδιος ο λαός για τη ζωή
του και κατάφεραν την αναθεώρηση του συντάγματος το 1874 καθιερώνοντας το θεσμό
του Δημοψηφίσματος και την καθιέρωση του θεσμού της ‘Λαϊκής Πρωτοβουλίας’ το
1891.
Σήμερα η
‘Ελβετική Ομοσπονδία’ αποτελείται από 2.715 Κοινότητες και 26 Καντόνια και
συμβολίζεται με την εξίσωση 2.715+26=1. «Περίπου το 1/5 των Κοινοτήτων και
κύρια οι πόλεις έχουν το δικό τους τοπικό κοινοβούλιο, τα 4/5 αποφασίζουν
αμεσοδημοκρατικά στις Κοινοτικές Συνελεύσεις στις οποίες μπορούν να παίρνουν
μέρος όλοι οι κάτοικοι που έχουν δικαίωμα ψήφου, πράγμα που σημαίνει ότι ο Λαός
δεν αντιπροσωπεύεται από βουλευτές, αλλά αποφασίζει μόνος του και εκλέγει το
Κοινοτικό Συμβούλιο»[3], αλλά «την έκταση
της αυτονομίας των Κοινοτήτων την ορίζουν τα Καντόνια και γι’ αυτό είναι αρκετά
διαφορετική»[4]. Κάθε Καντόνι έχει το δικό του
Σύνταγμα, το δικό του Κοινοβούλιο, τη δική του κυβέρνηση και τα δικά του
Δικαστήρια.
Οι βουλευτές στα περισσότερα Καντόνια εκλέγονται με το σύστημα της
απλής αναλογικής, οι 5-7μελής κυβερνήσεις, όμως, που εκλέγονται επίσης από το
Λαό, εκλέγονται με πλειοψηφικό σύστημα, αλλά τελικά «η
αμεσοδημοκρατική μορφή υπάρχει ακόμα μόνο στις Κοινότητες Appenzell, Innerhoden
και Glarus. Σε όλα τα άλλα Καντόνια αποφασίζει ο Λαός αποκλειστικά στις κάλπες»[5].
Κάθε τέσσερα
χρόνια ο Λαός εκλέγει τα 200 μέλη του Εθνικού Συμβουλίου. Οι εκλογείς έχουν το
δικαίωμα να επιλέξουν το ψηφοδέλτιο της προτίμησής τους, ή να γράψουν σε λευκό
ψηφοδέλτιο το όνομα κάποιου που δεν είναι σε κανένα ψηφοδέλτιο, ή να γράψουν σε
κάποιο ψηφοδέλτιο το όνομα κάποιου που θα ήθελαν να εκλεγεί και μάλιστα να το
γράψουν δυό φορές για να ενισχύσουν την εκλογιμότητά του, αλλά έχουν ακόμα και
το δικαίωμα να γράψουν σε ένα ψηφοδέλτιο το όνομα κάποιου από άλλο ψηφοδέλτιο,
όπως και να σβήσουν ονόματα από το ψηφοδέλτιο που επιλέγουν.
Βασικά η
ελβετική ‘Άμεση Δημοκρατία’ προσδιορίζεται ως τέτοια, κύρια, εξαιτίας του
δημοψηφισματικού της χαρακτήρα, που φέρεται να δίνει το δικαίωμα στο Λαό να
αμφισβητεί εκ των υστέρων αποφάσεις του κοινοβουλίου. Προβλέπονται δύο ειδών
δημοψηφίσματα, το υποχρεωτικό και το προαιρετικό. Το υποχρεωτικό δημοψήφισμα
γίνεται με πρωτοβουλία της κυβέρνησης για αλλαγές του (ομοσπονδιακού)
Συντάγματος καθώς επίσης και για την είσοδο της χώρας σε συγκεκριμένους
διεθνείς οργανισμούς και «για να γίνει αποδεκτή η πρόταση, θα πρέπει να
συγκεντρώνει τη λεγόμενη ‘διπλή πλειοψηφία’, που σημαίνει τόσο την πλειοψηφία
του Λαού, δηλαδή την πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων σε ολόκληρη τη χώρα, όσο και
την πλειοψηφία των αντιπροσώπων, δηλαδή την πλειοψηφία Καντονίων στα οποία
έγινε αποδεκτή η πρόταση»[6].
Ομοσπονδιακοί
νόμοι, αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και κρατικές συμφωνίες υπόκεινται
στον έλεγχο του Λαού μέσω των προαιρετικών δημοψηφισμάτων, τα οποία
αποκαλούνται και ‘φρένο στα χέρια του Λαού’. Για την ενεργοποίηση της
διαδικασίας προαιρετικού δημοψηφίσματος απαιτούνται 50 000 υπογραφές πολιτών
που έχουν δικαίωμα ψήφου, οι οποίες πρέπει να συγκεντρωθούν το πολύ μέσα σε 100
μέρες από την κατάθεση της πρότασης.
Σε επίπεδο
Καντονίων ισχύει το (Volksinitiativerecht) ‘Δικαίωμα της
Λαϊκής Πρωτοβουλίας’, αποκαλούμενης και ‘κινητήρια δύναμη της Άμεσης
Δημοκρατίας’, να απαιτεί αλλαγές στο Σύνταγμα, στους νόμους και στις αποφάσεις
των τοπικών κυβερνήσεων των Καντονιών, όχι όμως και σε επίπεδο Ομοσπονδίας. Για
να χαρακτηριστεί η λαϊκή βούληση ‘Λαϊκή Πρωτοβουλία’ και να θέσει σε κίνηση τη
σχετική διαδικασία Δημοψηφίσματος πρέπει σε διάστημα 18 μηνών να συγκεντρώσει
100.000 υπογραφές πολιτών του Καντονιού με δικαίωμα ψήφου. «Η Λαϊκή Πρωτοβουλία
(Volksbegehren) μπορεί να εκδηλωθεί ως γενικά διατυπωμένη πρόταση (Anregung)[7], ή, πράγμα συνηθέστερο, ως έτοιμο
επεξεργασμένο κείμενο, τη διατύπωση του οποίου δεν μπορεί να αλλάξει το
κοινοβούλιο ή η κυβέρνηση»[8]. Όμως «οι
Αρχές, κάποιες φορές, αντιδρούν απέναντι σε κάθε τρέχουσα πρωτοβουλία με μια
(όχι τόσο εκτεταμένη) άμεση αντιπρόταση, με την ελπίδα πως αυτή θα γίνει από το
Λαό και τις Staenden αποδεκτή από την πλειοψηφία. Αλλά και επιπλέον, από το
1987 έχει επεκταθεί, και για δημοψηφίσματα που προκαλεί η Λαϊκή Πρωτοβουλία, η
αρχή της ‘διπλής πλειοψηφίας’, που ίσχυε μόνο για το υποχρεωτικό δημοψήφισμα.
«Μπορεί ο καθένας να ψηφίσει και την πρόταση της ‘Λαϊκής Πρωτοβουλίας’ και την
αντιπρόταση των Αρχών και στην περίπτωση που και οι δυό γίνονται αποδεκτές,
τότε με μια δειγματοληπτική έρευνα της κοινής γνώμης θα κριθεί ποιο από τα δυό
κείμενα θα ισχύσει»[9].
Ας δούμε
μερικές ακόμα πλευρές της ‘Άμεσης Δημοκρατίας’ της Ελβετίας για να καταλάβουμε
περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Στο Εθνικό Συμβούλιο της Ελβετίας εκπροσωπούνται
δώδεκα πολιτικά κόμματα, από τα οποία τα πέντε έχουν μια υπολογίσιμη
εκπροσώπηση. Όμως Άμεση Δημοκρατία σημαίνει πως αποφασίζουν οι Λαϊκές
Συνελεύσεις για τα τοπικά προβλήματα και οι, για ορισμένο διάστημα, εκλεγμένοι
ή κληρωτοί και ανακλητοί εκπρόσωποί τους στα επαρχιακά μέχρι το εθνικό επίπεδο,
οπότε το ερώτημα είναι ποιος είναι ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων. Τα
Συντάγματα δεν είναι ‘ιερά κείμενα’ που δεν τα αγγίζει ο χρόνος. Οι εποχές, ως
δρώσα ιστορία αλλάζουν και οι κοινωνίες εξελίσσονται και συνεπώς και τα
συντάγματα πρέπει να αλλάζουν και να ανταποκρίνονται στις καινούργιες ανάγκες
της κοινωνίας. Το ελβετικό Σύνταγμα υπέστη πολλές αναθεωρήσεις από το 1848[10], αλλά όλες αυτές οι αλλαγές είχαν ένα στόχο, τα
πράγματα να μείνουν ως έχουν αν δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα. Η τελευταία
τροποποίηση του ελβετικού συντάγματος, ενός συντάγματος βαθιά συντηρητικού και
πουριτανικού, άρχισε το 1965 και ολοκληρώθηκε το 1999. «Στην τρίτη φάση ωστόσο
(1987-1999) οι φιλοδοξίες μετριάστηκαν και επικράτησε η θέση του K.
Eichenberger να γίνει μια ρεαλιστική συνταγματική αναθεώρηση, που θα εκσυγχρόνιζε
αλλά θα σεβόταν την υφιστάμενη θεσμική αρχιτεκτονική. Η απόφαση αυτή στηριζόταν
στη σκέψη ότι η αναθεώρηση ούτε κοινωνικοπολιτικές κρίσεις μπορεί να αποσοβήσει
ούτε ριζοσπαστικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις να επιφέρει. Έτσι, το φιλόδοξο και
πολυετές σχέδιο της ριζικής αναθεώρησης του Συντάγματος αντικαταστάθηκε από ένα
μετριοπαθέστερο και ηπιότερο,·αυτό που επιτεύχθηκε ήταν μια επικαιροποίηση του
συνταγματικού κειμένου χωρίς την υιοθέτηση σημαντικών αλλαγών»[11]. Τα περισσότερα Συντάγματα στον κόσμο αναφέρονται
στο όνομα του Λαού από τον οποίο πηγάζει η εξουσία και δια του οποίου αποκτούν
ισχύ, εκτός από εκείνα τα Συντάγματα των θεοκρατικών καθεστώτων όπου η ισχύ του
Μουλατείου πηγάζει από το θεό τους. Και το νέο ελβετικό Σύνταγμα ξεκινά με τη
φράση «Στο όνομα του παντοδύναμου θεού» και φυσικά δεν άγγιξε ούτε κατά κεραία
την ιερότητα της ‘ατομικής ιδιοκτησίας’ και την απάνθρωπη σκληρότητα του
συστήματος της οικονομίας της αγοράς.
Με όσα
προηγήθηκαν, για τον προσεχτικό αναγνώστη, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η
ελβετικού τύπου ‘Άμεση Δημοκρατία’, δεν είναι παρά μια στολισμένη
αστικοδημοκρατική μαϊμού, αλλά στο βαθμό που κάποια στοιχεία της δικαιολογούν
αυτό το χαρακτηρισμό, είναι δεμένη χειροπόδαρα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά να
καταντάει διακοσμητικό στοιχείο ενός τμήματος του παγκόσμιου καπιταλιστικού
συστήματος, που λειτουργεί ως κλεπταποδόχος της λεηλασίας του πλούτου όλων των
χωρών του πλανήτη και ως πλυντήριο όλου του βρώμικου χρήματος που συγκεντρώνουν
όλες οι εθνικές και διεθνείς μαφίες από τη διαπλοκή, από τις μίζες και το
εμπόριο όπλων, ναρκωτικών, πορνείας, Trafficking,
αρχαιοκαπηλίας κ.λπ.. Και είναι αυτός ο ρόλος του κοινού θησαυροφυλακίου όλων
των διαπλεκόμενων ελίτ, μεγαλοκλεπτών, ληστών και καταχραστών του πλανήτη, ο
λόγος που επιβάλλει τη διατήρηση της ‘ουδετερότητας’ της Ελβετίας, για την
οποία ο παραπλανημένος λαός της Ελβετίας νοιώθει υπερήφανος, γιατί ακριβώς δεν
γνωρίζει ή δεν θέλει να πιστέψει πως είναι κάλπικη. Ο γνωστός Ελβετός
κοινωνιολόγος Jean Ziegler
είναι αποκαλυπτικός για τα έργα και τις ημέρες της ‘ελβετικής άμεσης
δημοκρατίας’ στα χρόνια της ακμής του χιτλερισμού: «Χωρίς τη βοήθεια της
Ελβετίας, η Γερμανία θα είχε ηττηθεί από τον Οκτώβρη του 1944.(…) Η
Ελβετία υποστήριξε ενεργά τη ναζιστική Γερμανία, αφήνοντας ανοιχτές στους Γερμανούς
τις συγκοινωνίες βορρά-νότου μέσω του περάσματος του Saint Gothard,
παραδίδοντάς τους ποσότητες εξοπλισμού ακριβείας, οπτικών εργαλείων κ.λπ. και
‘ξεπλένοντας’ τα λάφυρα από τις ναζιστικές λεηλασίες, ιδιαίτερα με την
ανταλλαγή κλεμμένου χρυσού έναντι χρήσιμου συναλλάγματος (…) To 1941-42
υπολογίζεται ότι το 60% της βιομηχανίας όπλων , το 50% της βιομηχανίας οπτικών
οργάνων και το 40% της βιομηχανίας μηχανημάτων εργαζόταν για το Γ Ράιχ (…) Η
Ελβετία είχε μια ιδιαίτερη σημασία για το Γ Ράιχ εξαιτίας του ρόλου της στην
αγορά χρήματος (…) Ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού χρυσού ήταν προϊόν αρπαγών…
Οι Ελβετοί αρμόδιοι δεν αγνοούσαν το πρόβλημα του κλεμμένου πολύτιμου μετάλλου
(…) Η Ελβετία γλίτωσε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χάρις στην ενεργητική,
επιτήδεια και οργανωμένη συνενοχή της με το Γ ΄Ράιχ. Από το 1940 έως το 1945, η
ελβετική οικονομία εντάχθηκε σε μεγάλο βαθμό στον οικονομικό χώρο της Μεγάλης
Γερμανίας[12]». Ο ρόλος του ελβετικού τραπεζικού
συστήματος ήταν πάντα και παραμένει αυτός του κλεπταποδόχου και του πλυντηρίου
βρώμικου χρήματος. Αυτός όμως ο ρόλος προϋποθέτει σχέσεις συνεργασίας και
εμπιστοσύνης με την παγκόσμια μαφιόζικη καπιταλιστική ολιγαρχία, πράγμα που
προφανώς έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της κυρίαρχης ελβετικής ελίτ
περί ελβετικής ουδετερότητας και Άμεσης Δημοκρατίας.
Η μονόπλευρη
ουδετερότητα απέναντι στο δίκαιο και στους Λαούς θύματα του Κεφαλαίου, προϊόν
της στενής συνεργασίας με τους θύτες, μπορεί να προσφέρει ακόμα στους Ελβετούς
κάποιο επίπεδο ευημερίας, επανάπαυσης και συντηρητικών ψευδαισθήσεων, αλλά δεν
μπορεί να δικαιολογήσει το χαρακτηρισμό της ιδιόμορφης
αστικής-κοινοβουλευτικής, καπιταλιστικής δημοκρατίας τους, ως Άμεση Δημοκρατία,
για τον απλούστατο λόγο, πως δεν φτάνει η ‘δημοκρατική γυμναστική’, με κάποια στημένα
δημοψηφίσματα για οριακές τροποποιήσεις νόμων ή ακόμα και για επουσιώδεις
αλλαγές του Συντάγματός τους, να εμφανίσει τις όποιες ‘αμεσοδημοκρατικές
ψευδαισθήσεις’ της κλεπτοκρατίας και των αφελών οπαδών της, ως Άμεση
Δημοκρατία. Το Ελβετικό Κόμμα της Εργασίας και πολλοί Ελβετοί που βλέπουν τον
κόσμο χωρίς καπιταλιστικές ιδεολογικές παρωπίδες, αγωνίζονται «μαζί με όλες τις
δυνάμεις που αντιστέκονται στον καπιταλισμό για να απαλλάξουν την ανθρωπότητα
από την εκμετάλλευση και υποστηρίζουν όλους τους ανθρώπους και τις οργανώσεις
που είναι πεπεισμένοι πως ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός…»[13].
Από τα όσα
προηγήθηκαν προκύπτει πως καπιταλισμός και Άμεση Δημοκρατία δεν μπορούν, ως
αλληλοαποκλειόμενα κοινωνικά συστήματα, να συνυπάρξουν, όσο κι’ αν η προπαγάνδα
και η άγνοια προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο.
__________________
* Απόσπασμα από
το βιβλίο μου, «Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της
ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό», ΝΗΣΙΔΕΣ,
Θεσσαλονίκη 2012, με μοναδική προσθήκη την υποσημείωση 10.
[1] Der Bund kurz
erklaert, Scweizerische Eidgenossenschaft, Bundeskanzlei 2008, Seite 10.
[3] Der Bund kurz erklaert, Scweizerische Eidgenossenschaft,
Bundeskanzlei 2008, Seite 14.
[4] Ό. π.
[5] Ό. π.
[6] Ό. π., σελ.
16.
[7] Όλα αυτά τα
στοιχεία αντλούνται από το προαναφερθέν επίσημο κείμενο και είναι εντυπωσιακό
πως με την επιλεγμένη χρήση συνώνυμων λέξεων επιχειρείται μια υποβάθμιση της
ουσίας, όπως για παράδειγμα αντί των όρων Volksinitiative που σημαίνει Λαϊκή
Πρωτοβουλία, χρησιμοποιούν τον όρο Volksbegehren που σημαίνει λαϊκή επιθυμία,
αλλά και λαϊκή απληστία και αντί των όρων Vorschlag (πρόταση), ή Forderung
(αίτημα ή απαίτηση) χρησιμοποιούν τον όρο Anregung που σημαίνει ανακίνηση,
παρακίνηση, αλλά και παρόρμηση.
[8] Ό. π., σελ.
17.
[9] Ό. π., σελ.
17.
[10] Η αντίληψη πως
ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ο συντάκτης του ελβετικού συντάγματος είναι
πλανημένη, ή και παραπλανητική και δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική
πραγματικότητα. Είναι όμως πραγματικότητα πως ο Ιωάννης Καποδίστριας,
ενεργώντας ως διπλωματικός σύμβουλος του Τσάρου αρχικά και ως πληρεξούσιος
υπουργός της Ρωσίας για την Ελβετία το 1813, κατάφερε να γεφυρώσει τις
διχαστικές διαφωνίες μεταξύ των διάφορων καντονιών της Ελβετίας, να εδραιώσει
την ενότητά τους και τελικά να επιβάλλει την πολιτική της Ρωσίας για την
ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της Ελβετίας από τη Γαλλία και ενάντια στην
Αυστρία που επεδίωκε προνομιακή σχέση ή ακόμα και τη δορυφοροποίηση της
Ελβετίας, προτείνοντας σχετικές τροποποιήσεις του ελβετικού συντάγματος.
Άλλωστε το σύνταγμα της Ελβετίας αναθεωρήθηκε ριζικά το 1848, δεκαεπτά χρόνια
μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, αναβαθμίζοντας την Ελβετία από χαλαρή
‘Ένορκη Συμμαχία’ σε Συνταγματική Ομοσπονδία. Έκτοτε υπέστη πολλές
τροποποιήσεις και μεταρρυθμίσεις, οι σημαντικότερες των οποίων είναι η
αναθεώρηση του 1874 και του 1891 που καθιέρωσαν τη σημερινή μορφή ‘άμεσης
δημοκρατίας’ με κύριο χαρακτηριστικό το θεσμό του Δημοψηφίσματος και της
‘Λαϊκής Πρωτοβουλίας’, χαρακτηριστικά τα οποία δεν είναι αρκετά για να
θεμελιώσουν, και μάλιστα σε συνθήκες καπιταλισμού, την πραγματική άμεση
δημοκρατία με περιεχόμενο την Αταξική Κοινωνία.
[11] Παπαδοπούλου
Λίνα, Παλαιά Ευρώπη Νέα Συντάγματα. Μια περιήγηση στις αναθεωρήσεις των
συνταγμάτων της Δυτικής Ευρώπης στο γύρισμα του αιώνα, www.antigone.gr/en/library/files
[12] Ziegler Jean,
Η Ελβετία, ο χρυσός και οι νεκροί, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, Αθήνα 2007, σελ. 27, 37 και 43.
[13] Der Bund kurz erklaert, Scweizerische Eidgenossenschaft,
Bundeskanzlei 2008, Seite 21.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου